Κι οἱ Μάγοι Τὴν ἀποκαλοῦν «Μητέρα καὶ Τροφὸ Παιδιοῦ χωρὶς πατέρα» καὶ Φωτιὰ ποὺ δροσίζει». «Θέλεις
νὰ μάθης ἐδῶ πῶς εὐρεθήκαμε; Ἀπὸ τὴ χώρα τῶν Χαλδαίων, ὅπου δὲν
παραδέχονται ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ὁ «Θεὸς τῶν θεῶν» ἀπὸ τὴ Βαβυλώνα ὅπου
δὲν ξέρουνε ποιός ἔφτιαξε ἐκεῖνα ποὺ λατρεύουν⋅ ἀπὸ ἐκεῖ ἦρθε καὶ μᾶς
παρέλαβε τὸ Φῶς τοῦ Παιδιοῦ Σου ἀπὸ τὴν πυρολατρεία τῶν Περσῶν⋅ ἀφήσαμε
τὴ φωτιὰ ποὺ ὅλα τὰ ἐξαφανίζει κι ἀντικρύζουμε Φωτιὰ ποὺ δροσίζει.»
Καὶ μιλώντας ἡ ἴδια στὸ Πανάγιο Βρέφος γιὰ τὸν κόσμο τοῦ λέει: «Μ’ ἔκανες Στόμα καὶ Καύχημα ὅλου τοῦ Γένους μου», «Ἐμένα κοιτάζουν οἱ ἐξόριστοι τοῦ Παραδείσου,γιατὶ τοὺς ἐπαναφέρω καὶ τοὺς κάνω νὰ αἰσθανθοῦν ὅλα τὰ καλά»
.
Ἀλλὰ καὶ στὸν Ὕμνο τῆς ἑπόμενης τῶν Χριστουγέννων ἡμέρας ὁ καλλικέλαδος Ρωμανὸς Τὴν ὀνομάζει «Ἄμπελο» καὶ «Σταφύλι» τὸ Χριστό. Μιλάει Ἐκείνη καὶ καλεῖ οὐράνια καὶ ἐπίγεια νὰ χαροῦν, «γιατὶ κρατῶ στὰ χέρια μου τὸ Δημιουργό σας».
Καὶ ἐνῷ μιλᾶ τρυφερὰ στὸ Θεῖον Βρέφος, ἄκουσαν οἱ Πρωτόπλαστοι στὸν Ἅδη «Τὴν Χελιδόνα νὰ κελαδεῖ στὰ χαράματα» καὶ «νιώθουν τὴν Ἄνοιξη». Ἄκουσε τὴν Χελιδόνα, ποὺ μοῦ κελαηδεῖ τὰ χαράματα, τὸν ἰσοθάνατο ὕπνο, Ἀδάμ, ἄφησε καὶ σήκω⋅ ἄκουσε ἐμένα, τὴ γυναίκα σου. ἐγὼ ποὺ παλιὰ προξένησα τὴν ἠθικὴ κατάπτωσι τῶν ἀνθρώπων τώρα καὶ πάλι τοὺς σηκώνω. Προσπάθησε νὰ καταλάβης τὰ θαυμαστὰ γεγονότα. Κύτταξε πῶς αὐτὴ ἡ Κόρη, ποὺ ἄντρα δὲν ἐγνώρισε, γιατρεύει τὸ τραῦμα σουὕπνο, Ἀδάμ, ἄφησε καὶ σήκω⋅ ἄκουσε ἐμένα, τὴ γυναίκα σου. ἐγὼ ποὺ παλιὰ προξένησα τὴν ἠθικὴ κατάπτωσι τῶν ἀνθρώπων τώρα καὶ πάλι τοὺς σηκώνω. Προσπάθησε νὰ καταλάβης τὰ θαυμαστὰ γεγονότα. Κύτταξε πῶς αὐτὴ ἡ Κόρη, ποὺ ἄντρα δὲν ἐγνώρισε, γιατρεύει τὸ τραῦμα σου με το παιδι που γέννησε»
Τοὺς λυπᾶται ἡ Ἄχραντη καὶ λέει στὸ Γιό της γι’αὐτούς.Κι ἐκεῖνος Τῆς ἀπαντάει: «γιὰ τὸ Γένος Σου στὴ Φάτνη κατοικῶ». Καὶ στὴ συνέχεια Τῆς προαναγγέλλει τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. «Ἀπ’ τὴν ἀγάπη λυγίζω, ποὺ ἔχω γιὰ τὸν ἄνθρωπο», ἀπάντησε ὁ Πλάστης, «ἐγώ,
πλάσμα μου καὶ Μητέρα μου⋅ νὰ σὲ λυπήσω δὲν θέλω⋅ μὰ θὰ σοῦ φανερώσω τὰ ὅσα θέλω νὰ κάνω καὶ ἱκανοποίησι θὰ δώσω στὴνταραγμένη
σου ψυχή, ὢ Μαριάμ.
Ἐμένα ποὺ κρατᾶς στὰ χέρια Σου, νὰ μοῦ τρυποῦν τὰ χέρια σύντομα θὰ δῆς, ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ γένος σου⋅ Αὐτὸν ποὺ θηλάζεις Ἐσύ,
ἄλλοι χολὴ θὰ Τὸν ποτίσουν⋅ τὸ Πρόσωπο ποὺ Σὺ καταφιλεῖς, θὰ τὸ γεμίσουν μὲ φτυσίματα⋅ Αὐτὸν ποὺ ἀποκάλεσες Ζωή, στὸ Σταυρὸ θὰ
Τὸν δῆς κρεμασμένο, καὶ πεθαμένο θὰ Τὸν κλάψης μὰ καὶ ἀναστημένο θὰ Τὸν ἀσπαστῆς ἡ Κεχαριτωμένη.»
Μὰ καὶ στὸ ἄλλο Κοντάκιο, στὴ δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, ὁ κατάπληκτος ἀπὸ τὴν ὑπερφυσικὴ Γέννα Ἰωσὴφ ἀπορεῖ γιὰ τὸ πῶς «Ἡ Ἀμνάδα βαστάζει Λιοντάρι», «ἡ Χελιδόνα Ἀητό» καὶ ἡ «Δούλη Δεσπότη» Σ’ ἀνθρώπινη μήτρα μὲ τρόπον ἀπερίγραπτο ἡ Μαρία φέρνει μὲ τὴ θέλησί Του τὸ Σωτήρα μου…
Φέρνει εἰκόνες καὶ προτυπώσεις ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη: «ἡ κιβωτὸς συμβολίζει τὴν Παρθένο ποὺ γεννάει», «τὸ Ραβδὶ τοῦ Δαβὶδ καὶ τοῦ Ἰεσσαὶ τὴν Μαρία προδηλώνουν». Το ραβδὶ τοῦ Ἀαρὼν καὶ τοῦ Ἰεσσαὶ τὴ Μαρία συμβολίζουν, ποὺ δίχως γεωργὸ ἐκάρπισε, Παρθένος γεννάει καὶ μετὰ τὴ γέννα πάλι μένει παρθένος. Ἐνῷ ὁ Γαβριὴλ ἔκανε «τὴν Ἄγαμη, λεχώνα μὲ τὸ Πνεῦμα». Λόγον χαρᾶς εἶπεν ὁ Γαβριὴλ καὶ ἔσπειρε τὸ Λόγο στὴν Παρθένο καὶ ἔκαμε τὴν ἄγαμη Λεχώνα μὲ τὸ Πνεῦμα.
Στὸ δὲ Ὕμνο στὸ Γάμο τῆς Κανᾶ ὀνομάζει ὁ θεῖος Ρωμανὸς τὴν Παναγία «καὶ Κόρη καὶ Νύμφη» καὶ «πὼς γάμος τὴν ἔφερε στὸν κόσμο». Ὁ δὲ Ἰησοῦς Τῆς φέρεται στοργικὰ καὶ πραγματοποιεῖ τὸ αἴτημά Της. Καὶ κλείνοντας παρακαλεῖ ὁ Ρωμανὸς τὸν Ἀναμάρτητο: «νὰ μᾶς γλυτώσεις ἀπὸ τὸν ὀδυρμὸ τῆς Κόλασης μὲ τὶς προσευχὲς τῆς Ἁγίας Θεοτόκου καὶ Παρθένου».
Στὸ συγκλονιστικὸ ἐξάλλου Ὕμνο του στο Πάθος τοῦ Κυρίου καὶ στὸ θρῆνο τῆς Θεοτόκου, ἡ Παναγία ἀκολουθεῖ κατάκοπη τὸ Μαρτυρικὸ Δρόμο τοῦ Γιοῦ Της καὶ Τον ρωτᾶ «ποῦ πηγαίνει»
καὶ «πῶς δὲν περίμενε ὅτι θάπλωναν χέρια ἐπάνω Του οἱ ἄνομοι». Καὶ ζητεῖ νὰ μάθει:«γιατί χάνεται τὸ Φῶς Της».
Διαπιστώνει «πὼς κανένας δὲν Τὸν συμπονεῖ». Ὁ Γιός της στὴ συνέχεια γυρίζει καὶ τῆς ὁμιλεῖ: «γιατί Σὲ πῆραν, Μητέρα, τὰ κλάματα;»«Ἐγὼ θέλω καὶ πάσχω, γιὰ νὰ σώσω τὸν κόσμο». «Μὴν κά-
νεις πικρὴ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάθους μου».
Ἐκείνη ὅμως μ’ ἐπιχειρήματα ἀτράνταχτα προσπαθεῖ νὰ Τὸν ἀποτρέψει ἀπ’ αὐτὸ τὸ ἐγχείρημα. Μὰ στὸ τέλος Ἐκεῖνος Τὴν πείθει καὶ Τῆς ὑπόσχεται πὼς Πρώτη θὰ Τὸν δεῖ μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Καὶ ἡ
Θεομάνα καταλήγει:«Σὺ τὰ δικά μας κρίματα ὡσὰν Ἀρνὶ ἐσήκωσες. Κι Ἐσὺ τὸ θάρρος ἔδωκες σὲ μένα νὰ φωνάζω:«Ὢ Υἱὲ καὶ Θεέ μου». Διαλέξαμε λίγα πανεύοσμα ἄνθη ἀπὸ τὸν Κῆπο Χαρίτων τοῦ ἔνθεου Ρωμανοῦ γιὰ τὴ Μοναδική μας Παναγία.
του αρχιμανδρίτου Ανανία Κουστένη-Περιοδικό Πειραική Εκκλησία,τευχος 219
www.proskynitis.blogspot.com
.
Ἀλλὰ καὶ στὸν Ὕμνο τῆς ἑπόμενης τῶν Χριστουγέννων ἡμέρας ὁ καλλικέλαδος Ρωμανὸς Τὴν ὀνομάζει «Ἄμπελο» καὶ «Σταφύλι» τὸ Χριστό. Μιλάει Ἐκείνη καὶ καλεῖ οὐράνια καὶ ἐπίγεια νὰ χαροῦν, «γιατὶ κρατῶ στὰ χέρια μου τὸ Δημιουργό σας».
Καὶ ἐνῷ μιλᾶ τρυφερὰ στὸ Θεῖον Βρέφος, ἄκουσαν οἱ Πρωτόπλαστοι στὸν Ἅδη «Τὴν Χελιδόνα νὰ κελαδεῖ στὰ χαράματα» καὶ «νιώθουν τὴν Ἄνοιξη». Ἄκουσε τὴν Χελιδόνα, ποὺ μοῦ κελαηδεῖ τὰ χαράματα, τὸν ἰσοθάνατο ὕπνο, Ἀδάμ, ἄφησε καὶ σήκω⋅ ἄκουσε ἐμένα, τὴ γυναίκα σου. ἐγὼ ποὺ παλιὰ προξένησα τὴν ἠθικὴ κατάπτωσι τῶν ἀνθρώπων τώρα καὶ πάλι τοὺς σηκώνω. Προσπάθησε νὰ καταλάβης τὰ θαυμαστὰ γεγονότα. Κύτταξε πῶς αὐτὴ ἡ Κόρη, ποὺ ἄντρα δὲν ἐγνώρισε, γιατρεύει τὸ τραῦμα σουὕπνο, Ἀδάμ, ἄφησε καὶ σήκω⋅ ἄκουσε ἐμένα, τὴ γυναίκα σου. ἐγὼ ποὺ παλιὰ προξένησα τὴν ἠθικὴ κατάπτωσι τῶν ἀνθρώπων τώρα καὶ πάλι τοὺς σηκώνω. Προσπάθησε νὰ καταλάβης τὰ θαυμαστὰ γεγονότα. Κύτταξε πῶς αὐτὴ ἡ Κόρη, ποὺ ἄντρα δὲν ἐγνώρισε, γιατρεύει τὸ τραῦμα σου με το παιδι που γέννησε»
Τοὺς λυπᾶται ἡ Ἄχραντη καὶ λέει στὸ Γιό της γι’αὐτούς.Κι ἐκεῖνος Τῆς ἀπαντάει: «γιὰ τὸ Γένος Σου στὴ Φάτνη κατοικῶ». Καὶ στὴ συνέχεια Τῆς προαναγγέλλει τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. «Ἀπ’ τὴν ἀγάπη λυγίζω, ποὺ ἔχω γιὰ τὸν ἄνθρωπο», ἀπάντησε ὁ Πλάστης, «ἐγώ,
πλάσμα μου καὶ Μητέρα μου⋅ νὰ σὲ λυπήσω δὲν θέλω⋅ μὰ θὰ σοῦ φανερώσω τὰ ὅσα θέλω νὰ κάνω καὶ ἱκανοποίησι θὰ δώσω στὴνταραγμένη
σου ψυχή, ὢ Μαριάμ.
Ἐμένα ποὺ κρατᾶς στὰ χέρια Σου, νὰ μοῦ τρυποῦν τὰ χέρια σύντομα θὰ δῆς, ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ γένος σου⋅ Αὐτὸν ποὺ θηλάζεις Ἐσύ,
ἄλλοι χολὴ θὰ Τὸν ποτίσουν⋅ τὸ Πρόσωπο ποὺ Σὺ καταφιλεῖς, θὰ τὸ γεμίσουν μὲ φτυσίματα⋅ Αὐτὸν ποὺ ἀποκάλεσες Ζωή, στὸ Σταυρὸ θὰ
Τὸν δῆς κρεμασμένο, καὶ πεθαμένο θὰ Τὸν κλάψης μὰ καὶ ἀναστημένο θὰ Τὸν ἀσπαστῆς ἡ Κεχαριτωμένη.»
Φέρνει εἰκόνες καὶ προτυπώσεις ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη: «ἡ κιβωτὸς συμβολίζει τὴν Παρθένο ποὺ γεννάει», «τὸ Ραβδὶ τοῦ Δαβὶδ καὶ τοῦ Ἰεσσαὶ τὴν Μαρία προδηλώνουν». Το ραβδὶ τοῦ Ἀαρὼν καὶ τοῦ Ἰεσσαὶ τὴ Μαρία συμβολίζουν, ποὺ δίχως γεωργὸ ἐκάρπισε, Παρθένος γεννάει καὶ μετὰ τὴ γέννα πάλι μένει παρθένος. Ἐνῷ ὁ Γαβριὴλ ἔκανε «τὴν Ἄγαμη, λεχώνα μὲ τὸ Πνεῦμα». Λόγον χαρᾶς εἶπεν ὁ Γαβριὴλ καὶ ἔσπειρε τὸ Λόγο στὴν Παρθένο καὶ ἔκαμε τὴν ἄγαμη Λεχώνα μὲ τὸ Πνεῦμα.
Στὸ δὲ Ὕμνο στὸ Γάμο τῆς Κανᾶ ὀνομάζει ὁ θεῖος Ρωμανὸς τὴν Παναγία «καὶ Κόρη καὶ Νύμφη» καὶ «πὼς γάμος τὴν ἔφερε στὸν κόσμο». Ὁ δὲ Ἰησοῦς Τῆς φέρεται στοργικὰ καὶ πραγματοποιεῖ τὸ αἴτημά Της. Καὶ κλείνοντας παρακαλεῖ ὁ Ρωμανὸς τὸν Ἀναμάρτητο: «νὰ μᾶς γλυτώσεις ἀπὸ τὸν ὀδυρμὸ τῆς Κόλασης μὲ τὶς προσευχὲς τῆς Ἁγίας Θεοτόκου καὶ Παρθένου».
Στὸ συγκλονιστικὸ ἐξάλλου Ὕμνο του στο Πάθος τοῦ Κυρίου καὶ στὸ θρῆνο τῆς Θεοτόκου, ἡ Παναγία ἀκολουθεῖ κατάκοπη τὸ Μαρτυρικὸ Δρόμο τοῦ Γιοῦ Της καὶ Τον ρωτᾶ «ποῦ πηγαίνει»
καὶ «πῶς δὲν περίμενε ὅτι θάπλωναν χέρια ἐπάνω Του οἱ ἄνομοι». Καὶ ζητεῖ νὰ μάθει:«γιατί χάνεται τὸ Φῶς Της».
Διαπιστώνει «πὼς κανένας δὲν Τὸν συμπονεῖ». Ὁ Γιός της στὴ συνέχεια γυρίζει καὶ τῆς ὁμιλεῖ: «γιατί Σὲ πῆραν, Μητέρα, τὰ κλάματα;»«Ἐγὼ θέλω καὶ πάσχω, γιὰ νὰ σώσω τὸν κόσμο». «Μὴν κά-
νεις πικρὴ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάθους μου».
Ἐκείνη ὅμως μ’ ἐπιχειρήματα ἀτράνταχτα προσπαθεῖ νὰ Τὸν ἀποτρέψει ἀπ’ αὐτὸ τὸ ἐγχείρημα. Μὰ στὸ τέλος Ἐκεῖνος Τὴν πείθει καὶ Τῆς ὑπόσχεται πὼς Πρώτη θὰ Τὸν δεῖ μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Καὶ ἡ
Θεομάνα καταλήγει:«Σὺ τὰ δικά μας κρίματα ὡσὰν Ἀρνὶ ἐσήκωσες. Κι Ἐσὺ τὸ θάρρος ἔδωκες σὲ μένα νὰ φωνάζω:«Ὢ Υἱὲ καὶ Θεέ μου». Διαλέξαμε λίγα πανεύοσμα ἄνθη ἀπὸ τὸν Κῆπο Χαρίτων τοῦ ἔνθεου Ρωμανοῦ γιὰ τὴ Μοναδική μας Παναγία.
του αρχιμανδρίτου Ανανία Κουστένη-Περιοδικό Πειραική Εκκλησία,τευχος 219
www.proskynitis.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου