Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

Η Θεοτόκος στην Χριστουγεννιάτικη υμνογραφία του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού (Α)



Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου  (εκπαιδευτικού-χημικού)
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ  (Δεκέμβριος 2007) και αποτελεί μέρος της εργασίας μας με τίτλο-
Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ   ΣΤΗΝ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ.
ΜΕΡΟΣ-Α
Το υμνογραφικό έργο του Ρωμανού του Μελωδού
Ο Ρωμανός ο Μελωδός  είναι μέχρι σήμερα το αντικείμενο της μελέτης και έρευνας πολλών σοφών της Εσπερίας, Ιταλών, Γάλλων, Άγγλων και κυρίως Γερμανών. Ένας από αυτούς τον αποκαλεί «νέο Πίνδαρο του Βυζαντίου», και άλλος ένας «τον μέγιστο εκκλησιαστικό ποιητή του κόσμου» και «πρίγκιπα των μελωδών».
Ο διάσημος βυζαντινολόγος καθηγητής Κ. Κρουμβάχερ εξέδωσε στο Μόναχο πολλά ανέκδοτα άσματα του Ρωμανού και άλλων, από χειρόγραφα της βιβλιοθήκης της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου. Με το όνομα «Κοντακάριον» βρέθηκε στην βιβλιοθήκη της Μόσχας ελληνική χειρόγραφη περγαμηνή, που περιέχει Κοντάκια και Οίκους για όλο τον ενιαυτό, αλλά όχι και όλα τα έργα του Ρωμανού.
Δεν γνωρίζουμε τα περισσότερα Κοντάκια του Ρωμανού, γιατί αυτά αντικαταστάθηκαν από τους Κανόνες. Σε χρήση, όμως, παρέμεινε ο περιώνυμος του Ρωμανού ύμνος στην Γέννηση του Χριστού, του οποίου η πρώτη  στροφή είναι το γνωστό Κοντάκιο των Χριστουγέννων και το οποίο μέχρι τον ΙΒ’ αιώνα ψαλλόταν κάθε χρόνο σε επίσημα γεύματα από τους ενωμένους χορούς των λεγομένων Αγιοσοφιτών και Αποστολιτών. Σύμφωνα με την συναξαριακή παράδοση, συνέθεσε πάνω από χίλιους ύμνους. Σήμερα γνωρίζουμε 85 πλήρεις ύμνους (κοντάκια) και μερικά μικρά ποιήματα (σπαράγματα).
«Ο Ρωμανός ήταν μέσα στην Χάρη και ο, τι έγραφε ήταν τέλειο», είπε κάποτε ο Γέροντας Πορφύριος.
Η ποίηση του Ρωμανού του Μελωδού εκφράζει την ίδια την εποχή του, τους πόθους και τις ελπίδες εκείνων των ανθρώπων. Γι’ αυτό και το έργο του δεν εξετάζεται μόνο από θρησκευτική η λογοτεχνική άποψη αλλά και ιστορική και λαογραφική. Η γλώσσα του απλή, χωρίς στόμφο και όπου παρουσιάζεται ρητορική μακρολογία, επειδή έτσι επιβαλλόταν από την ανάγκη των τότε λειτουργικών πλαισίων, αυτό γίνεται χωρίς να κουράζει. Γενικά οι φράσεις του περιέχουν πλαστικότητα, μεστή νοημάτων κατά μια άψογη τεχνική, όπως παραδέχονται ειδικοί.
Οι μελετητές του έργου του εξαίρουν την ποιητική του δύναμη, την πρωτότυπη και ανεξάντλητη στιχουργική του ικανότητα, στοιχεία που γίνονται ιδιαίτερα αισθητά στους ύμνους της Γεννήσεως του Χριστού. Ο Ρωμανός συνέθεσε τρία Κοντάκια για το γεγονός της Θείας Ενανθρωπήσεως. (το τρίτο αναφέρεται στα Άγια Νήπια).

Το πρώτο Κοντάκιο των Χριστουγέννων
Ο πρώτος ύμνος, αληθινά αριστουργηματικός, έχει ως θέμα του την Ενανθρώπιση του Θεού. Έχει την χαρακτηριστική ακροστιχίδα «Του ταπεινού Ρωμανού ύμνος» και ψάλλεται την ημέρα της Γεννήσεως του Χριστού. Αποτελείται από το προοίμιο «Η Παρθένος σήμερον», εικοσιτέσσερις οίκους, με δέκα στίχους ο καθένας, με εφύμνιο κάθε οίκου το «..παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός». Στη σημερινή λειτουργική πράξη από τον ύμνο αυτό ψάλλεται μόνο το προοίμιο «Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει» και αναγιγνώσκεται μετά την στ’ ωδή του κανόνος ο Α’ οίκος: «Την Εδέμ Βηθλεέμ ήνοιξε, δεύτε ίδωμεν»
.
Η Θεοτόκος στην θεματολογία του Α’ Κοντακίου.
Ξεκινώντας ο Ρωμανός από την Ευαγγελική διήγηση με μία απαράμιλλη λυρικότητα και μαεστρία υπερβαίνει την θεολογία και «εξανθρωπίζει» το μυστήριο της Θείας Σαρκώσεως, διεκδικώντας, όπως έχει παρατηρηθεί, για την τέχνη του ευρύτατα περιθώρια μεταπλασμού και ελεύθερης επεξεργασίας της συγκεκριμένης ευαγγελικής παράδοσης. Το πρόσωπο, που παρουσιάζει ως κυρίαρχο στο όλο γεγονός δεν είναι ο ενανθρωπήσας Θεός-Λόγος αλλά η Πάναγνη Μητέρα Του, «η φαεινή και Αμώμητος» (αψεγάδιαστη), που είναι «φύσει άνθρωπος» και ως άνθρωπος αδυνατεί να κατανοήσει το βάθος του Μυστηρίου, που εκούσια υπηρετεί.
Το βρέφος που μόλις γεννήθηκε είναι βέβαια Γιος της αλλά ταυτόχρονα είναι και Πατέρας Της και Θεός και Θεός των πάντων. Η παρθενική σύλληψη και Γέννηση σε αντίξοες συνθήκες είναι βέβαια γεγονότα, όμως η ίδια ως άνθρωπος βασανίζεται από ένα μεγάλο πλήθος ερωτηματικών για όλα εκείνα τα ανεξήγητα που συμβαίνουν και η ίδια συμμετέχει. Και απορημένη ερωτά.
Οίκος Β’ (απόσπασμα: στίχ. 4-10)
Ειπέ μοί, τέκνον, πώς ενεσπάρης μοι ή πως ενεφύης μοί.
Ορώ σε, σπλάγχνον και καταπλήττομαι,
ότι γαλουχώ και ου νενύμφευμαι.
Και σε βλέπω μετά σπαργάνων,
την παρθενίαν δε ακμήν εσφραγισμένην θεωρώ.
Συ γαρ ταύτην φυλάξας εγεννήθης ευδοκήσας
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
Οίκος Γ’
Υψηλέ Βασιλεύ, τι σοί και τοίς πτωχεύσασαι;
Ποιητά ουρανού, τι προς γήινους ήλυθας;
Σπηλαίου ηράσθης ή φάντης ετέρφθης;
Ιδού ούκ έστι τόπος τη δούλη σου εν τω καταλύματι.
ου λέγω τόπον, αλλά ουδέ σπήλαιον,
ότι και αυτό τούτο αλλότριον. και τη μέν Σάρρα τεκούση βρέφος
εδόθη κλήρος γης πολύς, εμοί δε ούτε φωλεάν
εχρησάμην το άνδρον, ο κατώκησας βουλήσει
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
Αυτό που η ίδια δεν κατανοεί, έρχονται να το επιβεβαιώσουν οι Μάγοι, που φτάνουν στο σπήλαιο για να προσκυνήσουν «παιδίον νέον» τον προαιώνιο Θεό.  Η Μητέρα ακούει την διαβεβαίωση των ξένων σοφών, ότι το γεγονός αυτό της θείας ενανθρωπήσεως προφητεύτηκε και αυτή έγινε «απάτορος υιού μήτηρ και τροφός», του Οποίου καθώς είδαμε το άστρο καταλάβαινε πως ήρθε στον κόσμο «παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός».

Οίκος Ε’
Ακριβώς γαρ ημίν ο Βαλαάμ παρέθετο
των ρημάτων τον νουν ωνπερ προεμαντεύσατο,
ειπών ότι μέλλει αστήρ ανατέλλειν,
αστήρ σβεννύων πάντα μαντεύματα και τα οιωνίσματα.
Αστήρ εκλύων παραβολάς σοφών,
ρήσεις τε αυτών και τα αινήγματα.
Αστήρ αστέρος του φαινομένου
υπερφαιδρότερος πολύ ως πάντων άστρων ποιητής,
περί ου προεγράφη. εκ του Ιακώβ ανατέλλει
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
Τα παράξενα αυτά λόγια όταν άκουσε η Μαριάμ έσκυψε και προσκύνησε το Σπλάχνο Της και το ευχαρίστησε για τα μεγαλεία που της επεφύλαξε. «Παραδόξων ρητών η Μαριάμ ως ήκουσε τω εκ σπλάχνων αυτής κύψασα προσεκύνησε και κλαίουσα είπε:  Μεγάλα μοί, τέκνον, μεγάλα πάντα, όσα εποίησες μετά της πτωχείας μου».  Ολόκληρο το υπόλοιπο του ύμνου είναι ένας διάλογος ανάμεσα στην Θεοτόκο και τους Μάγους.  Στον διάλογο αυτό αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί η συνάντηση των Μάγων με τον Ιωσήφ και ο προβληματισμός τους για την παρουσία του.  Έτσι ο Ρωμανός παίρνει αφορμή να διακηρύξει με ποιητικό τρόπο την Άσπιλη Σύλληψη του Χριστού και το Αειπάρθενο της Θεοτόκου, την οποία ονομάζει «απαράνοικτο πύλη, ην ο Χριστός μόνος διώδευσεν», «Θύρα ανοιχθείσα και μηδαμώς κλαπείσα τον της αγνείας θησαυρόν».
Οίκος Θ’ (στίχ. 4-10) και Ι’
Η δε ανοίγει θύραν και δέχεται μάγων το σύστημα
ανοίγει θύρα η απαράνοικτος
πύλη, ην Χριστός μόνος διώδευσεν
ανοίγειν θύραν η ανοιχθείσα
και μη κλαπείσα μηδανώς τον της αγνείας θησαυρόν
αυτή ήνοιξε θύραν, αφ’ ης εγεννήθη θύρα,
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.

Ι’

Οι δε Μάγοι ευθύς ώρμησαν εις τον θάλαμον
και ιδόντες Χριστόν έφριξαν, ότι  είδοσαν
την τούτου μητέρα, τον ταύτης μνηστήρα
και φόβω είπον «Ούτος υιός εστίν αγενεαλόγητος.
και πως Παρθένε, τον μνηστευσάμενον
βλέπομεν ακμήν ένδον του οίκου Σου;
ουκ έσχε μώμον η κυησίς σου;
μη η κατοίκησις ψεχθεί συνόντος σοι του Ιωσήφ;
πλήθος έχεις φθονούντων, ερευνώντων που ετέχθη,
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.

Η Παναμώμητος, όμως, Θεοτόκος αποκαλύπτει τον ρόλο του Μνήστορος, ο οποίος θα γίνει «έλεγχος πάντων των καταλαλούντων», και θα είναι αυτός που θα «ρητορεύει σαφώς άπαντα άπερ ήκουσεν», θα «απαγγέλει τρανώς όσα αυτός εώρακε εν τοις ουρανίοις και τοις επιγείοις».
Οίκοι ΙΑ’ και ΙΒ’ (στίχ. 1-6)
«Υπομνήσω υμάς», μάγοις Μαρία έφησε,
«τίνος χάριν κρατώ τον Ιωσήφ εν οίκω μου
εις έλεγχον πάντων των καταλαλούντων
αυτός γαρ λέξει άπερ ακήκοε περί του παιδίου μου.
Υπνών γαρ είδεν άγγελον άγιον
λέγοντα αυτό πόθεν συνέλαβον
πυρίνη θέα τον ακανθώδη
εκπληροφόρησε νυκτός περί των λυπούντων αυτόν.
Δι’ αυτό συνεστί μοι Ιωσήφ δηλών ως έστι
παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.

ΙΒ’
Ρητορεύει σαφώς άπαντα άπερ ήκουσεν
απαγγέλει τρανώς όσα εώρακεν
εν τοις ουρανίοις και τοις επιγείοις τα των ποιμένων, πως συνανύμνησαν πηλίνοις οι πύρινοι.
Υμών των Μάγων, ότι προέδραμεν άστρον φωταυγούν και οδηγούν υμάς.

Στην συνέχεια του διαλόγου προβάλλονται τα ιστορικά γεγονότα τα σχετικά με το άστρο και την πορεία των Μάγων, τον Ηρώδη και την σφαγή των νηπίων. «Υπό των απλανών μάγων αυτά ελέγετο υπό δε της σεμνής πάντα επεσφραγίζετο κυρούντος του βρέφους τα των αμφοτέρων (=το βρέφος επικύρωνε τα λεγόμενα και από τις δύο πλευρές).  Ακολουθεί η προσκύνηση των Μάγων στο Χριστό, αφού προηγουμένως αυτοί «προσεκύνησαν το δώρο των δώρων, το μύρο των μύρων» δηλ. την Θεοτόκο, την Πηγή όλων των δώρων και όλων των αρωμάτων, λέγοντας στον νεογέννητο Χριστό: «Δέξαι δώρημα τρίυλον, ως τον Σεραφίμ ύμνον τρισάγιον μη αποστρεψης ως τα του Κάιν, αλλά εναγκάλισαι αυτά ως την του Άβελ προσφοράν δια της σε τεκούσης, δι’ ης ημίν εγεννήθης παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.»
Η Μητέρα – Θεοτόκος, η Πηγή όλων των δώρων, που δέχθηκε τα δώρα και άκουσε από το στόμα των Μάγων την αλήθεια για τον Γιό της, πρέπει να παρακαλέσει για το γένος της και θα είναι πλέον η μόνη μεσίτρια ανάμεσα στους ανθρώπους και στον Γιο-Θεό της.
Οίκος ΚΒ’
Νέα νυν και φαιδρά βλέπουσα η αμώμητος
μάγους δώρα χερσί φέροντας και προσπίπτοντας,
αστέρα δηλούντα, ποιμένας υμνούντας,
τον πάντων τούτων κτίστην και Κύριον ικέτευε λέγουσα.
«Τριάδα δώρων, τέκνον δεξάμενος
τρείς αιτήσεις δος τη γεννησάση σε
Υπερ αέρων παρακαλώ σε και υπέρ των καρπών της γης και των οικούντων εν αυτή

Οίκος ΚΓ’
Ουχ απλώς γαρ ειμι μήτηρ σου, σώτερ εύσπλαχγνε
ουκ εική γαλουχώ τον χορηγόν του γάλακτος
αλλ’ υπέρ πάντων εγώ δυσωπώ σε
εποιησάς με όλου του γένους μου και στόμα και καύχημα
εμέ γαρ έχει η οικουμένη σου,
σκέπην κραταιά, τείχος και στήριγμα
εμέ ορώσιν οι εκβληθέντες
του Παραδείσου της τρυφής, ότι επιστρέψω αυτούς
λαβείν αίσθησιν πάντων δι’ εμού της σε τεκούσης
παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν.

Οίκος ΚΔ’ (απόσπασμα. στίχ: 1-3)
Σώσον κόσμον, Σωτήρ, τούτου γαρ χάριν ήλυθας
στήσον πάντα τα σα τούτου γαρ χάριν έλαμψας
εμοί και τοις μάγοις και πάση τη κτίσει.
Ιδού γαρ μάγοι, οις ενεφάνισας το φως του προσώπου σου,
προσπιπτοντές σοι δώρα προσφέρουσι
Χρήσιμα καλά λίαν ζητούμενα.
Αυτών γαρ χρήζω, επειδή μέλλω.
Επί την Αίγυπτον μολείν και φεύγειν συν σοι δια σε,
Οδηγέ μου, υιέ μου, ποιητά μου, λυτρωτά μου,
Παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου