Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης
ἐγεννήθηκε στήν Ἀθήνα περί τά τέλη τῆς πρώτης δεκαετίας τοῦ Α΄ αἰῶνος
μ.Χ., ἀπό γονεῖς εἰδωλολάτρες μέ εὐγενική καταγωγή. Ἡ παιδεία του πρέπει
νά ὑπῆρξε ὄντως ἐξαιρετική. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἀπό τούς ἐννέα ἄρχοντες
τῶν Ἀθηνῶν, διάλεγαν τούς ἐννέα σοφούς καί ἀδέκαστους Ἀρεοπαγίτες, πού
πρῶτα ἦσαν ἐννέα καί ἀργότερα ἔφθασαν τούς πενῆντα ἕνα. Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου
ἔλεγε πώς ἦταν «ὁ δίκης ἀρρεπεστάτῃ τρυτάνῃ κεχρημένος, καί τῶν ἐν
Ἀθήναις θεμιστευόντων εὐθύτατος» 11. Καί ἔχει μεγάλη σημασία, πού ποτέ δέν εὑρέθηκε κανένας νά πεῖ ὅτι «ἐν αὐτῷ ἀδίκως ἐδικάσθησαν τά κριθέντα» 12. Ἡ ἀρχαία παράδοση θέλει τόν Ἅγιο ὡς κορυφαῖο δικαστή καί πρόεδρο τοῦ Ἀρείου Πάγου.
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὑπῆρξε τό πρῶτο
πνευματικό θήραμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅταν αὐτός ἦλθε στήν Ἀθήνα. Ὅπως
ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς ἀφηγεῖται, στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων , ὅταν
οἱ Ἀθηναῖοι ἄκουσαν τόν Ἀπόστολο Παῦλο νά ὁμιλεῖ γιά ἀνάσταση νεκρῶν,
ἄλλοι τόν ἐχλεύαζαν καί ἄλλοι τοῦ ἔλεγαν «ἀκουσόμεθά σου περί τούτου καί
πάλιν. Οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν. Τινές δέ ἄνδρες
κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν καί Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, καί γυνή
τις ὀνόματι Δάμαρις, καί ἕτεροι σύν αὐτοῖς»13 . Καί «τότε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀφοῦ ἀναγέννησε τόν ἅγιο αὐτό ἄνδρα μέ τό ἱερό βάπτισμα, τόν ἐστερέωσε στή θεία ἁγιωσύνη» 14.
Καί ἐπειδή ὁ Διονύσιος ἦταν πολιτικός καί θρησκευτικός ἄρχοντας τῆς
πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, γίνεται ὁ πρῶτος ὁδηγός, ἐπίσημα, τοῦ Ἑλληνισμοῦ πρός
τόν Χριστιανισμό. Ἄν οἱ καιροί ἐκεῖνοι ἔδειχναν πώς ἔρχονταν μεγάλες
ταραχές καί κατακλυσμός, ὁ Διονύσιος γίνεται ὁ δεύτερος Νῶε, πού θά
δώσει πρώτος τό σύνθημα στούς Ἕλληνες νά εἰσέλθουν στήν κιβωτό τοῦ
Χριστιανισμοῦ καί νά σωθοῦν.
Ἡ πατερική παράδοση, μέ τό στόμα τοῦ
Διονυσίου, Ἐπισκόπου Κορίνθου, μᾶς βεβαιώνει πώς ὑπῆρξε ὁ πρῶτος
Χριστιανός Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, κατά τή μαρτυρία πού
διασώζει ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος 15, ἐνῶ ἄλλοι νεώτεροι δέχονται πώς ἐκεῖ, στήν πόλη τῶν Ἀθηνῶν, ἐγνώρισε τόν διά πυρᾶς θάνατο 16 .
Ἄλλοι ἀναφέρονται ἀορίστως σέ μαρτυρικό θάνατο, χωρίς ν' ἀναφέρουν
εἶδος θανάτου-μαρτυρίου ἤ τό χρόνο. Τό πιθανώτερο εἶναι, ὅτι ὁ Ἅγιος
Διονύσιος ἐμαρτύρησε στήν Ἀθήνα, κατά τό ἔτος 95 μ.Χ., κατά τόν ἐπί
Δομετιανοῦ διωγμό (81-96 μ.Χ.) 17 .
Ἡ ταύτιση τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ
Ἀρεοπαγίτου μέ τόν Ἅγιο Διονύσιο, Ἐπίσκοπο Παρισίων, εἶναι ἐσφαλμένη καί
ὀφείλεται, κατά κοινή σχεδόν ὁμολογία, στή φιλοδοξία τοῦ ἡγουμένου καί
τῶν μοναχῶν τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τῶν Παρισίων, πού ἤθελαν ὡς
προστάτη τῆς μονῆς τους καί τῆς Ἐκκλησίας τους, ὄχι τόν Μάρτυρα
Διονύσιο, ἱδρυτή τῆς μονῆς καί τῆς Ἐκκλησίας τους, ἀλλά τόν πολύ
ἀρχαιότερο Διονύσιο τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων, μαθητή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου
καί συγγραφέα τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων. Ἔτσι θά ἐμεγάλωνε ἡ φήμη, ἡ
δόξα καί ἡ ἱστορία τῆς μονῆς. Τό ἔργο αὐτό, λοιπόν, ἀνέλαβε ὁ
μεγαλοφάνταστος ἡγούμενος Χιλδουῖνος, ὁ ὁποῖος ἐθεώρησε ὑποχρέωσή του νά
τιμήσει τόν καί προστάτη του πλέκοντας τό ἐγκώμιό του καί μεταφράζοντας
τά ὑποτιθέμενα Ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα. Ἔτσι ταυτίζει τόν Ἅγιο
Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη τοῦ Α΄ αἰῶνος μ.Χ. μέ τόν Μάρτυρα Διονύσιο τοῦ
Γ΄ αἰῶνος μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος ὑπῆρξε κατά παράδοσιν
Ἐπίκσοπος Ἀθηνῶν. Λέγεται ὅτι ἦταν Ἀρεοπαγίτης καί μαθητής τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου. Ἔζησε κατά τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους, γεννηθείς
μάλιστα κατά τήν παράδοση λίγα χρόνια πρό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου. Σέ
τελευταία ἀνάλυση τά τοῦ βίου, τῆς δράσεως, τῶν συγγραμάτων καί τῆς
ἁγιοποιήσεως τοῦ Ἱεροθέου καλύπτει βαθύ σκοτάδι. Ἰδιαίτερα γίνεται λόγος
περί ἁγίων λειψάνων τοῦ Ἱεροθέου καί ἀποσπασμάτων ἔργων του, καθώς καί
περί παρουσίας του στήν ἐπιθανάτιο κλίνη τῆς Θεοτόκου. Ἡ ἀπεικόνιση τοῦ
Ἁγίου σέ μνημεῖα τῆς χριστιανικῆς τέχνης καί μάλιστα στήν περίφημη μονή
τοῦ Δαφνίου μαρτυρεῖ τήν σπουδαία ἀπήχηση τήν ὁποία εἶχε ἡ προσωπικότητά
του στούς Ἀθηναίους. Ὁ Ἅγιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ
τή μνήμη του στίς 4 Ὀκτωβρίου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς ᾿Ιγνάτιος (†20
Δεκεμβρίου) ἦταν διάδοχος τῶν Ἀποστόλων καί ἐχρημάτισε δεύτερος
ἐπίσκοπος ᾿Αντιοχείας. ῾Υπῆρξε μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς
Σμύρνης Πολύκαρπο μαθητής τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου.
Ἐμαρτύρησε ἐπί αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ ( 98-117 μ.Χ.) στή Ρώμη
κατασπαραχθείς ἀπό τά θηρία. Μετά τό φρικτό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου, κά ποιοι
Χριστιανοί ἐμάζεψαν ἀπό τόν ἱππόδρομο τά ἐναπομείναντα ἅγια λείψανά του
καί τά μετέφεραν στήν Ἀντιόχεια. Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στή Μεγάλη
Ἐκκλησία. Ὁ Ἀποστολικός αὐτός Πατέρας εἰσήγαγε στήν Ἐκκλησία τήν
ἀντίφωνη ψαλμωδία καί τούς δύο Χορούς. Ἡ ἀγάπη δέ πού αἰσθανόταν γιά τή
μουσική καταδεικνύεται ἀπό τήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή του, διά τῆς
ὁποίας προτρέπει τούς πρεσβυτέρους νά ὑμνοῦν μέ ὁμόνοια καί ἀληθινή
ἀγάπη τόν Ἰησοῦ Χριστό, ψάλλοντες ὁμοθύμως διά μιᾶς φωνῆς, καί ἀπό τήν
πρός Ρωμαίους, στήν ὁποία παραινεῖ τούς πιστούς νά σχηματίσουν μουσικούς
χορούς καί νά ὑμνοῦν μέ εἰρήνη καί ὁμόνοια τόν Θεό.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πολύκαρπος ἴσως νά
ἐγεννήθηκε περί τό 80 μ.Χ. ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς, τόν
Παγκράτιο καί τήν Θεοδώρα, πού εἶχαν ἐγκλεισθεῖ στή φυλακή γιά τήν πίστη
τοῦ Χριστοῦ, καί ἐβαπτίσθηκε Χριστιανός σέ νεαρή ἡλικία. Ὑπῆρξε μαζί μέ
τόν Ἅγιο ᾿Ιγνάτιο τόν Θεοφόρο μαθητής τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου. Λίγο
πρίν ἀναχωρήσει ἀπό τόν πρόσκαιρο αὐτό βίο ὁ Ἅγιος Βουκόλος, Ἐπίσκοπος
Σμύρνης († 6 Φεβρουαρίου), ἐχειροτόνησε μετά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὡς
διάδοχό του, τόν Ἅγιο Πολύκαρπο καί μετά ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος παρακολούθησε μέ ἀγωνία καί
προσευχή τή σύλληψη τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, Ἐπισκόπου
Ἀντιοχείας καί τά μαρτύρια αὐτοῦ. Ἡ ἀγάπη του πρός τόν θεοφόρο Πατέρα
μαρτυρεῖται καί ἀπό τήν Ἐπιστολή τήν ὁποία ἔγραψε πρός τούς
Φιληππησίους. Σέ αὐτή τούς συγχαίρει γιά τή φιλοξενία, τήν ὁποία
παρεῖχαν στόν Ἅγιο Ἰγνάτιο, ὅταν διῆλθε ἀπό τήν πόλη τους. Τό κείμενο
αὐτό τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου διακρίνεται γιά τόν ἀποστολικό, θεολογικό καί
ποιμαντικό χαρακτῆρα του.
Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, διακρινόταν γιά τή
σωφροσύνη, τή θεολογική κατάρτιση, τήν ἀφοσίωση στή διδασκαλία του
Εὐαγγελίου, ἀφοῦ ὁμιλοῦσε πάντα σύμφωνα μέ τίς Γραφές. Ἦταν ὁ
γνησιώτατος ἐκπρόσωπος τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίας
τῆς Ἀσίας. Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος παρέχει τήν πληροφορία, ὅτι ὁ Ἅγιος
Πολύκαρπος ἐπέστρεψε πολλούς ἀπό τίς αἱρέσεις τοῦ Βαλεντίνου καί τοῦ
Μαρκίωνος στήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, διηγεῖται μάλιστα καί ἕνα ἐπεισόδιο
ἀναφερόμενο στή στάση αὐτοῦ ἔναντι τοῦ Μαρκίωνος. Ὅταν ὁ αἱρεσιάρχης
αὐτός τόν ἐπλησίασε κάποτε καί τοῦ ἀπηύθυνε τήν παράκληση: « »ἐπεγίνωσκε
ἡμᾶς», δηλαδή ἀναγνώρισέ μας, ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «ἐπιγινώσκω, ἐπιγινώσκω
σε τόν πρωτότοκον τοῦ Σατανᾶ».
Ἕνα ἄλλο ἐπεισόδιο ἀνάγεται στή γεροντική
ἡλικία τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου. Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς
Ἀσίας ἑόρταζαν τό Πάσχα στίς 14 τοῦ μηνός Νισάν, σέ ὁποιαδήποτε ἡμέρα
καί ἔπιπτε τοῦτο. Ἀντίθετα οἱ Ἄλλες Ἐκκλησίες δέν ἑόρταζαν καθόλου τό
Πάσχα, ἀλλά ἀρκοῦνταν στόν ἑβδομαδιαῖο κατά Κυριακή ἑορτασμό τῆς
Ἀναστάσεως, τονίζουσες ἀσφαλῶς περισσότερο τόν ἑορτασμό τῆς πρώτης
Κυριακῆς μετά τήν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας. Ἐπειδή λόγῳ τῆς
διαφορᾶς αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐτηροῦσε αὐστηρή στάση ἔναντι τῶν
Μικρασιατῶν, ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἀναγκάσθηκε νά μεταβεῖ στή Ρώμη, γιά νά
διευθετήσει τό ζήτημα καί ἄλλα δευτερεύοντα θέματα, μέ τόν Ἐπίσκοπο
Ρώμης Ἀνίκητο.
Μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τή Ρώμη,
ὑπέργηρος πλέον, συνέχισε τήν ἀποστολική δράση του μέ τόση ἐπιτυχία,
ὥστε προκάλεσε τήν ὀργή τῶν εἰδωλολατρῶν. Αὐτή ἡ προδιάθεση ἦταν φυσικό
νά προκαλέσει τό μαρτύριό του, πού ἀκολούθησε τήν ἑξῆς πορεία. Ὁ
Κόϊντος, ζηλωτής Χριστιανός, ὁ ὁποῖος ἦλθε στή Σμύρνη ἀπό τή Φρυγία,
παρεκίνησε ὁμάδα Φιλαδελφέων Χριστιανῶν νά προσέλθουν στόν ἀνθύπατο
Στάτιο Κοδρᾶτο, γιά νά δηλώσουν σέ αὐτόν τήν ἰδιότητά τους καί τήν πίστη
τους στόν Χριστό, πρᾶγμα τό ὁποῖο φυσικά προοιώνιζε θάνατο. Τελικά
ἐμαρτύρησαν ὅλοι, ἐκτός ἀπό τόν Κόϊντο, ὁ ὁποῖος δειλιάσας τήν τελευταία
στιγμή ἐθυσίασε στά εἴδωλα. Ὁ ὄχλος, ἄν καί ἐθαύμασε τή γενναιότητα τῶν
Μαρτύρων, ἀπαιτοῦσε νά ἐκτελεσθοῦν οἱ «ἄθεοι» καί νά ἀναζητηθεῖ ὁ Ἅγιος
Πολύκαρπος, ὁ ὁποῖος πιεζόμενος ἀπό τούς Χριστιανούς εἶχε ἀναχωρήσει σέ
κάποιο ἀγρόκτημα. Τελικά ὁ Ἅγιος συνελήφθη τό ἔτος 167 μ.Χ. καί
ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἀνθύπατου.
Ὁ γηραιός Ἐπίσκοπος δέν ἐταράχθηκε. Τό
πρόσωπό του ἦταν γαλήνιο καί λαμπερό. Ὁ ἀστυνόμος Ἡρώδης καί ὁ πατέρας
του Νικήτας προσπάθησαν νά πείσουν τόν Ἅγιο νά ἀπαρνηθεῖ τόν Χριστό. Ὁ
Ἅγιος μέ πνευματική ἀνδρεία ἀπάντησε ὅτι ὑπηρετεῖ τόν Χριστό ἐπί 86 ἔτη
χωρίς καθόλου νά Τόν ἐγκαταλείψει. Πῶς μποροῦσε λοιπόν τώρα νά Τόν
βλασφημήσει καί νά Τόν ἀρνηθεῖ; Ὁ ἀνθύπατος τότε διέταξε νά τόν ρίψουν
στή φωτιά. Ὁ Γέρων Πολύκαρπος ἀποδύθηκε μόνος τά ἱμάτιά του καί
ἐπερίμενε προσευχόμενος λέγοντας: «Κύριε, ὁ Θεός ὁ Παντοκράτωρ, ὁ τοῦ
ἀγαπητοῦ καί εὐλογητοῦ παιδός Σου Ἰησοῦ Χριστοῦ Πατήρ, δι' Οὗ τήν περί
Σοῦ ἐπίγνωσιν εἰλήφαμεν, ὁ Θεός τῶν ἀγγέλων καί δυνάμεων, καί πάσης τῆς
κτίσεως, καί παντός τοῦ γένους τῶν δικαίων, οἵ ζῶσιν ἐνώπιόν Σου, εὐλογῶ
Σε, ὅτι ἠξίωσάς με τῆς ἡμέρας καί ὥρας ταύτης τοῦ λαβεῖν με μέρος ἐν
ἀριθμῷ τῶν μαρτύρων Σου, ἐν τῷ ποτηρίῳ τοῦ Χριστοῦ Σου, εἰς ἀνάστασιν
ζωῆς αἰωνίου, ψυχῆς τε καί σώματος, ἐν ἀφθαρσίᾳ Πνεύματος Ἁγίου, ἐν οἷς
προσδεχθείην ἐνώπιόν Σου σήμερον ἐν θυσίᾳ πίονι καί προσδεκτῇ, καθώς
προητοίμασας καί προσεφανέρωσας καί ἐπλήρωσας ὁ ἀψευδής καί ἀληθινός
Θεός. Διά τοῦτο καί περί πάντων αἰνῶ Σε, εὐλογῶ Σε, δοξάζω Σε, σύν τῷ
αἰωνίῳ καί ἐπουρανίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ,...».
Ἡ φωτιά ἐσχημάτισε γύρω ἀπό τό σῶμα τοῦ
Ἁγίου Πολυκάρπου καμάρα χωρίς νά τόν ἐγγίζει. Τότε στρατιώτης ἐκτελεστής
ἐτελείωσε τόν Ἅγιο Μάρτυρα διά τοῦ ξίφους. Ἔπειτα τό ἱερό λείψανο
ἐρρίφθηκε στή φωτιά, οἱ δέ πιστοί συνέλεξαν τά ἱερά λείψανα αὐτοῦ.
῾ Η Σ ύ ναξη το ῦ Ἁγ ί ου Πολυκ ά ρπου ἐτελε ῖ το στ ή Μεγ ά λη ᾿ Εκκλησ ί α καί ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 23 Φεβρουαρίου.
Ὁ «θαυμασιώτατος» Ἰουστῖνος, κατά τό
μαθητή του Τατιανό, ἐγεννήθηκε στή Φλαβία Νεάπολη τῆς Παλαιστίνης, στίς
ἀρχές τοῦ Β΄ αἰῶνος μ.Χ., ἀπό γονεῖς Ἕλληνες εἰδωλολάτρες, τόν Πρίσκο
Βάκχιο καί μητέρα τῆς ὁποίας τό ὄνομα ἀγνοοῦμε. Ὁ Μεθόδιος Ὀλύμπου τόν
μνημονεύει ὡς ἄνδρα μή ἀπέχοντα πολύ τῶν Ἀποστόλων οὔτε κατά τό χρόνο
οὔτε κατά τήν ἀρετή. Πράγματι δέ ὁ χρόνος γεννήσεώς του δύναται νά
τοποθετηθεῖ περί τό ἔτος 110 μ.Χ., ἔφ' ὅσον τό ἔτος 135 μ.Χ., κατά τή
συζήτηση πρός τόν Τρύφωνα, παρουσιάζεται νά ἔχει περατώσει ἤδη τίς
φιλοσοφικές του σπουδές καί πρός τό τέλος τους νά ἔχει προσελκυσθεῖ στή
Χριστιανική πίστη.
Προικισμένος μέ ἐξαιρετική πνευματική
ἀνησυχία καί φιλομάθεια, ὁ νεαρός Ἰουστῖνος ἀσχολήθηκε καί ἐμβάθυνε στίς
δοξασίες τῶν Στωϊκῶν, τῶν Ἐπικουρείων, τῶν Περιπατητικῶν, τῶν
Πυθαγορείων καί τῶν Πλατωνικῶν φιλοσόφων. Μέ ἀκόρεστη ἐπιθυμία, ἤθελε νά
γνωρίσει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια καί νά εὕρει τήν πραγματική ἱκανοποίηση.
Τότε ὁ Θεός, μέ θαυμαστή ἐπέμβαση, τόν ὁδήγησε στίς πηγές τῆς ἀλήθειας,
στή Χριστιανική πίστη καί ζωή, τό ἔτος 135 μ.Χ.
Καθώς διηγεῖται ὁ ἴδιος, ὁ Θεός τόν
ἐφώτισε μέ κάποιο Χριστιανό πρεσβύτη, «πρᾶον καί σεμνόν τό ἦθος» . Ὁ
θαυμάσιος ἐκεῖνος γέροντας τοῦ ἀποκάλυψε πόσο πτωχές ἦταν οἱ θεωρίες τῶν
ἀνθρώπων μπροστά στήν πραγματική ἀλήθεια, τήν ὁποία διδάσκει ὁ Θεός.
Ὁ Ἰουστῖνος ἀποφασίζει νά μελετήσει τήν
Ἁγία Γραφή καί νά ἐμβαθύνει στό θεῖο λόγο. Χωρίς νά πάψει νά φιλοσοφεῖ
καί νά φορεῖ τόν φθαρμένο χιτώνα, τόν τρίβωνα, πού ἐφοροῦσαν οἱ
φιλόσοφοι, καταλάμπεται ἀπό τή Χριστιανική πίστη, «τήν μόνην φιλοσοφίαν
τήν ἀληθῆ καί ἀσύμφορον» , στήν ὁποία ἀποφασίζει νά διαθέσει πλέον τήν
ὑπόλοιπη ζωή του.
Ὁ Ἰουστῖνος ἁρματωμένος μέ τά ὅπλα τά
πνευματικά, ἀποφασίζει νά στήσει στή Ρώμη τό πνευματικό του στρατηγεῖο.
Ἀπό ἐκεῖ ἐξαπλώνει σφοδρές ἐπιθέσεις κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως. Στά
δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῶν διωγμῶν, οἱ κατατρεγμένοι Χριστιανοί τῆς Ρώμης
εὑρίσκουν στό πρόσωπό του τόν ἔνθερμο ἀπολογητή καί ἀκούραστο
ὑποστηρικτή. Ὁ Ἰουστῖνος ἀπό τήν ἀνεξάντλητη φαρέτρα του ἀντλεῖ
ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα, μέ τά ὁποῖα ἀποστομώνει τούς φιλοσόφους, πού
διέβαλαν τόν Χριστιανισμό. Τούς ἐλέγχει, γιατί κατηγοροῦν τόν
Χριστιανισμό χωρίς νά τόν γνωρίζουν.
Σημαντικότατο εἶναι καί τό ἔργο του
«Διάλογος πρός Τρύφωνα» , τό ὁποῖο περιέχει τή διήμερη θεολογική
συζήτηση πού εἶχε μέ τόν Ἰουδαῖο Τρύφωνα, ὁ ὁποῖος εἶχε φύγει ἀπό τήν
Παλαιστίνη λόγῳ τοῦ πολέμου (132-135 μ.Χ.) καί ἦταν ἐπισκέπτης στήν πόλη
ὅπου ἐσπούδαζε ὁ Ἰουστῖνος. Ὅταν ἀντιλήφθηκε, ὅτι κάτω ἀπό τό
φιλοσοφικό ἔνδυμα τοῦ νεαροῦ Ἰουστίνου κρυβόταν ἕνας Χριστιανός, τόν
εἰρωνεύθηκε. Ἐπακολούθησε διήμερη συζήτηση, τῆς ὁποίας τό ὑποτιθέμενο
περιεχόμενο περιελήφθηκε στό ἔργο «Διάλογος πρός Τρύφωνα» . Δεδομένου
ὅτι ὁ Τρύφων εἶχε φύγει «τόν νῦν γενόμενον πόλεμον» , ἡ συζήτηση πρέπει
νά ἔγινε τό ἔτος 136 μ.Χ.
Δέν ἄργησαν ὅμως νά φανοῦν οἱ ἐναντίον
τοῦ Ἁγίου ἀντιδράσεις. Οἱ φιλόσοφοι, πού ἔχαναν συνεχῶς ἔδαφος καί οἱ
ἄλλοι ἐχθροί του, τόν διέβαλαν στόν αὐτοκράτορα Μάρκο Αὐρήλιο (161-180
μ.Χ.). Ὁ Μάρτυς Ἰουστῖνος ἐκφράζει τήν ὑποψία, ὅτι ἐπρόκειτο νά
καταδοθεῖ στίς πολιτικές ἀρχές ἀπό τόν κυνικό φιλόσοφο καί φιλόκομπο
Κρήσκεντα, ὁ ὁποῖος ἐφθονοῦσε τήν αὔξηση τῶν μαθητῶν Χριστιανοῦ
διδασκάλου καί διέβλεπε κίνδυνο ἀπορροφήσεως τῶν μαθητῶν του ὑπό τοῦ
Χριστιανισμοῦ.
Φαίνεται, ὅτι μετά τό μαρτύριο τοῦ
Πτολεμαίου, μαθητοῦ του πιθανῶς, περί τό ἔτος 160 μ.Χ., ἀνεχώρησε ἀπό τή
Ρώμη ἀπό φόβο γιά τή σύλληψή του καί ὅτι ἐπέστρεψε ἐκεῖ ἀργότερα, ἀφοῦ
ἤδη εἶχε κοπάσει ὁ θόρυβος, διότι κατά τήν ἀνάκρισή του πρό τοῦ
μαρτυρίου ἐδήλωσε, ὅτι διέμεινε κατά δύο περιόδους στή Ρώμη. Ἀλλ' ὁ
Ἰουστῖνος ἀποφασίζει νά ἀπολογηθεῖ γιά τή διωκόμενη πίστη στόν
αὐτοκράτορα καί τή Ρωμαϊκή σύγκλητο. Οἱ δύο του ἀπολογίες ἀποτελοῦν
πραγματικά διαμάντια τῆς Χριστιανικῆς Ἀπολογητικῆς.
Στήν πρώτη Ἀπολογία του, τήν ὁποία
ἀπευθύνει στόν αὐτοκράτορα Ἀντωνίνο, τά παιδιά του καί τή Ρωμαϊκή
σύγκλητο, κάνει γνωστό τό τί πιστεύουν οἱ Χριστιανοί, ἀνασκευάζει τίς
ἐναντίον τους κατηγορίες τῶν Ἐθνικῶν, περιγράφει τόν τρόπο τῆς
Χριστιανικῆς λατρείας καί προσπαθεῖ μέ νηφαλιότητα, εὐγένεια καί χωρίς
ρητορικά σχήματα νά τούς πείσει νά σταματήσουν τούς διωγμούς. Ὁ ἱερός
ἀπολογητής, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἐβίωνε πλήρως τἠν ἐκκλησιαστική
λειτουργική καί μυστηριακή ζωή, ἰδίως στά τελυταῖα κεφάλαια τῆς πρώτης
Ἀπολογίας του, ἐξέρχεται ἀπό τά καθαρῶς ἀπολογητικά πλαίσια καί ὅρια καί
μεταβάλλεται σέ ἄριστο μυσταγωγό καί ἕνας ἀπό τούς πρωτοπόρους
σκαπανεῖς τῆς ἱστορίας τῆς θεολογίας τῆς Χριστιανικῆς λατρείας. Ὁ ἱερός
Ἰουστῖνος τόσο στή μνημονευθεῖσα Ἀπολογία του, ὅσο καίπεριστατικά σέ
μερικά σημεῖα τοῦ λοιποῦ συγγραφικοῦ του ἔργου παρέχει ἀνεκτίμητες
πληροφορίες περί τῆς Χριστιανικῆς λατρείας τῆς ἐποχῆς του, προβάλλοντας
τόν ἑορτασμό τῆς Κυρικαῆς, ὡς καί τήν τλεσιουργία καί συνοπτική θεολογία
τῶν ἱερῶν μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς θεωρεῖται ὡς πρώτη
ἡμέρα τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ κτίσεως. Ἡ Θεία Λειτουργία γίνεται ἡ
ἐμψυχοῦσα τήν διακονία ἐντελέχεια, ἐφ' ὅσον κατά τήν διάρκεια τῆς
εὐχαριστιακῆς συνάξεως « οἱ εὐποροῦντες... καί βουλόμενοι κατά
προαίρεσιν ἕκαστος τήν ἐαυτοῦ ὅ βούλεται δίδωσι, καί τό συλλεγόμενον
παρά τῷ προεστῶτι ἀποτίθεται, καί αὐτός ἐπικουρεῖ ὀρφανοῖς τε καί
χήραις, καί τοῖς διά νόσον ἤ δι' ἄλλην αἰτίαν λειπομένοις, καί τοῖς ἐν
δεσμοῖς οὖσι, καί τοῖς παρεπιδήμοις οὖσι ξένοις, καί ἀπλῶς πᾶσι τοῖς ἐν
χρείᾳ οὖσι κηδεμών γίνεται» 18 .
Ὅσον ἀφορᾶ στό Βάπτισμα, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος πληροφορεῖ, ὅτι « τοῦ ὑπέρ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν καί εἰς ἀναγέννησιν λουτροῦ» 19 προηγεῖται κατήχηση 20. Ὡσαύτως τοῦ Βαπτίσματος προηγοῦντο προσευχή καί νηστεία τόσο τῶν βαπτιζομένων, ὅσο καί τῶν λοιπῶν πιστῶν.
Στή δεύτερη Ἀπολογία του, τήν ὁποία
ἀπευθύνει στή Ρωμαϊκή σύγκλητο, ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Χριστιανοί διώκονται,
ἐπειδή πιστεύουν στήν ἀλήθεια καί ζοῦν ἐνάρετη ζωή καί ὄχι γιά κάτι
ἀξιόποινο.
Ὅμως οἱ Ἀπολογίες τοῦ Μάρτυρος Ἰουστίνου
δέν μετέστρεψαν τούς εἰδωλωλάτρες, καθ' ὅσον ἐπί ἐπάρχου Ρώμης τοῦ
Ἰουνίου Ρουστικοῦ (162-167 μ.Χ.), ἄλλοτε παιδαγωγοῦ τοῦ αὐτοκράτορος
Μάρκου Αὐρηλίου 21, πιθανῶς τό ἔτος 165 μ.Χ., ἀποκεφαλίσθηκε μαζί μέ ὁμάδα μαθητῶν του.
Στό κοιμητήριο τῆς Πρισκίλλης εὑρέθηκε
λίθος ἐνεπίγραφος πού ἔφερο τά γράμματα ΜΧΟΥΣΤΙΝΟΣ, δηλαδή Μάρτυς
Ἰουστῖνος, ὁ ὁποῖος ἴσως ἐκαλύπτε τόν τάφο τοῦ Ἁγίου.
Ὄχι μικρός ἀριθμός ἄλλων ἔργων τοῦ Ἁγίου
Μάρτυρος Ἰουστίνου, μαρτυρουμένων ἀπό αὐτόν τόν ἴδιο ἤ ἀπό
μεταγενέστερους συγγραφεῖς, ἔχουν χαθεῖ. Τά ἔργα αὐτά εἶναι: «Σύνταγμα
κατά πασῶν τῶν αἱρέσεων» , «Κατά Μαρκίωνος» , «Περί ψυχῆς» , «Πρός
Ἕλληνας» , «Ἔλεγχος πρός Ἕλληνας» , «Περί μοναρχίας Θεοῦ» , «Περί
Ἀναστάσεως» , «Ἑρμηνεία εἰς τήν Ἀποκάλυψιν» , «Πρός Σοφιστήν Εὐφράσιον
περί προνοίας καί πίστεως» , «Διάλογος πρός Κρήσκεντα» , «Πρός
Ἰουδαίους» . Μεταξύ τῶν πολλῶν καί διαφόρων συγγαμμάτων αὐτοῦ συνέταξε,
κατά τή μαρτυρία τοῦ Πατριάρχου Φωτίου, καί βιβλίο, πού χάθηκε,
καλούμενο «Ψάλτης» , στό ὁποίο περιεχόταν πιθανῶς σύνοψη χριστιανικῶν
ὕμνων, συντεταγμένων γιά νά ψάλλονται σέ ὁρισμένες ὧρες στή Λειτουργία
πρός δόξαν τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, καί ὁδηγίες περί τοῦ πῶς καί μέ
ποιά τάξη ἔπρεπε νά ψάλλονται οἱ ὕμνοι αὐτοί στίς κοινές συνάξεις. Τήν
ἔλλειψη τοῦ ἀπολεσθέντος «Ψάλτου» ἀναπληρεῖ ἡ « Ἀπολογία ὑπέρ τῶν
Χριστιανῶν», ὅπου περιγράφονται οἱ ἱεροτελεστίες τοῦ Β΄ αἰῶνος. Στή Β΄
αὐτοῦ «Ἀπολογία» ὁμιλεῖ περί τῶν ψαλλομένων ὕμνων καί τῆς ἰδιότητος
αὐτῶν.
Τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου, μαθητοῦ τοῦ
Ἁγίου Πολυκάρπου, καταλέγεται στή σειρά τῶν μελωδῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ
μεγάλος αὐτός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἐγεννήθηκε περί τά μέσα τοῦ Β΄
αἰῶνος μ.Χ. (περί τό 140 μ.Χ.), πιθανῶς στήν Σμύρνη, διότι σέ κάποιο ἀπό
τά συγγράμματά του 22
λέγει, ὅτι ὅταν ἦταν ἀκόμη παιδί έγνώρισε καί εἶδε τόν Ἅγιο Πολύκαρπο,
Ἐπίκσοπο Σμύρνης. Γίνεται γνωστός ὡς πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῶν
Λουγδούνων (Λυῶνος) τῆς Γαλλίας, ὁπότε ὁ κατά τούς διωγμούς φυλακισμένος
κλῆρος τῆς Ἐκκλησίας Λουγδούνων ἀπέστειλε αὐτόν στή Ρώμη, πρός τόν Πάπα
Ἐλευθέριο (174-189 μ.Χ.), μέ ἐπιστολή, γιά νά συντελέσει στήν εἰρηνική
ἀποκατάσταση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ ἐξεπλήρωσε τήν ἀνατεθεῖσα σέ αὐτόν
ἐπιστολή, ἐπέστρεψε στά ἴδια, ὁπότε, ὅταν ἐτελειώθηκε μέ μαρτυρικό
θάνατο ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ποθεινός, ὁ Εἰρηναῖος ἐξελέγη Ἐπίσκοπος
Λουγδούνων. Ὡς Ἐπίσκοπος ἐπέδειξε πολύ ζῆλο γιά τήν καταπολέμηση τῶν
αἱρέσεων μέ λόγους καί συγγράμματα καί γιά τήν ἐξάπλωση τοῦ
Χριστιανισμοῦ στήν Εὐρώπη. Κατά τούς Συναξαριστές, σέ περίοδο διωγμοῦ,
ὑπέστη καί αὐτός μαρτυρικό θάνατο διά ξίφους. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη
του στίς 23 Αὐγούστου.
Ἐγεννήθηκε κατά τόν Β΄ αἰώνα μ.Χ. καί
ἐκοιμήθηκε τό ἔτος 220 μ.Χ. Ἐποίησε ἀσματικές ὠδές καί ὕμνους καί
προέτρεπε τούς Χριστιανούς νά μεταχειρίζονται μουσική κόσμια καί ταπεινή
καί ὄχι τήν ἔκλυτη, ἡ ὁποία μέ ἑλιγμούς τῆς φωνῆς μᾶς ὠθεῖ σέ βίο
μαλθακό. Ὁ λόγος τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως περί τό τέλος τοῦ
Παιδαγωγοῦ λαμβάνει μορφή πανηγυρική μετατρεπόμενος σέ εὐχή καί
ἀκολούθως σέ ὕμνο, τόν ὕμνο τῶν παίδων , ὁ ὁποῖος πιθανῶς ἐψάλλετο ἀπό
τή σχολή στούς μαθητές του 23.
Ὁ ὕμνος ἀποτελεῖ ἐπίκληση πού ἀπευθύνουν οἱ «Χριστογόνοι», ὁ χορός τῆς
εἰρήνης, πλεκόμενη μέ ἄφθονα ἐπίθετα καί διανθισμένη μέ ἀλλεπάλληλες
εἰκόνες.
Στόμιον πώλων ἀδαῶν
πτερὀν ὀρνίθων ἀπλανῶν
οἴαξ νηῶν ἀτρεκής
ποιμήν ἀμνῶν Βασιλικῶν,
τούς σούς ἀφελεῖς
παῖδας ἄγειρον
αἰνῶν ἀγίως
ὑμνῶν ἀδόλως
ἀκάκοις στόμασι
παίδων ἡγήτορα Χριστόν...
πτερὀν ὀρνίθων ἀπλανῶν
οἴαξ νηῶν ἀτρεκής
ποιμήν ἀμνῶν Βασιλικῶν,
τούς σούς ἀφελεῖς
παῖδας ἄγειρον
αἰνῶν ἀγίως
ὑμνῶν ἀδόλως
ἀκάκοις στόμασι
παίδων ἡγήτορα Χριστόν...
Ἐγεννήθηκε κατά τόν Β΄ αἰώνα μ.Χ. καί
ἐμαρτύρησε τό ἔτος 250 μ.Χ. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τή μνήμη του στίς 10
Αὐγούστου. Ἔγραψε διάφορους ὕμνους κατά τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς του
πρός δόξαν Θεοῦ, ἀλλά δυστυχῶς ἐχάθησαν.
Ὁ Ὠριγένης ἐγεννήθηκε τό ἔτος 185 μ.Χ.
στήν Ἀλεξάν δρεια. Τίς περί Ὠριγένους πληροφορίες ἔχουμε κυρίως ἀπό τό
ἕκτο βιβλίο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Εὐσεβίου, τό ὁποῖο
ἀφιερώνεται σχεδόν ὁλόκληρο σέ αὐτόν. Ὁ πατέρας του Λεωνίδης ἐμαρτύρησε
κατά τόν διωγμό τοῦ 202 μ.Χ., πού ἔγινε μέ διάταγμα τοῦ Σεπτιμίου
Σεβήρου. Ἤδη κατά τήν παιδική του ἡλικία ὁ Ὠριγένης διήκουσε καί
μαθήματα τοῦ Πανταίνου καί τοῦ Κλήμεντος. Εἶναι ὁ πρῶτος Χριστιανός περί
τοῦ ὁποίου ἔχουμε ρητή μαρτυρία ὅτι ἄσκησε τό ἐπάγγελμα διδασκάλου τῆς
γραμματικῆς. Κατά τούς διωγμούς εἶχαν ἐκδιωχθεῖ ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια ὅλοι
οἱ διδάσκαλοι τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί εἶχαν κλεισθεῖ καί ἡ
θεολογική σχολή τοῦ Κλήμεντος καί τό κατηχητικό σχολεῖο τῆς Ἐκκλησίας.
Τότε μερικοί Ἐθνικοί, πού ἐπιθυμοῦσαν νά κατηχηθοῦν στόν Χριστιανισμό,
παρεκάλεσαν τόν Ὠριγένη νά ἀναλάβει αὐτός τό ἔργο τῆς κατηχήσεως
ἰδιωτικῶς, αὐτός δέ ἐδέχθηκε. Ἀφοῦ πρός τό τέλος τῆς βασιλείας τοῦ
Σεπτιμίου Σεβήρου ἀποκαταστάθηκε ἡ εἰρήνη στήν Ἐκκλησία τῆς
Ἀλεξανδρείας, ἀνασυστήθηκε πλέον καί ἡ ἐπίσημη κατηχητική σχολή τῆς
ὁποίας ἡ διέυθυνση ἀνατέθηκε στόν Ὠριγένη. Τό 211 μ.Χ. ἐπισκέπτεται τή
Ρώμη, ὅπου εἶχε τήν εὐκαιρία νά παρακολουθήσει ὁμιλία τοῦ Ἱππολύτου, καί
μετά ἀπό λίγο ἐπέστρεψε στήν ἕδρα του. Κατά τόν διωγμό τοῦ Δεκίου (250
μ.Χ.) ὁ Ὠριγένης συνελήφθη, ἐκελίσθηκε στή φυλακή καί ἐβασανίσθηκε. Ὁ
ἱερός Φώτιος διασώζει μαρτυρία τοῦ Παμφίλου 24,
κατά τήν ὁποία αὐτός ἀπέθανε τότε μαρτυρικό θάνατο, ἀλλ' αὐτή εἶναι
ἐσφαλμένη, παραμένει δέ ἄγνωστο ἄν πράγματι ὁ Πάμφιλος εἶχε καταγράψει
τέτοια πληροφορία ἤ ὁ ἱερός Φώτιος κατά λάθος ἀπέδωσε αὐτή σέ ἐκεῖνον. Ὁ
Εὐσέβιος 25, ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος 26 καί ὁ Ἐπιφάνιος 27
βεβαιοῦν ὅτι ὁ Ὠριγένης ἀπέθανε ἀργότερα λόγῳ τῶν κακώσεων ἐπί
αὐτοκράτορος Γάλλου σέ ἡλικία 69 ἐτῶν, ἄρα τό 254 μ.Χ., στήν Τῦρο καί
ὅτι ἐνταφιάσθηκε ἐκεῖ. Ὁ Ὠριγένης, πολυμαθέστατος καί πολυτάλαντος,
ἔγραψε ὕμνους κατά τῶν αἱρετικῶν.
Ἔζησε περί τά τέλη τοῦ Β΄ αἰῶνος μ.Χ.
Κατά τή μαρτυρία τοῦ ἱστορικοῦ Εὐσεβίου, ὁ Γάϊος ἔγραψε ὅτι διά τῶν
ὕμνων πού ἐψάλλοντο στήν Ἀρχαία Ἐκκλησία ὑμνολογεῖτο ἡ Θεότητα τοῦ Υἱοῦ
τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη δέ καί ὅτι οἱ ὕμνοι αὐτοί ἐπιδοκιμάζονταν ἀπό τήν
Ἐκκλησία καί ἀναγράφονταν στά σχετικά βιβλία.
Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος
Αὐρηλιανοῦ (270-275 μ.Χ.) καί ἐγεννήθηκε ἀπό γονεῖς ἐθνικούς. Σέ νεαρά
ἡλικία, ὅταν εὑρισκόταν στήν Ἀλεξάνδρεια, εἶδε σέ ὅραμα τῆν Θεοτόκο καί
τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη, καί ἐβαπτίσθηκε Χριστιανός. Γιά τήν καθαρότητα
τοῦ βίου του καί τήν εὐσέβειά του ἐχειροτονήθηκε ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου
Ἀμασείας Φαιδήμου Ἐπίσκοπος Νεοκαισαρείας. Θεωρεῖται ὁ θεμελιωτής τῶν
τύπων τῆς Λειτουργίας. Ἐκανόνισε δέ ὅπως τό ποίμνιο αὐτοῦ ἑορτάζει τίς
ἡμέρες τῶν Μαρτύρων μέ πομπές καί πνευματικές ὠδές. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή
μνήμη του στίς 17 Νοεμβρίου.
Θεωρεῖται ἀπό τούς ἀρχαιότατους ποιητές
τῶν Τροπαρίων, ἀπό τά ὁποῖα πολλά ἀναφέρονται στά λειτουργικά βιβλία τῆς
Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος Ἀνατόλιος ἐγεννήθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια καί ἵδρυσε
ἐκεῖ σχολή πρός διδασκαλίαν τῆς ἀριστοτελείου φιλοσοφίας. Ὅταν ὁ ἔπαρχος
Αἰμιλιανός ἀνεκήρυξε τόν ἑαυτό του βασιλέα καί πολιορκήθηκε στό ὀχυρό
τοῦ Πιρουχίου ὑπότοῦ στρατηγοῦ Θεοδότου, πιστοῦ στόν αὐτοκράτορα
Γαλλιηνό, ὁ Ἀνατόλιος κατόρθωσε νά σώσει τούς πολιορκούμενους διά
διαπραγματεύσεων, τῶν ὁποίων εἶχε τήν πρωτοβουλία (263 μ.Χ.). Στή
συνέχεια, ἀφοῦ μετέβη στήν Παλαιστίνη, ἔγινε βοηθός Ἐπίσκοπος στήν
Καισάρεια, προοριζόμενος ὡς διάδοχος τοῦ Ἐπισκόπου Θεοτέκνου. Μεταβάς
στήν Ἀντιόχεια, γιά νά λάβει μέρος σέ Σύνοδο κατά τοῦ Παύλου τοῦ
Σαμοσατέως, ἐπέρασε ἀπό τή Λαοδικεία τῆς Συρίας, ὅπου οἱ πιστοί
ἀνάγκασαν αὐτόν νά διαδεχθεῖ τόν ἀποθανόντα Ἐπίσκοπό τους καί
συμπατριώτη καί φίλο του Εὐσέβιο (268 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Ἀνατόλιος
ἐκοιμήθηκε περί τό 282 μ.Χ. Συνέγραψε ἔργο περί τοῦ Πάσχα, τοῦ ὁποίου
τμῆμα παραθέτει ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος, ὡς καί «Ἀριθμητικάς Εἰσαγωγάς» σέ
δέκα βιβλία. Τά περισωθέντα τεμάχια εἶναι μᾶλλον γνήσια 28. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 3 Ἰουλίου.
Ἐκοιμήθηκε τό ἔτος 290 μ.Χ. Κατά τήν
περίοδο τῶν διωγμῶν ζοῦσε μέ τούς μαθητές του στήν ἔρημο μέ ἄσκηση,
προσευχές καί ψαλμωδίες.
Ἔζησε περί τά μέσα τοῦ Γ΄ αἰῶνος μ.Χ.
Ἐποίησε πολλούς ὕμνους καί ἀντιστάθηκε κατά τῶν κακοδόξων ὕμνων τοῦ
αἱρετικοῦ Οὐαλεντίνου στήν Αφρική καί κατά τοῦ Αἰγυπτίου Ἱέρακος, πού
δέν παραδεχόταν τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
Ἔζησε περί τά τέλη τοῦ Γ΄ καί τίς ἀρχές
τοῦ Δ΄αἰῶνος μ.Χ. Κατά τόν Ὅσιο Ἱερώνυμο καί τόν ἱστορικό Σωκράτη ἦταν
Ἐπίσκοπος ὄχι Πατάρων, ἀλλά Ὀλύμπου τῆς Λυκίας καί στή συνέχεια Τύρου
τῆς Φοινίκης, ἐνῶ κατ ' ἄλλους Ἐπίσκοπος Φι λίππων τῆς Μακεδονίας . Ἡ
πλάνη, ὅτι ἦταν Ἐπίσκοπος Πατάρων προῆλθε ἀπό τό γεγονός, ὅτι ὁ περί
Ἀναστάσεως διάλογός του ἔγινε στά Πάταρα. Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ἦταν
διαπρεπής ἀρχιερεύς, σφοδρός ἀντίπαλος τοῦ Ὠριγένους καί δόκιμος
ποιητής, ὅπως φαίνεται ἀπό τό περισωθέν ἔργο αὐτοῦ «Συμπόσιον τῶν δέκα
παρθένων ἤ περί ἁγνείας» . Κατά τόν διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ ἐμαρτύρησε
στήν Χαλκίδα τῆς Συρίας. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 20 Ἰουνίου.
Εἶναι πατήρ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας
καί συνέλεξε πρῶτος σέ ἔργο αὐτοῦ τά χρονικά τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων τῆς
Ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί τά τῶν κορυφαίων μελωδῶν αὐτῆς.
῾Ο Μέγας Ἀθανάσιος ἐγεννήθηκε κατά τό
ἔτος 295 μ.Χ. στήν Ἀλεξάνδρεια ἀπό Χριστιανούς γονεῖς. Ἔτυχε
ἐπιμελημένης ἐκπαιδεύσεως φιλοσοφικῆς καί θεολογικῆς. Κατά τή νεανική
του ἡλικία συνδέθηκε μέ τόν Μέγα Ἀντώνιο καί ἀσκήτεψε μαζί του στήν
ἔρημο.
Στήν ἀρχή ἐχειροθετήθηκε ἀναγνώστης τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καί τό 318 μ.Χ. ἦταν ἤδη διάκονος. Τό ἔτος
325 μ.Χ. συνοδεύει τόν γέροντα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο στή
Νίκαια, ὅπου συγκλήθηκε ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος, « τοῦ χοροῦ τῶν
διακόνων ἡγούμενος» . Ἐκεῖ, χάρη στή μόρφωσή του καί μάλιστα στή
θερμουργό καί ἀκλόνητη πίστη του, ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπό τούς θαρραλέους
ἀγωνιστές κατά τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Μάλιστα δέ, ὅπως ἀποφάνθηκε ἡ ἐν
Ἀλεξανδρείᾳ Σύνοδος τοῦ 399 μ.Χ., κυρίως ὁ Ἀθανάσιος « τήν νόσον τοῦ
Ἀρειανισμοῦ ἔστησεν» . Κανένας, ἴσως, ἄλλος ἀπό τούς Πατέρες καί
Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τῆς περιόδου ἐκείνης, δέν ἀντιμετώπισε τόσο
σπουδαῖα ἐκκλησιαστικά καί θεμελιώδη προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν
τά περί Θεοῦ, κόσμου, ἀνθρώπου, δημιουργίας, τριαδολογίας,
ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, σωτηρίας, χριστολογίας,
πνευματολογίας, Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἄλλα.
Ἡ φήμη τοῦ Ἀθανασίου ἑδραιώθηκε τόσο πολύ
κατά τή Σύνοδο τῆς Νικαίας, ὥστε μετά ἀπό λίγο, ὅταν ἀπέθανε ὁ γέροντας
Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος († 17 Ἀπριλίου 328 μ.Χ.), ἐξελέγη
Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας πιθανώτατα τόν ἴδιο χρόνο.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, κατά τά 46 ἔτη τῆς
ἀρχιερατείας του, ὑπῆρξε ὁ στῦλος τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ κατ' ἐξοχήν Πατήρ
τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐμερίμνησε δραστήρια γιά τήν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας του.
Περιηγούμενος τήν ἐπαρχία του, μετέβη στή Θηβαΐδα, τήν Πεντάπολη, τήν
Κάτω Αἴγυπτο, γιά νά δεῖ ἀπό κοντά τίς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τό
ὁποῖο τόν ὑποδεχόταν παντοῦ μέ ἐνθουσιασμό. Ἐγκαθιστοῦσε στίς διάφορες
πόλεις ἄξιους καί ἱκανούς Ἐπισκόπους, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τόν Ἅγιο
Φρουμέντιο († 30 Νοεμβρίου), τόν ὁποῖο ἐχειροτόνησε Ἐπίσκοπο Ἀξώμης.
Ὅμως, οἱ Ἀρειανοί ἐδημιουργοῦσαν πολλές
ταραχές καί ὀχλήσεις στόν Ἅγιο τόν ὁποῖο ἐσυκοφαντοῦσαν. Ὁ Ἅγιος
ἐξορίσθηκε πέντε φορές καί διῆλθε περισσότερα ἀπό δεκαέξι χρόνια τῆς
ἀρχιερατείας του στήν ἐξορία. Ἐσύρθη κατ' ἐπανάληψη ἀπό τούς Ἀρειανούς
ἐνώπιον Συνόδων καί καθαιρέθηκε. Καταδιώχθηκε ἀπό αὐτοκράτορες, ὑπέφερε
ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καί στερήσεις, εἶδε πολλούς ἀπό τούς συνεργάτες
του νά ὑποκύπτουν στίς πιέσεις καί τή βία τῶν Ἀρειανῶν καί τόν Ἐπίσκοπο
Ρώμης Λιβέριο (352-366 μ.Χ.) νά ὑπογράφει ἀρειανικό ὅρο πίστεως, γιά νά
ἀποφύγει τήν ἐξορία. Ἦλθαν στιγμές, κατά τίς ὁποῖες ὁ χριστιανικός
κόσμος ἐφαινόταν ἀντίθετος πρός τόν Ἅγιο, ἀλλ' αὐτός ποτέ δέν ἐκάμφθηκε
καί ἀγωνιζόταν γιά τήν ἀλήθεια.
Ἀφορμή γιά τίς διώξεις κατά τοῦ Ἁγίου
ἔδωσε ἡ ἄρνησή του νά ἀποκαταστήσει στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία τόν ὑπό
τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθαιρεθέντα Ἄρειο, ὁ ὁποῖος ἐπαρουσιαζόταν
ὑποκριτικά ὡς ἀποδεχόμενος τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ὅταν ὁ Ἄρειος
ἀνακλήθηκε ἀπό τήν ἐξορία ὑπέβαλε τό 330 ἤ 331 μ.Χ. ὁμολογία πίστεως,
στήν ὁποία ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νά ἀναφέρει τίς ἀρειανικές ἐκφράσεις. Ὁ
Ἅγιος Ἀθανάσιος εἶδε τήν ἀπάτη καί τό δόλο τοῦ Ἀρείου καί ἀρνήθηκε
κατηγορηματικά νά δεχθεῖ σέ κοινωνία τόν Ἄρειο παρά τή διαταγή τοῦ
αὐτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετά τήν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, οἱ ἐχθροί
του ἄρχισαν νά ὀργανώνουν συστηματικά τόν κατ' αὐτοῦ ἀγώνα. Ὁ Μέγας
Κωνσταντῖνος, ἄν καί ἐτιμοῦσε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο γιά τό ἦθος καί τό
θάρρος του, παρασύρθηκε τελικά ἀπό τίς συνεχεῖς ἐναντίον του
μηχανορραφίες τῶν Ἀρειανῶν καί διέταξε τή σύγκληση Συνόδου στήν
Καισάρεια, τό 335 μ.Χ., μέ σκοπό τήν ἐξέταση τῶν κατηγοριῶν κατά τοῦ
Ἀθανασίου. Ἐπειδή, ὅμως ὁ Ἅγιος ἐφοβήθηκε τήν κατ' αὐτοῦ σκευωρία τῶν
ἐχθρῶν του, δέν προσῆλθε στή Σύνοδο ἐκείνη, ἡ ὁποία τελικά συγκλήθηκε
στήν Τύρο τῆς Φοινίκης. Ὁ Ἀθανάσιος τότε προσῆλθε στή Σύνοδο, στήν ὁποία
παρέστησαν 60 Ἀρειανοί Ἐπίσκοποι. Οἱ κατηγορίες δέν ἦταν δυνατόν νά
σταθοῦν παρά τά ἐφευρήματα τῶν αἱρετικῶν. Ἐπειδή, ὅμως, ἔγινε ἀντιληπτό,
ὅτι οἱ ἐχθροί τοῦ Ἀθανασίου ἐζητοῦσαν νά τόν φονεύσουν, οἱ ἄνθρωποι τοῦ
βασιλέως, πού εἶχαν ἐπιφορτισθεῖ τήν τήρηση τῆς τάξεως καί τῆς εἰρήνης,
τόν ἐφυγάδευσαν κρυφά. Ἔτσι κατέφυγε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐζήτησε
νά δεῖ τόν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος, λόγῳ τῶν διαβολῶν, ἀρνήθηκε νά τόν
δεχθεῖ σέ ἀκρόαση καί διέταξε τήν ἐξορία του στή Γαλατία. Ἐπανῆλθε στήν
ἕδρα του μετά τό θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, στίς 23 Νοεμβρίου 337
μ.Χ. Πλήν ὅμως καί πάλι οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν τίς κατ' αὐτοῦ διαβολές
καί συκοφαντίες. Τότε ὁ Ἀθανάσιος συγκάλεσε Σύνοδο στήν Ἀλεξάνδρεια, τό
339 μ.Χ. στήν ὁποία ἔλαβαν μέρος 100 Ἐπίσκοποι. Οἱ ἐχθροί του τότε,
συγκρότησαν ἀρειανική Σύνοδο στήν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία τόν καθαίρεσε καί
ὅρισε ὡς Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας τόν Εὐσέβιο τόν Ἐμισηνό, ἀντ' αὐτοῦ δέ,
ἐπειδή δέν ἀποδέχθηκε τήν ἐκλογή, τόν Καππαδόκη Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος
ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια διά τῆς βίας μετά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ
Ἁγίου Ἀθανασίου.
Τότε ὁ Ἅγιος κατέφυγε στή Ρώμη, ὅπου
εὑρίσκονταν καί ἄλλοι ἐξόριστοι ἱερεῖς καί Ἐπίσκοποι. Ἐκεῖ, τόν
ἐδέχθησαν ὅλοι μέ τιμή καί ἀνεγνώρισαν τούς ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς
Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι, ὁ Πάπας Ἰούλιος συγκάλεσε, τό ἔτος 341 μ.Χ., Σύνοδο, ἡ
ὁποία ἀνεγνώρισε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο ὡς κανονικό Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας
καί τόν ἐκήρυξε ἀθῶο ἀπό ὅλες τίς κατηγορίες τῶν ἐχθρῶν του.
Ὅταν τό 345 μ.Χ. ἀπέθανε ὁ Ἀλεξανδρείας
Γρηγόριος, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Κώνσταντος, ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος
ἀνεκάλεσε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἀπό τήν ἐξορία. Ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε γενόμενος
δεκτός θριαμβευτικά ἀπό τό ποί μνιό του . Ἀλλά καί αὐτή τή φορά μόνο
γιά λίγο ἔμεινε ἀδια τάρακτος στήν ἕδρα του, διότι μετά τή δολοφονία
τοῦ Κώνσταν τος, τό 350 μ.Χ., ὁ Κωνστάντιος, πεισθείς σέ νέες διαβολές
καί πιέσεις τῶν φίλων τοῦ Ἀρειανῶν, κατεδίκασε συνοδικῶς τόν Ἅγιο
Ἀθανάσιο . Ἀπέστειλε μάλιστα καί στρατιῶτες, γιά νά τόν συλλάβουν τή
νύκτα τῆς 9 ης Φεβρουαρίου 356 μ.Χ., ἐνῶ ἐτελοῦσε πανυχχίδα μέ πλῆθος
πιστῶν στό ναό τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ . Ὁ Ἅγιος ἐφυγαδεύθηκε στήν ἔρημο, ὅπου
παρέμεινε ἕξι χρόνια, παρακολουθώντας τίς κινήσεις καί ἐνέργειες τῶν
Ἀρειανῶν καί στηρίζοντας τούς κλονιζόμενους Χριστιανούς .
Τέλος, ἐπί αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ
Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) μπόρεσε νά ἐπανέλθει στήν Ἀλεξάνδρεια καί νά
συγκροτήσει Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε σημαντικώτατο σταθμό στήν ἱστορία
τῶν ἀγώνων τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τοῦ Ἀρειανισμοῦ .
Οἱ διωγμοί συνεχίσθηκαν καί ἐπί
αὐτοκράτορος Οὐάλη πού ἐξόρισε τόν Ἅγιο . Φοβούμενος ὅμως ἐξέγερση τοῦ
λαοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀναγκάσθηκε νά ἀνακαλέσει τόν Ἅγιο ἀπό τήν ἐξορία
.
Ἀγωνιζόμενος γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη μέχρι
τό τέλος τοῦ βίου του, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη στίς 2 Μαΐου 373 μ.Χ., σέ
ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κατεκόσμησε τό θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας .
Ἡ Ἐκκλησία πολύ ἐνωρίς τοῦ ἀπένειμε τόν
τίτλο τοῦ Μεγάλου Πατρός αὐτῆς . Εἶναι ἐκεῖνος πού διαισθάνθηκε καί
ἀντιλήφθηκε ἄριστα τίς λεπτεπίλεπτες σχέσεις ἀλληλεξαρτήσεως τῶν ἐπί
μέρους ἀληθειῶν τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖες στή σκέψη του ἀποτελοῦν τμήματα
μιᾶς καί τῆς αὐτῆς ἀλήθειας, ὡστε ἡ πλάνη περί μία ἐπί μέρους ἀλήθεια νά
συνεπάγεται ἀναπότρεπτα τήν ἀνατροπή ὁλόκληρου τοῦ συστήματος τῆς
χριστιανικῆς διδασκαλίας καί τήν δημιουργία αἱρέσεως .
Ἀλλά ὁ Ἅγιος καί μέ τόν καθόλου βίο του,
ἀπέδειξε τό ἐνάρετο καί τό εὐσεβές τοῦ ἤθους αὐτοῦ σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε
τό ὄνομά του νά ἀποβεῖ ταυτόσημο πρός τήν ἀρετή. Γι ' αὐτό λέγει
ἐπιγραμματικά ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός: « Ἀθα - νάσιον ἐπαινῶν,
ἀρετήν ἐπαινέσομαι· ταὐτόν γάρ ἐκεῖνον τε εἰπεῖν καί ἀρετήν ἐπαινέσαι »29 .
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος συνεχίζοντας παρατηρεῖ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγινε
κατ ' ἐξοχήν δέκτης τοῦ θείου φωτισμ, ἔφθασε σέ ὕψος βιβλικῶν προσώπων
καί ἴσως μάλιστα κάποια ἀπό αὐτά νά ὑπερέβαλε, γιατί κυριο λεκτικά
ἑνώθηκε καί ἔγινε ἕνα μέ τό θεῖο φῶς . Καί ἔτσι μόνο κατόρθωσε νά
ἀντιμετωπίσει τίς μεγάλες κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς του 30 .
Ἡ Ἐκκλησία ἠθέλησε νά ἀδελφώσει τή μνήμη
τῶν δύο Μεγάλων Πατέρων αὐτῆς καί Ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας, τοῦ
Μεγάλου Ἀθανασίου, πρωταγωνιστοῦ κατά τοῦ Ἀρειανισμ, καί τοῦ Ἁγίου
Κυρίλλου, πρωταγωνιστοῦ κατά τοῦ Νεστοριανιοῦ, καί ὅρισε τόν συνεορτασμό
τους στίς 18 Ἰανουαρίου.
῾Η Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου καί Κυρίλλου ἐτελεῖ το στή Μεγάλη᾿Εκκλησία.
Ο Μέγας Αθανάσιος κατέβαλε μεγάλες
προσπάθειες για την τελειότερη διαμόρφωση τῆς ἱερᾶς μουσικῆς στήν
Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, ὅπου ἐκεῖ οἱ Μελετιανοί ἔψαλλαν τούς
ἐκκλησιαστικούς ὕμνους χορεύοντας. Ἔτσι, εἰσήγαγε εἰδική καί κατάλληλη
γι' αὐτούς μουσική.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος καταγόταν ἀπό τήν
Παλαιστίνη καί ἐγεννήθηκε πιθανῶς τό ἔτος 313 μ.Χ. στά Ἱεροσόλυμα.
Ἐχει-ροτονήθηκε πρεσβύερος ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Μαξίμου τοῦ Γ΄
(333-348 μ.Χ.), τόν ὁποῖο καί διαδέχθηκε στήν ἐπισκοπική ἕδρα κατά τίς
ἀρχές τοῦ ἔτους 348 μ.Χ., εἴτε διότι ἀπομακρύνθηκε ἀπό τούς αἱρετικούς
Ἀρειανούς 31, εἴτε διότι ἀπέθανε 32 .
Ὁ Ἅγιος ἀρχικά ἀδιαφοροῦσε γιά τίς
δογματικές «λεπτο-λογίες» καί ἀπέφευγε ἐπιμελῶς τόν ὅρο «ὁμοούσιος» .
Γι' αὐτό ὁ Ἀρειανός Μητροπολίτης Καισαρείας Ἀκάκιος ἐνέκρινε τήν ἐκλογή
του καί τόν ἐχειροτόνησε εἰς Ἐπίσκοπον. Ἀλλά συνέβη καί ἐδῶ ὅ,τι
ἀργότερα καί στήν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Μελετίου, Πατριάρχου Ἀντιοχείας (†
12 Φεβρουαρίου). Ὁ Ἅγιος δέν ἔμεινε ἐκτός τοῦ κλίματος τῆς ἐποχῆς ὡς
πρός τούς δογματικούς ἀγῶ-νες καί ἀπό τούς πρώτους μῆνες τῆς
ἀρχιερατείας του ἀπο-δείχθηκε διά τῶν περιφήμων Κατηχήσεών του
ὑπερασπιστής τῶν Ἀποφάσεων καί τῶν Ὅρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Τούς ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἐξῆρε καί ἡ
ἐν Κων-σταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ ἔτους 382 μ.Χ.: « Τῆς δέ γε μητρός
ἁπαςῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις, τόν αἰδεσιμώτατον Κύριλλον
ἐπίσκοπον εἶναι γνωρίζομεν. Κανονικῶς τε παρά τῶν τῆς ἐπαρχίας
χειροτονηθέντα πάλαι καί πλεῖστα πρός τούς Ἀρειανούς ἐν διαφόροις τόποις
ἀθλήσαντα» 33 .
Ἡ δογματική τοποθέτηση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου
ὑπῆρξε ἡ πρώτη αἰτία ρήξεως μέ τόν Ἐπίσκοπο Ἀκάκιο Καισαρείας, ὁ ὁποῖος
στή συνέχεια ἐζητοῦσε διάφορες ἀφορμές νά κατα-στρέψει τόν Ἅγιο.
Δεύτερη αἰτία ἦταν ἡ διαφορά περί τή δικαι-οδοσία τῶν δύο ἑδρῶν. Ὡς
γνωστόν, λόγῳ καταστροφῆς τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων, ἡ ἐκεῖ Χριστιανική
κοινότητα δια-σκορπίσθηκε, μετά δέ τήν ἐπανοικοδόμηση αὐτῆς οἱ
Χριστιανοί ἦσαν λίγοι, γι' αὐτό σέ Μητρόπολη ἀναδείχθηκε ἡ πρωτεύουσα
τῆς Παλαιστίνης Καισάρεια. Μετά ἀπό λίγο, ὅταν ἡ Χριστιανοί τῶν
Ἱεροσολύμων ἐπληθύνθησαν, ἡ Ἐπισκοπή Ἱεροσολύμων ἐζήτησε ἀποκατάσταση
τῆς παλαιᾶς αὐτῆς θέσεως. Ἔτσι δέ ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, διά τοῦ 7ου
Κανόνος αὐτῆς, ὅριζε νά τιμᾶται ἰδιαιτέρως κατά τά ἄρχαῖα ἔθιμα ὁ
Ἐπίσκοπος Αἰλίας, δηλαδή Ἱεροσολύμων, ἡ δέ Μητρόπολη Καισαρείας νά
διατηρεῖ τό οἰκεῖο ἀξίωμα. Ἡ ἀσάφεια τῆς διατυπώσεως τοῦ Κανόνος
προεκάλεσε διένεξη μεταξύ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καί τοῦ Ἀκα-κίου.
Ὁ τελευταῖος ἦταν σέ πλεονεκτική θέση λόγῳ τῆς ὑπο-στηρίξεως αὐτοῦ ἀπό τόν Ἀρειανό αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337-361 μ.Χ.) 34 ,
καί ἀφοῦ εὑρῆκε πρόφαση κατά τοῦ Ἁγίου Κυ-ρίλλου, ὅτι σέ καιρό λιμοῦ
ἐπούλησε ἱερά κειμήλια καί ἀνα-θήματα, γιά νά προσφέρει τροφή στούς
ἄπορους, καθαίρεσε τόν Ἅγιο διά Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε στά Ἱεροσόλυμα,
τό ἔτος 357 μ.Χ., καί τόν ἀπομάκρυνε ἀπό ἐκεῖ 35 .
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐξορίσθηκε στήν Ταρσό
τῆς Κιλικίας καί ἔγινε δεκτός ὑπό τοῦ ἐκεῖ Ἐπισκόπου Σιλβανοῦ, ὁ ὁποῖος
ἀπέρριψε τήν ἀξίωση τοῦ Ἀκακίου νά διακόψει τήν ἐπικοινωνία τοῦ μέ τόν
Ἅγιο. Ὡστόσο ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐζητοῦσε νά διε-ρευνηθεῖ ἡ ὑπόθεσή του ἀπό
μεγαλύτερη Σύνοδο. Πράγματι, ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε, τό ἔτος 359
μ.Χ., στά Ἱεροσόλυμα, τόν ἀποκατέστησε καί τόν ἀθώωσε, ἀλλά ὁ Ἀκάκιος,
ἀφοῦ κατέφυγε στήν Κωνσταντινούπολη, ἐματαίωσε τίς ἀποφάσεις αὐτῆς δι'
ἄλλης Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε, τό ἔτος 360 μ.Χ., στήν Κωνσταντινούπολη,
καί ἐπεκύρωσε τήν καθαίρεση καί ἐξορία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου 36.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐπέστρεψε στήν ἕδρα του,
ὅπως καί οἱ λοιποί ἐξόριστοι Ἐπίσκοποι, τό ἔτος 361 μ.Χ., ἐπί
αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, ὁ ὁποῖος θέλοντας νά ἔχει κοντά
του ὅλους τούς ἐχθρούς τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίου, ἀνε-κάλεσε τούς
ἐξόριστους Ἀρχιερεῖς. Ὁ Ἅγιος αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη νά ἐπιδοθεῖ στή
διαποίμανση τοῦ ποιμνίου του. Ἀλλά μετά τό θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ
Παραβάτου, στίς 26 Ἰουλίου 363 μ.Χ., ἐξορίσθηκε πάλι ἀπό τόν αὐτοκράτορα
Οὐάλη (364-378 μ.Χ.) γιά ἕνδεκα χρόνια καί ἐπανῆλθε στά Ἱεροσόλυμα μετά
τό θάνατο τοῦ αὐτοκράτορος, τό ἔτος 378 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 387 μ.Χ.
Τό κύριο ἔργο του εἶναι οἱ Κατηχήσεις ,
οἱ ὁποῖες ἐκφω-νήθηκαν κατά τή διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί
τῆς Διακαινησίμου τοῦ ἔτους 348 μ.Χ. στή βασιλική τῆς Ἀνα-στάσεως.
Σκοπός τῶν Κατηχήσεων εἶναι ἀφ' ἑνός μέν ἡ εἰσα-γωγή τῶν Κατηχουμένων
στίς θεμελιώδεις διδασκαλίες τῆς πίστεως καί τοῦ ἠθικοῦ βίου τῶν
Χριστιανῶν, ἀφ' ἑτέρου δέ ἡ φανέρωση τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας στούς
Νεοβαπτι-σθέντες. Ἡ ἀξία τῶν Κατηχήσεων τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου εἶναι
ἀνυπολόγιστη. Κανένα ἔργο πρό αὐτοῦ δέν ἐμφανίζει μέ τόση
παραστατικότητα σχεδόν ὅλο τό τελετουργικό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τό
μυστηριακό καί ἁγιαστικό σύστημα μέ κατα-πλήσσουσα ὁμοιότητα πρός τά
μέχρι σήμερα τελούμενα στό ναό, ὥστε δικαιολογημένα νά θεωροῦμε ὅτι οἱ
Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἀποτελοῦν ἔκτυπο ἀναπαράσταση καί στήν
πράξη διατήρηση αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀποστολικῆς Τελετουργι-κῆς Παραδόσεως. Ὁ
Ἅγιος ἔγραψε, ἐπίσης, διάφορους ὀρθόδο-ξους ὕμνους κατά τῶν Ἀρειανῶν,
πού δέν σώζονται.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 18 Μαρτίου.
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος καταγόταν ἀπό τή Γαλλία καί ἐγεν-νήθηκε κατά τόν Δ΄ αἰώνα μ.Χ. στήν πόλη Πικτάβιον ( Poi - tiers )37.
Οἱ γονεῖς του ἦσαν εἰδωλολάτρες καί ἐκεῖνος μετε-στράφη πρός τόν Χριστό
καί ἔγινε Ἐπίσκοπος τῆς γενέτειράς του. Τό ἔτος 356 μ.Χ. ἐξορίσθηκε ἀπό
τόν αὐτοκράτορα Κωνστά-ντιο (337-361 μ.Χ.) στή Φρυγία γιά τά ὀρθόδοξα
φρονήματά του. Στήν ἐξορία, ὅπου ἔμεινε γιά τέσσερα συνεχῆ ἔτη, ἔγραψε
τό « Περί τῆς Τριάδος» ἔργο του καί τό « Περί Συνόδων» , τό ὁποῖο
ἀπηύθηνε πρός τούς Χριστιανούς τῆς Δύσεως, γιά νά πληροφο-ρήσει αὐτούς
περί τῶν ἀγώνων τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολῆς κατά τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Ὁ Ἅγιος ἔλαβε μέρος στή Σύνοδο τῆς
Σελευκείας τῆς Ἰσαυρίας, τό 359 μ.Χ., καί μετεῖχε τῆς ἐπιτροπῆς τῶν
Ἐπισκό-πων, οἱ ὁποῖοι ἀπεστάλησαν ἀπό τή Σύνοδο στήν Κωνστα-ντινούπολη,
μέ σκοπό νά γνωρίσουν στόν αὐτοκράτορα τίς ἀποφάσεις αὐτῆς. Ὁ Ἅγιος
ἐζήτησε ἰδιαίτερη ἀκρόαση ἀπό τόν αὐτοκράτορα, ἀλλά δέν ἔγινε δεκτός καί
ἐκδιώχθηκε. Ἐπα-νῆλθε στή Γαλλία, ὅπου καί συνέχισε τούς ἀγῶνες του
κατά τῶν αἱρετικῶν καί τή δράση του ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Στή Σύνοδο τῶν
Παρισίων, πού ἔγινε τό ἔτος 361 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Ἱλάριος κατόρθωσε νά
ἀναθεματισθοῦν οἱ Ἀρειανοί καί οἱ ἀρχηγοί τους στή Δύση Αὐξέντιος,
Οὐρσάκιος, Οὐάλης καί Σα-τουρνῖνος, καί νά ἀναγνωρισθεῖ τό κῦρος τῶν
ἀποφάσεως τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀπό τή Γαλλία ὁ Ἅγιος μετέβη στήν
Ἰταλία, ὅπου, τό ἔτος 364 μ.Χ., προήδρευσε τῆς Συνόδου τῶν Μεδιολάνων
καί καταπολέμησε τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο τῆς πό-λεως αὐτῆς Αὐξέντιο.
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ
εἰρήνη μεταξύ τῶν ἐτῶν 366-368 μ.Χ. καί θεωρεῖται μεταξύ ἀπό τούς
πρώτους μελωδούς τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, διαδεχθείς τόν Λακτάντιο (303
μ.Χ.) 38 .
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 13 Ἰανουαρίου.
Ὁ Ἅγιος Βικτωρίνος (Φάβιος Μάριος), ἴσως
ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ἐμαρτύρησε τό 304 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος
Διοκλη-τιανοῦ. Ὑπό τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου χαρακτηρίζεται ὡς ἐκκλη-σιαστικός
ἄνδρας σπουδαίας μορφώσεως, ὁ ὁποῖος συνέγραψε ὑπομνήματα στή Γένεση,
Ἔξοδο, Λευϊτικό, Ἡσαῒα, Ἰεζεκιήλ, Ἀββακοῦμ. Ἐκκλησιαστή, Ἄσμα Ἀσμάτων,
Ἀποκάλυψη, ἔργο κατά πασῶν τῶν αἱρέσεων καί λαμπρούς ὕμνους. Θεωρεῖται ὁ
ἀρχαϊκότερος Λατίνος ἐκκλησιαστικός συγγραφεύς ἀπό ὅσους ἀσχολήθηκαν μέ
τήν συστηματική ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἀπό τό πολυσχιδές ἔργο του
διασώθηκε τό ὑπόμνημά του στήν Ἀποκάλυψη 39.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του στίς 2 Νοεμβρίου.
11 Μιχαήλ Συγγέλου, Πρεσβυτέρου Ἱεροσολύμων, Ἐγκώμιον εἰς τόν Ἅγιον Διονύ-σιον , P . G . 4, 621.
12
Νικηφόρου Καλογερᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Π. Πατρῶν, Λόγος πανηγυρικπος εἰς τόν
Ἅγιον Διονύσιον τόν Ἀρεοπαγίτην, πολιοῦχον τῶν Ἀθηνῶν , ἐν «Ἀκολουθία
πλήρης τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγείτου...» , ἐν
Ἀθήναις 1894, σελ. 22.
13 Πράξ. 17, 32-34.
14 Μαρτύριον (ὑπό Μεθοδίου ἤ Μητροδώρου;), P . G . 4, 672.
15
«Ἐπί τούτοις καί τόν Ἀρεοπαγίτην ἐκεῖνον, Διονύσιος ὄνομα αὐτῷ, ὅν ἐν
Πράξεσι μετά τήν ἐν Ἀρείῳ Πάγῳ πρός Ἀθηναίους Παύλου δημηγορίαν, πρῶτον
πιστεῦσαι ἀνέγραψεν ὁ Λουκᾶς, τῆς ἐν Ἀθήναις Ἐκκλησίας πρῶτον Ἐπίσκοπον,
ἀρχαίων τις ἕτερος Διονύσιος τῆς Κορινθίων παροικίας ποιμήν ἱστορεῖ
γεγονέναι» , Ἐκκλησ. Ἱστορία, ΙΙΙ, 4, 40, P . G . 20, 221.
16
Εὐγενίου Βουλγάρεως, Ἑκατονταετηρίς τῶν ἀπό Χριστοῦ Σωτῆρος
ἐνανθρωπήσαντος ἡ πρώτη κατά χρονικήν περίοδον ἐν ἐπιτομῇ... , Λειψία
1805, σελ. 155. Αὐτό ἀναφέρει καί τό Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
17
Π.Β. Πάσχου, Ὁ Ἅγιος Διονύσιος, ὁ Ἀρεοπαγίτης, Ὑμναγιολογικές
προσεγγίσεις , ἀνάτυπον ἐκ τοῦ περιοδικοῦ «Θεολογία», τόμος ΞΔ΄ [1993],
τεῦχος Γ΄, σελ. 496.
18 Ἰουστίνου Μάρτυρος, Ἀπολογία Α΄ , κεφ. 67, 6, Β.Ε.Π.Ε.Σ., τόμος 3 ος, σελ. 198.
19 Ἰουστίνου Μάρτυρος, Ἀπολογία Α΄ , κεφ. 66, 1, Β.Ε.Π.Ε.Σ., τόμος 3 ος , σελ. 197.
20 Ὅπ. π., σελ. 194.
21
Ὁ Μᾶρκος Αὐρήλιος καί ὁ Ρουστικός ἦσαν Στωϊκοί φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι,
ἐνῶ μποροῦσαν, δέν κατέβαλαν προσπάθεια νά κατανοήσουν τό πνεῦμα τοῦ
Χριστιανισμοῦ ἤ τουλάχιστον νά ἀναγωρίσουν τήν ἀθωότητα τῶν Χριστιανῶν,
ἀλλ' ἀφέθηκαν νά ρυμουλκηθοῦν ἀπό τήν ἁρπαγή τῆς Ρωμαϊκῆς ἀπολυταρχίας.
22 Ἔλεγχος 3,3,.
23 Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Ἡ ὑμνογραφία τῆς Ἀρχαϊκῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1959, σελ. 19-20.
24Μυριόβιβλος 118.
25 Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 7,1.
26 De vir . ill 54.
27 Περί μέτρων καί σταθμῶν 18.
28 P . G . 10, 231-236.
29 P . G . 35, Λόγος 21.
30 P . G . 35, Λόγος 21.
31 Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 2, 38, P.G. 67, 324. Σωζομένου, Ἐκκλη-σιαστική Ἱστορία 4, 20, P.G. 67, 1173.
32 Θεοδωρήτου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 2, 22, P.G. 82, 1064.
33 Θεοδωρήτου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 5, 9, Ἐπιστολή πρός Δάμασον καί τούς Δυτικούς , P.G. 82, 1217.
34
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, σέ σωζόμενη ἐπιστολή του πρός τόν αὐτοκράτορα
Κων-στάντιο, γνωστοποιεῖ στό βασιλέα τό θαῦμα, τό ὁποῖο ἔγινε κατά τήν
ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, στίς 7 Μαῒου 351 μ.Χ. Γιγαντιαῖος Σταυρός
ἐμφανίσθηκε ἐπάνω ἀπό τό Γολγοθᾶ καί μέχρι τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Δέν
ἐπέρασε γρήγορα, ἀλλά παρέμεινε ἐπί ὧρες καί κατέστη ὁρατός ἀπό ὅλο τόν
κλῆρο καί τό λαό, Χριστιανικό καί μή, πού ἐπλημμύρισε ἀπό φόβο ἀνάμικτο
μέ χαρά (Σωζομένου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 4, 5, P>G. 67, 1117). .
35 Σωζομένου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 2, 22, P.G. 82, 1065.
36 Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 2, 39, P.G. 67.
37
Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο, σελ. 10. Ἐμμανουήλ Γ. Παντελάκη, Ἱλάριος , Μεγάλη
Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 12 ος , Ἀθῆναι, 1930, σελ. 952.
38
Λακτάντιος: Λούκιος Καίλιος Φιρμιναός. Ἐγεννήθηκε πιθανώτατατ στήν
Ἀφρική περί τό 260 μ.Χ. Οἱ γονεῖς του ἦσαν ἐθνικοί, ὁ ἴδιος ὅμως
ἀσπάσθηκε τόν Χριστιανισμό. Γιά τό λεπτό γλωσσικό αἴσθημα καί τό ἐκλεκτό
ὕφος του ἀποκλή-θηκε «Χριστιανός Κικέρων». Ἕνεκα τῆς φήμης του ὡς
ρητοροδιδασκάλου προ-σκλήθηκε ἀπό τόν Διοκλητιανό, γιά νά διδάξει
ρητορική στή νέα πρωτεύουσα τοῦ κράτους του, τή Νικομήδεια τῆς Βιθυνίας.
Ὅταν ἐξέσπασε ὁ διωγμός (303 μ.Χ.) ἀναγκάσθηκε νά ἐγκαταλείψει τή θέση
τοῦ διδασκάλου καί ἀνεχώρησε ἀπό τή Βιθυνία. Περί τό ἔτος 317 μ.Χ., σέ
βαθύ γῆρας, προσκλήθηκε ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντίνο στή Γαλλία ὡς
διδάσκαλος τοῦ υἱοῦ του Κρίσπου.
39 Cod . Ottob . lat . 3288 A , Αποστολική Βατικανή Βιβλιοθήκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου