Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Η ΕΚΠΟΡΕΥΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
(58 Ν - 2)
Τό σημερινό μας θέμα ἀναφέρεται εἰς τήν Ἁγία Τριάδα καί κυρίως εἰς τήν ἐκπόρευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἐκπόρευσις εἶναι μία ἀπό τίς πάμπολλες διαφορές μας πού ἔχομε μέ τούς αἱρετικούς Παπικούς.
Ὁ πρῶτος ὁ ὁποῖος ἀσχολήθηκε μέ τήν Θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος κατά τόν τέταρτο αἰῶνα, ὁ ὁποῖος διεσφάλισε τήν ''ὁμοουσιότητα'' τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρός τόν Πατέρα, ἀλλά καί μεταξύ των, ὅτι δηλαδή ἔχουν καί τά τρία Πρόσωπα, ὄχι ἁπλῶς ὁμοία, ἀλλά τήν ἰδία κοινή οὐσία μεταξύ των.
Ἐτόνισε ἐπί πλέον τήν ἑνότητα τῆς ἐνεργείας τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐκδηλουμένης ''ἐκ τοῦ Πατρός δι᾽ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι''. Ὑπάρχει δηλαδή κοινή ἐνέργεια τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί φυσικά κοινή βούλησις, ἤ θέλησις. ''Ἀνά πᾶσα ὥρα καί στιγμή'' - γιά τόν Θεό ὅμως ἀχρόνως - καί τά τρία Πρόσωπα ἐνεργοῦν καί θέλουν τά ἴδια ἀκριβῶς πράγματα. Εἶναι καί αὐτό ἄλλωστε ἕνα ἰδίωμα διά τοῦ ὁποίου κατ᾽ ἄνθρωπον προσεγγίζεται ἐντελῶς ἁμυδρᾶ ἡ ὄντως ἀκατάληπτη μονοθεΐα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῆς τρισηλίου μιᾶς Θεότητος.
Ὁ Θεός εἶναι ἕνας, ἀλλά δέν εἶναι μόνος. Ὁ ἕνας Θεός εἶναι τρία Πρόσωπα. Ἐνῷ, ἐπί παραδείγματι, ἄν πάρωμε τρεῖς ἀνθρώπους, ἀκόμη καί ἄν εἶναι κατά τό δυνατόν ἴδιοι σέ ὅλα - πρᾶγμα ἀδύνατον βέβαια -, ἀνά πᾶσα ὥρα καί στιγμή θά σκέφτωνται καί θά θέλουν διαφορετικά πράγματα ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον. Δηλαδή εἰς τούς τρεῖς αὐτούς ἀνθρώπους δέν εἶναι ποτέ δυνατόν νά ὑπάρξη ταυτόχρονα κοινή βούλησις καί κοινή ἀνθρωπίνη ἐνέργεια.
Ὁ καθορισμός ὅμως τῶν σχέσεων τῶν τριῶν Προσώπων καί τοῦ τρόπου ὑπάρξεώς Των, ἔγινε ἀπό τούς Καππαδόκες μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν Μέγα Βασίλειο, τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης.
Αὐτοί, γιά πρώτη φορά, ἐταύτισαν τόν ὅρο ''ὑπόστασις'' μέ τόν ὅρο ''πρόσωπο''. Ὕστερα ἀποδέσμευσαν τόν ὅρο ''ὑπόστασις'' ἀπό τό ὅρο ''οὐσία''. Οἱ Καππαδόκες Πατέρες τόν ἀποδέσμευσαν ἅπαξ διά παντός καί εἰσήγαγαν ἐπί πλέον τήν ἔννοια τῆς ''αἰτίας'' στό εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Δηλαδή, εἰς τόν Θεόν δέν προηγεῖται ἡ κοινή οὐσία, ὅπως ἐσφαλμένως νομίζουν οἱ λατινόφρονες, ἀλλά προηγεῖται τό Πρόσωπο τοῦ Πατρός πού κάνει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ νά ὑφίσταται. Ὅπως λέγουν «ἐκ τοῦ ὄντος, ἐκ τοῦ προσώπου δηλαδή, ἡ οὐσία» καί ποτέ «ἐκ τῆς οὐσίας ὁ ὤν.
Τό πρόσωπο εἶναι λοιπόν τό αἴτιο τῆς ὑπάρξεως καί αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει ἐλεύθερα καί ὄχι λόγῳ μιᾶς δεδομένης οὐσίας, μιᾶς δεδομένης ἀρχικῆς πραγματικότητος.
Ὁ Θεός ὑπάρχει μόνον ἐπειδή τό θέλει ὁ ἴδιος καί ὄχι γιατί ἐπειδή τό ἠθέλησε κάποιος ἄλλος νά ὑπάρχη. Αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά ἰδιώματα τοῦ ἀκτίστου ὄντος. Ἐνῷ ἐμεῖς, πού εἴμαστε κτιστοί, ὑπάρχωμε ὄχι ἐπειδή τό ἠθελήσαμε ἀπό μόνοι μας - ἄλλωστε, πῶς νά τό θελήσωμε ἀφοῦ κἄν δέν ὑπήρχαμε -, ἀλλά ὑπάρχομε ἐπειδή τό ἠθέλησε ὁ Θεός.
Ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι πρωταρχική ὀντολογική ἔννοια καί δέν πρόκειται γιά κάτι πού προσθέτομε στό εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει καί προσθέτομε στήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ τήν Ἁγία Τριάδα. Αὐτό εἶναι βλάσφημο καί αἱρετικό, εἶναι λάθος. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἄν βγῆ ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός δέν ὑπάρχει. Δηλαδή, δέν ὑπάρχει ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ κάπου ἕτοιμη, ἤ σχεδόν ἕτοιμη, ἤ κάποια μορφή θεότητος, κάποια μορφή ''θεϊκῆς στόφας'' ἀκατέργαστης, κατεργασμένης, κλπ. - συγγνώμη γιά τίς ἐκφράσεις - καί μετά ἔρχεται ἡ Τριάς καί γίνεται ὁ τελικός γνωστός Θεός, ἔστω κι ὅλα αὐτά ἀχρόνως. Αὐτό εἶναι ἐσφαλμένο.
Τό λάθος τῶν Δυτικῶν εἶναι ὅτι ἀναζητοῦν ἀνθρωπομορφικό μοντέλλο σέ ἕναν ἄνθρωπο γιά τόν Θεό. Ἐνῷ οἱ Καππαδόκες χρειάζονται τρεῖς ἀνθρώπους. Στούς Δυτικούς, ὁ ἕνας Θεός εἶναι ἡ μία οὐσία. Ἔτσι ξεκινοῦν. Ἡ ἀπρόσωπη οὐσία. Δηλαδή, γι᾽ αὐτούς ὁ Πατήρ, τό πρῶτο Πρόσωπο, εἶναι δευτερογενής ἔννοια ἐν σχέσει μέ τόν Θεό, μέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ εἶναι τό πρῶτο μεγάλο καθοριστικό λάθος τους. Πρῶτα ὁμιλοῦν περί ἑνός Θεοῦ ὡς οὐσία καί μετά περί Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι, ἐκτός τῶν ἄλλων, χάνεται ἡ ἔννοια τῆς αἰτιότητος καί ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας εἰς τήν Ἁγία Τριάδα.
Ἐπίσης, οἱ Καππαδόκες Πατέρες ἔκαναν πρῶτοι διάκρισι μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἄλλο ἡ ἀμέθεκτος καί ἀκοινώνητος οὐσία τοῦ Θεοῦ, καί ἄλλο ἡ ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὅ,τι ξεκινάει ἀπό τόν Θεό καί ''φθάνει'' εἰς τά κτίσματα καί τά διέπει.
Ἡ ἑνότης τοῦ Θεοῦ περιποιεῖ δύο κατηγορίες λοιπόν. Τήν οὐσία, πού εἶναι παντελῶς ἀκοινώνητη, ἀπρόσιτος καί ἀμέθεκτος, καί στούς ἀγγέλους, καί στούς ἀνθρώπους, καί τήν ἄκτιστο θεία ἐνέργεια.
Ἡ οὐσία εἶναι μία εἰς τόν Τριαδικό Θεό καί εἶναι κοινή εἰς τίς τρεῖς Ὑποστάσεις, εἰς τά τρία δηλαδή Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἰς τό κάθε Πρόσωπο ὑπάρχει ὅλη ἡ θεία οὐσία, ἡ κοινή θεία οὐσία, ἤ, ὅπως λέγωμε διαφορετικά, ὑπάρχει ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεότητος.
Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κοινές καί στά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί συνιστοῦν τίς παντοειδεῖς σχέσεις τοῦ Θεοῦ μέ τήν κτίσι. Ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία Χάρις, στήν ὁποία μετέχουν οἱ ἄξιοι, κλπ., ὅλα αὐτά εἶναι ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σχολιάζοντας τούς Πατέρες, λέγει τά ἑξῆς:
Κατά τόν Μέγαν Βασίλειον τά ποιήματα εἶναι μέν ἐνδεικτικά τῆς δυνάμεως καί τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὄχι καί τῆς οὐσίας Του. «Ἡμεῖς, ἔγραφε εἰς τόν Ἀμφιλόχιον Ἰκονίου, ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν, τῇ δέ οὐσίᾳ Αὐτοῦ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα· αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι Αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία Αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος». Καί «αἱ μέν ἐνέργειαι Αὐτοῦ ποικίλαι, ἡ δέ οὐσία Αὐτοῦ ἁπλῆ». Διά τόν ἄνθρωπον ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατανόητος καί ἄρρητος· γνωστή εἶναι μόνον εἰς τόν Μονογενῆ καί εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα. Κατά τόν ἅγιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον, «ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ''τά ἅγια τῶν ἁγίων'', ἅ καί τοῖς Σεραφείμ συγκαλύπτεται καί δοξάζεται τρισίν ἁγιασμοῖς, εἰς μίαν συνιοῦσι κυριότητα καί θεότητα».
Πάντως ὅμως εἶναι εἰς τόν κτιστόν νοῦν δυνατόν νά σκιαγραφήσῃ ποιάν τινα ἁμυδράν εἰκόνα τῆς ἀληθείας, πού ἐμπερικλείεται εἰς τό ἀπέραντον πέλαγος τῆς θείας οὐσίας, ὄχι ὅμως ἐκ τοῦ τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά ««ἐκ τῶν περί Αὐτῶν». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέγει: «Ἡ θεία φύσις παντελῶς ἐστιν ἀκατάληπτος καί ἀσύγκριτος, διά δέ μόνων τῶν ἐνεργειῶν Αὐτῆς γινώσκεται», ὅλα δέ, ὅσα λέγομεν περί τοῦ Θεοῦ, δέν δείχνουν τήν θείαν φύσιν, ἀλλά «τά περί Αὐτήν», τάς ἐνεργείας Της. Ἡ θεία φύσις εἶναι ἀκατάληπτος, ἀνώνυμος, ἄρρητος. Τά πολυάριθμα σχετικά ὀνόματα πού ἀποδίδονται εἰς τόν Θεόν ὁμιλοῦν ὄχι διά τήν φύσιν ἤ οὐσίαν Του, ἀλλά διά τάς θείας ἰδιότητάς Του. Ὅμως αἱ θεῖαι ἰδιότητες...... εἶναι δυνάμεις καί ἐνέργειαι πραγματικαί, οὐσιώδεις, ζωοποιοί· ἀποκαλύψεις τῆς θείας ζωῆς· πραγματικαί εἰκόνες τῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ πρός τήν κτίσιν, πού συνδέονται ἄμεσα μέ τήν εἰκόνα τῆς κτίσεως ἐν τῇ αἰωνίᾳ γνώσει καί περί αὐτῆς βουλῇ τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δέ εἶναι «τό γνωστόν τοῦ Θεοῦ».
Δέν ὑπάρχει διαίρεσις ἤ χωρισμός τοῦ Θεοῦ εἰς οὐσίαν καί ἐνεργείας. Ἡ διαφορά ἔγκειται κυρίως εἰς τό ὅτι ἡ μέν οὐσία εἶναι ἐντελῶς ἀκοινοποίητος (ἀμέθεκτος) καί ἀπρόσιτος εἰς τά κτίσματα, ἐνῷ διά τῆς μεθέξεως ἔρχονται εἰς πραγματικήν καί τελείαν κοινωνίαν καί ἕνωσιν μέ τόν Θεόν καί λαμβάνουν τήν θέωσιν, πού εἶναι «φυσική καί ἀχώριστος ἐνέργεια καί δύναμις τοῦ Θεοῦ», δηλαδή ἡ κοινή καί θεία δύναμις καί ἐνέργεια τοῦ Τρισυποστάτου Θεοῦ». Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ προέρχεται, ''προΐησι'', ἀπό τήν οὐσία Του, ἀλλά καί «προϊοῦσα'' δέν χωρίζεται ἀπό αὐτήν. Ὅπως ἀναφέρεται εἰς τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχομεν «.... ἕνωσιν θείας οὐσίας καί ἐνεργείας ἀσύγχυτον.... καί διαφοράν ἀδιάστατον...».
Ὁ Θεός εἶναι πολυώνυμος, διότι εἰς τήν πραγματικότητα εἶναι ἀνώνυμος. Καί εἶναι ἀνώνυμος, διότι τό ὄνομα ὁρίζει, ἐνῷ ὁ Θεός δέν ὁρίζεται.
Τήν διάκρισι ἐντός τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ ἡ ὕπαρξις τῶν τριαδικῶν Ὑποστάσεων - Προσώπων. Ἑκάστη Ὑπόστασις ἔχει τά αὐστηρῶς προσωπικά Της ἰδιώματα - χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα εἶναι ἀκοινώνητα μεταξύ των καί διακρίνουν, ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως, τόν Πατέρα, τόν Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἄν καί εἶναι σέ γένος οὐδέτερο εἰς τά Ἑλληνικά, ὅμως εἶναι πρόσωπον. Εἶναι τό τρίτο Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Τά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ὁμόδοξα, ἔχουν τήν ἴδια δόξα, ὁμόθρονα, τήν ἴδια τιμή καί ἀξία, καί εἶναι συναΐδια, δηλαδή δέν ἔχει, τό καθένα ἀπό αὐτά, οὔτε χρονική ἀρχή, οὔτε χρονικό τέλος. Εἶναι ἐκτός χρόνου. Ἄλλωστε, καί τά τρία ἐδημιούργησαν τόν χωροχρόνο. Γιά κανένα ἀπό τά τρία Πρόσωπα δέν ἰσχύει ἡ φρᾶσις «ἦν ποτέ ὅτε οὐκ ἦν». Εἶναι ἄκτιστα, δηλαδή ἀδημιούργητα, σύνθρονα, εἶναι καί συμπλαστουργά, ἔχουν δηλαδή συμμετάσχει στήν Δημιουργία τῆς κτίσεως.
Ἡ μονοθεΐα εἰς τήν Ἁγία Τριάδα ἐξασφαλίζεται ἀπό τήν μοναρχία τοῦ Πατρός. Δηλαδή, αἰτία ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ - τοῦ δευτέρου Προσώπου - καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος - τοῦ τρίτου Προσώπου - εἶναι μόνον ὁ Θεός Πατήρ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος ἀναίτιος, δέν ἔχει δηλαδή αἰτία ὑπάρξεως.
Κατά τήν τριαδολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, ἡ ὑπόστασις τοῦ Πατρός καί ὄχι ἡ φύσις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἡ ἀρχή καί ἡ αἰτία τῶν δύο ἄλλων ὑποστάσεων, δηλαδή τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης «τό αἴτιον εἶναι τό ἀκοινώνητον ὑποστατικόν ἰδίωμα τοῦ Πατρός», διά τοῦτο ἡ ἔννοια τῆς αἰτίας δέν εἶναι δυνατόν νά ἐφαρμοσθῆ καί εἰς τόν Υἱόν. Ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «πάντα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ τοῦ Υἱοῦ ἐστί πλήν τῆς αἰτίας». Διά τοῦτο ὁ Πατήρ εἶναι τό μοναδικόν αἴτιον τῆς ὑποστατικῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῆς καθ᾽ ὕπαρξιν ἐκπορεύσεως Αὐτοῦ.
Ὅλα τά ἰδιώματα-χαρακτηριστικά τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι κοινά, ἐκτός ἀπό τά λεγόμενα ''ὑποστατικά'' - προσωπικά, πού εἶναι ἄκρως ἀκοινώνητα. Αὐτά τά ἄκρως προσωπικά ἰδιώματα κάνουν νά διαφέρουν μεταξύ των τά τρία Πρόσωπα. Αὐτά τά ''ὑποστατικά'' ἰδιώματα εἶναι ἡ ''ἀγεννησία'' γιά τόν Πατέρα, ἡ ''γέννησις'' γιά τόν Υἱό καί ἡ ''ἐκπόρευσις'' γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτά τά ὑποστατικά ἰδιώματα ἔχουν σχέσι τώρα μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὑπάρχουν, ἐννοεῖται ἀχρόνως, τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι διάφορος τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ.
Κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ἡ ἑνότης τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία δηλοῖ τήν ὁμοουσιότητα καί τήν ἰσότητα Πατρός, Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος, μαρτυρεῖται πολλαχοῦ τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Ματθ. ΚΗ´, 19) (Ἰωάν. ΙΔ´, 2) (Α´ Κορ. ΙΒ´, 4-6) (Β´ Κορ. ΙΓ´, 13) (Α´ Ἰωάν. Α´, 5) (Ἑβρ. Α´, 3).
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος εἰς τήν ἐπιστολήν του πρός Σεραπίωνα σημειώνει, ὅτι ὁλόκληρος ἡ Τριάς εἶναι Θεός καί ὄχι ὡρισμένα Πρόσωπα Αὐτῆς. Αὕτη εἶναι ἀδιαίρετος καί ἡνωμένη. Λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὅτι ὁ Υἱός ὑπάρχει ἐκ τοῦ Πατρός γεννητῶς, τό Πνεῦμα ἐκπορευτῶς, «αὐθυποστάτως μέν ἀμφότερα - ἔχουν ἰδίαν ὑπόστασιν - τά δέ ἄλλα πάντα ὡς κτίσματα ἐκ τοῦ Δημιουργοῦ».
Ὁ Πατήρ ὑπάρχει ἀϊδίως, ἐκτός χρόνου δηλαδή, ''πρό τῶν αἰώνων'', καί ἐλευθέρως, ὄχι δηλαδή κατ᾽ ἀνάγκην, ἀλλ᾽ ὑπάρχει ἐπειδή τό θέλει ἀπό μόνος Του. Γεννᾶ ἀχρόνως, ἀϊδίως τόν Υἱό, τόν μονογενῆ καί ἐκπορεύει, πάλι ἀχρόνως, μόνον τό τρίτο ξεχωριστό καί αὐτοτελές Πρόσωπο, τό ὁμόδοξον μέ τά ἄλλα δύο, πού εἶναι τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής σημειώνει ὅτι ἡ αἰτία τῆς ἑνώσεως καί τῆς διακρίσεως τῶν θείων Προσώπων εἶναι ἡ ὑπόστασις τοῦ Πατρός. Ὁ Πατήρ, ὡς ὑπόστασις, μεταδίδει τήν κοινήν θείαν οὐσίαν εἰς τόν Υἱόν διά τῆς γεννήσεως καί εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα διά τῆς ἐκπορεύσεως, ''ἀχρόνως'' καί ''ἀγαπητικῶς''. Διά τοῦτο ἡ πρός τόν κόσμον κοινή ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος δηλώνεται κάποιες φορές, ἀπό τόν ἅγιο Μάξιμο, μέ τόν ὅρο ''ἔρως''.
Τώρα, εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἀναφέρωμε ὅτι οἱ Καππαδόκες Πατέρες κατηγορηματικώτατα ἀποφεύγουν νά δώσουν θετικό περιεχόμενο στίς ὑποστατικές ἰδιότητες τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Π.χ. ἀποφεύγουν νά προσδιορίσουν τήν διαφορά μεταξύ γεννήσεως καί ἐκπορεύσεως. Γιατί οὐσιαστικά, τί σημαίνει ''γέννησις'' καί τί σημαίνει ''ἐκπόρευσις'' κανείς ἄνθρωπος ποτέ, κανείς ἄγγελος, κανέν κτῖσμα δέν ἠμπορεῖ νά τό συλλάβη, νά τό ἐννοήση καί νά τό καταλάβη, οὔτε κἄν φυσικά νά τό πλησιάση.
Ἔτσι, οἱ Καππαδόκες Πατέρες ἀρκοῦνται μόνον εἰς τό νά λέγουν ὅτι ὁ Υἱός διαφέρει ἀπό τόν Πατέρα, διότι δέν εἶναι Πατήρ. Καί τό Πνεῦμα δέν εἶναι Υἱός, κ.ο.κ. Καί αὐτό τό κάνουν διά νά μήν ὑπάρξη κίνδυνος ἀνθρωπομορφισμοῦ εἰς τόν ὁποῖο μοιραῖα πέφτουν ὅλοι οἱ Δυτικοί, καί ἀφ᾽ ἑτέρου γιά νά μή κινηθοῦμε ὑποχρεωτικά σέ λογική ἀνάγκη ὡς πρός τήν Οἰκονομία.
Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ὑπάρχει μόνον διά τῆς ἐκπορεύσεως μόνον ἐκ τοῦ Πατρός, ἄνευ δηλαδή συμμετοχῆς τοῦ Υἱοῦ.
Ὡρισμένα δέ χωρία τῶν Καππαδοκῶν, ὡς καί πολλῶν μεταγενεστέρων Πατέρων, ὅπως τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, κλπ., εἰς τά ὁποῖα φέρεται ὁ Υἱός ὡς αἴτιον τοῦ Πνεύματος, ὅλοι αὐτοί ἀναφέρονται εἰς τήν ἀποστολήν καί φανέρωσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι εἰς τήν αἰτιατήν ὕπαρξίν Του.
Τά χωρία αὐτά, δυστυχῶς, ἐχρησιμοποίησαν οἱ λατινόφρονες, κυρίως τοῦ 13ου αἰῶνος, προκειμένου νά θεμελιώσουν τήν αἱρετική τους θέσι πού εἶναι ἡ ''καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ'' ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (τό filioque, στά Λατινικά).
Ἐάν ὁ ἕνας Θεός εἶναι ὁ Πατήρ, τότε μέ τό νά κάνωμε καί τόν Υἱό πηγή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι σάν νά εἰσάγωμε δύο θεούς, δύο ὀντολογικές ἀρχές εἰς τήν Ἁγία Τριάδα. Κινδυνεύει ὁ μονοθεϊσμός.
Στήν Δύσι ὅμως, δέν ὑπῆρχε αὐτό τό πρόβλημα, διότι γι᾽ αὐτούς ὁ μονοθεϊσμός διησφαλίζετο μέ τήν μία κοινή οὐσία. Ἡ μία κοινή οὐσία ἐξέφραζε τόν ἕνα Θεό. Ἔτσι ἐδῶ ὑπῆρχε οὐσιαστικά μία διακοπή ἐπικοινωνίας. Διότι τό ἐπιχείρημα πού προέβαλε ἡ μία πλευρά δέν ἴσχυε γιά τήν ἄλλη. Καί δέν ἴσχυε γιά τήν ἄλλη, διότι ἔκαναν τό πρῶτο μεγάλο ὀλίσθημα οἱ Δυτικοί, πού ἐξασφάλιζαν τήν μονοθεΐα μέ τήν κοινή οὐσία, καθ᾽ ὅ,τι γι᾽ αὐτούς προϋπάρχει δῆθεν ἡ οὐσία καί μετά ἡ Ἁγία Τριάς, ἐνῷ γιά ἐμᾶς εἴπαμε τί ἰσχύει, ὅτι ἄν βγῆ ἡ Τριάς, ὁ Θεός δέν ὑπάρχει.
Μέ τό filioque, στήν Ἀνατολή, αὐτόματα εἰσάγονται δύο ὀντολογικές ἀρχές εἰς τήν Ἁγία Τριάδα, ἐφ᾽ ὅσον τό Ἅγιον Πνεῦμα θά ὤφειλε τήν ὕπαρξί Του καί εἰς τόν Πατέρα, καί εἰς τόν Υἱόν, δηλαδή ἔχομε αὐτόματη εἰσαγωγή διθεΐας καί σπάει ἡ Ἁγία Τριάδα. Ἐπί πλέον τό Ἅγιον Πνεῦμα ὑποβιβάζεται.
Τελικά ὅμως τό filioque εἶναι ἡ παρονυχίς τῆς ὑποθέσεως καί ὄχι ἡ οὐσία. Εἶναι τό αἰτιατόν καί ὄχι τό αἴτιον. Εἶναι τό ἀποτέλεσμα. Παρά ταῦτα, εἶναι τελικά, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἀρχικοῦ αἰτίου πού προαναφέραμε, μία δογματική παρέκκλισις ἱκανή καί ἀπό μόνη της ὥστε νά ἐκπέσουν οἱ Δυτικοί τῆς ἅπαξ παραδοθείσης ἀποκεκαλυμμένης θεϊκῆς καί ἐν προκειμένῳ τριαδολογικῆς παναληθείας.
Κατά τήν Δυτικήν ''ἐκκλησίαν'', ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός εἶναι μία ἀρχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι δύο ἀρχές. Διότι, λέγουν, ὅπως ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός εἶναι ἕνας Θεός καί ἕνας Ποιητής σέ σχέσι μέ τά κτίσματα, ἔτσι ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός εἶναι μία ἀρχή, ἐν σχέσει μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Ἡ Δυτική ''ἐκκλησία'' ταυτίζει οὐσίαν καί ἐνεργείας, ἀποδέχεται κτιστή Χάρι, κλπ. Μέγα τό ὀλίσθημα. Διά τῆς ταυτίσεως ὅμως ταύτης ἡ ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνδέεται ἀφ᾽ ἑνός μέν, μετά τοῦ τρόπου τῆς καθ᾽ ὕπαρξιν προελεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός ὡς αἰτίας, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ, μετά τῆς κοινῆς ἐνεργείας τῆς θεότητος. Τοιουτοτρόπως, τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἕνεκα τῆς μή διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργειῶν, ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ.
Γενικώτερα, τό ὅτι εἰς τόν Θεόν δέν προηγεῖται ἡ κοινή οὐσία, ὅπως ἐσφαλμένως νομίζουν οἱ λατινόφρονες, ἀλλά προηγεῖται τό Πρόσωπο τοῦ Πατρός πού κάνει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ νά ὑφίσταται, ἡ μή διάκρισις μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργειῶν, ὅπως ὑποστάσεως καί ἐνεργειῶν, εἰς τήν ''Σχολαστική'', ὅπως λέγεται, Θεολογία τῆς Δύσεως, ἀποτελοῦν τήν βασική αἰτία τοῦ filioque καί πολλῶν ἄλλων βέβαια πλανῶν, καί σέ δογματικό ἐπίπεδο, ἀλλά καί σέ σωτηριολογικό ἐπίπεδο.
Τί νά πρωτοαναφέρωμε; ''Φθάνομε, λέγουν, εἰς τόν Θεό μέ τήν διαλεκτική, μέ τήν ὀρθή σκέψι, μέ τούς συλλογισμούς, μέ τόν στοχασμό''. Οἱ σκέψεις, αὐτές καθ᾽ ἑαυτές, ὅταν αὐτονομοῦνται, εἶναι ἕνας ἐγκεφαλικός λαβύρινθος χωρίς ἀρχή καί χωρίς τέλος.
Εἰς τόν Θεόν ''φθάνομε'', πλησιάζομε, γνωρίζομε, μέ τήν ἐν Θεῷ σύγκρασι, μέ τό νά μετέχη δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἐμπειρικά μέ ὅλο του τό εἶναι εἰς τίς θεῖες ἐνέργειες, εἰς τήν θεία δόξα, εἰς τό Θαβώρειον ἄκτιστο Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως. Αὐτό εἶναι Ὀρθοδοξία, αὐτό ὄντως εἶναι θεοκοινωνία, γι᾽ αὐτό ἦλθε ὁ Χριστός εἰς τήν γῆ, αὐτήν τήν ἀλήθεια καί τήν πραγματικότητα μᾶς ἐφανέρωσε. Οἱ ἄξιοι ἠμποροῦν, θείᾳ Χάριτι πάντα, νά μετέχουν καί ἀπό αὐτήν τήν ζωή, εἰς τό μέτρον τοῦ δυνατοῦ, εἰς τήν ἀτέρμονη δόξα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι μία κατάστασις, μία θεογνωσία, μία ἐμπειρία, προοίμιο τῆς μελλοντικῆς ἐσχατολογικῆς δόξης πού θά ἔχουν ὄχι μόνον οἱ Ἅγιοι, ἀλλά γενικῶς ὅλοι οἱ σεσωσμένοι. Μία δόξα, ἡ ὁποία θά εἶναι ὄχι στατική, ἀλλά δυναμική, συνεχῶς αὐξάνουσα ἀκόπως ''σύν τῷ χρόνῳ'', ἄν καί δέν θά ὑπάρχη τότε ἐκεῖ ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου.
Ἐπίσης νά ἀναφέρωμε ὅτι ὅλα αὐτά τά προβλήματα κατ᾽ ἀρχάς ἐνεφανίσθησαν εἰς τήν Ἰσπανία τόν 6ο αἰῶνα, μετά εἰσήχθησαν τόν 8ο αἰῶνα εἰς τό φραγκικό κράτος ἀπό τόν Κάρολο τόν Μέγα καί μετά εἰσήχθησαν εἰς τήν Γερμανία καί τήν Ἰταλία, παρά τήν ἀντίδρασι τοῦ Πάπα Λέοντος τοῦ Γ´. Ὁ πάπας Νικόλαος ὁ Α´, ἐκτός ἀπό τίς δογματικές, εἶχε καί κάποιες ἄλλες διοικητικές ἀξιώσεις, πού ἀπεκρούσθησαν ἀπό τόν Μέγα Φώτιο.
Ὁ τελευταῖος, ὑπομνημάτισε πλήρως τούς Καππαδόκες Πατέρες. Εἶπε μεταξύ τῶν ἄλλων ὅτι, ἐάν τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ὁ Υἱός τότε καθίσταται αἴτιον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί αἰτιατόν, ἐννοεῖται τοῦ Πατρός, τοῦ πρώτου Προσώπου, πού οὕτως ἤ ἄλλως ὄντως εἶναι, καί ἔτσι τό ἴδιον Πρόσωπον, ὁ Υἱός, καθίσταται καί αἴτιον καί αἰτιατόν, πρᾶγμα ἄτοπον, καί προσβάλλεται ἐπί πλέον ἡ ἰσοτιμία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπίσης, ἡ ὑποτιθέμενη καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθιστᾶ τόν Πατέρα ἀτελές αἴτιον, πρᾶγμα πού ἀντιβαίνει εἰς τήν τελειότητα τοῦ Πατρός. Ὅμως, ὅπως τονίζει ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Πατήρ, ὡς τέλειος Θεός, τελείαν τήν ἐκπόρευσιν ποιεῖται τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μηδενός προσδεόμενος τοῦ Υἱοῦ. Ἡ ἐξάρτησις ἄλλωστε τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ διπλοῦ αἰτίου, ὅπως προενεφέρθη, ὑποβιβάζει Αὐτό ἔναντι τῶν ἄλλων θείων Προσώπων καί ὡς ἐκ τούτου προσβάλλει τήν ἰσοτιμίαν τοῦ Πνεύματος πρός τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν. Περιττόν νά εἴπωμε ὅτι ἔτσι θά ἔπιπτε εἰς τό κενόν τό ὅτι ἡ μονοθεΐα εἰς τήν Ἁγία Τριάδα ''ἐξασφαλίζεται'' ἀπό τήν μοναρχία τοῦ μόνου ἀναιτίου Πατρός.
Διέκρινε ἐπίσης μεταξύ ὑπάρξεως τῶν θείων Προσώπων καί ἀποστολῆς Αὐτῶν, καθώς καί μεταξύ ὑποστάσεως καί κοινῆς ἐνεργείας. Ὑπεγράμμισε ὅτι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, κατά τήν ἐνέργεια, εἶναι μία ἀρχή ποιητική καί συντηρητική τῆς κτιστῆς Δημιουργίας. Καί τά τρία Πρόσωπα, πιό ἁπλᾶ, συντηροῦν τήν Δημιουργία, τήν ὁποίαν ἐκ τοῦ μή ὄντος, ἐκ τοῦ μηδενός, ἔφεραν εἰς τήν ὕπαρξιν. Ἀντιθέτως, λέγει ὁ Μέγας Φώτιος: Ὅ,τι δέν εἶναι κοινό εἰς τήν Ἁγία Τριάδα «ἑνός ἐστί μόνον τῶν τριῶν». Δηλαδή, ὅ,τι δέν εἶναι κοινό εἰς τήν Ἁγία Τριάδα ἀνήκει μόνον σέ ἕνα ἀπό τά τρία Πρόσωπα.
Ἡ ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν εἶναι κοινόν, ἀλλά εἶναι ὑποστατική - αὐστηρῶς προσωπική - ἰδιότης. Ἀνήκει ἀποκλειστικά εἰς ἕνα Πρόσωπον, πού εἶναι ὁ Πατήρ. Ἡ ἀποστολή ὅμως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (τῆς ἐνεργείας Του) εἰς τόν κόσμον εἶναι κοινή ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος καί πραγματοποιεῖται ὑπό τῶν τριῶν Προσώπων, ἄρα καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ.
Τελικά, τό ἐπί Μεγάλου Φωτίου ἀρξάμενο Σχίσμα κατέστη ὁριστικό τό 1054 ἐπί τοῦ Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου. Μετά τό Σχίσμα ἔγιναν κατά καιρούς ἑνωτικές προσπάθειες. Αὐτό φυσικά πού ἔχει σημασία εἶναι ὅτι ὁ Θεός στήν κάθε ἐποχή εἶχε τούς ἰδικούς Του ἀνθρώπους γιά νά περισώζουν, θείᾳ Χάριτι, τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτήν μόνον ἀπεκάλυψε καί παρέδωσε ὁ σεσαρκωμένος Λόγος τοῦ Πατρός ὁ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ καταβάς, ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἄλλωστε, τότε δέν ὑπῆρχε παρά μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς Ἀρχαία Ἐκκλησία. Καί αὐτήν τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας θά ἀπαιτήση ὅταν θά ξαναέλθη ὡς ἄνθρωπος μετά δόξης ἀφάτου γιά νά κρίνη τά σύμπαντα.
Ἔτσι, συμπερασματικά, ὁ Υἱός συμμετέχει μόνον εἰς τήν ἐν χρόνῳ Ἀποστολήν τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄλλο ''πέμψις'' - ἀποστολή -, καί ἄλλο ''ἐκπόρευσις''. Ὅπως λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες ''οὐ ταὐτόν'', δέν εἶναι δηλαδή τό ἴδιον πρᾶγμα. Καί τοῦτο, ἐφ᾽ ὅσον ἡ ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχη σχέσιν μέ τόν τρόπον ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἔχει ὡς μοναδική αἰτία τό πρῶτο Πρόσωπον, τόν Θεόν Πατέρα.
Εὔχομαι, τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἡ ἐνέργειά Του δηλαδή, νά μᾶς διέπη ἐξ ὁλοκλήρου καί νά μᾶς καθοδηγῆ ὅλους μας σέ ἀληθῆ ἐμπειρική Ὀρθόδοξη θεογνωσία. Ἀμήν.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ἑσπερινή ὁμιλία εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος - 16/6/2003)