ΗΔ’ ΕΡΟΣ
ΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ
Ο Θνήσκων Θεός
Και η άνοιξη των επιταφίων
Επιτάφιος στην Τήνο. Foto: Νίκος Ζερβονικολάκης
Στρέφει ο καιρός, με την τροπή του ήλιου, προς την άνοιξη, και τρέφει έρωτες η γη, με χρώματα και λογής ανθούς των αρωμάτων, και τρέφει και η ζωή ακμαία ένστικτα.
Αρχαίος είμαι
στο άλμπουρο σηματωρός
κι εσύ στο χάρτη
μια στεριά που ανάβει.
Πυρομαχούν τα χωράφια από το πορφυρό βαθύ της παπαρούνας. Αίμα του Αδωνη. Θεός Θεού!
Λιγώνει ο νους
πυρομαχεί μια πυρκαγιά,
με το φεγγάρι
στα νερά της θάλασσας.
Οι νύχτες έχουν τις μυρωδιές των επιταφίων. Ο Θνήσκων θεός επιστρέφει. «Θανάτω θάνατον πατήσας». Η ζωή έχει τα μέτρα της και ο θάνατος τα δικά του.
Από μυστικά μονοπάτια επιστρέφουν οι ωδές των ανθρώπων, ως να επιστρέφει ολοένα ο χρόνος, και να ανεβαίνει η ζωή από ένα βαθύ, σκοτεινό πηγάδι.
Ο θεός των εγκάτων
Ερυσίχθων και πυριγενής
«τους γης ένερθε δαίμονες»
ζωσμένος.
Ο ποιών τις νύχτες αυτού θαύματα, με των ερώτων τους οίστρους σε αλκή φυλακής.
«Αι γενεαί πάσαι».
Από καταβολής ερώτων. Από καταβολής ερώτων!
Πότνια Θηρών, εσύ γνωρίζεις παντός άλλου, τους μύχιους πόθους των ανθρώπων.
Ω! γλυκύς μου έρως
ένστικτο των ενστίκτων
αθάνατος υπάρχεις
***
Εξελών του Άδου
φωτός ζωής ταμείον
ήλιε μου ζωοδότη
Εξελών του ερέβους. Εγώ ο ανέσπερος, ο μικρός των ανέμων, ο πυρίτοκος και πυριφλεγής. Ο πυρός φλόγα. Ο γητευτής των ονείρων που έρχονται, έτσι, «επί πτερύγων ανέμων», ακριβής και αιώνιος. Ο αειθαλής του φωτός των άστρων. Με τον Διπλό Πέλεκυ και το άστρο της αυγής. Σεβίζων στα Ιερά Κορυφής.
Καρφί,
Πετσοφάς,
Γιούχτας,
«που έδυ σου το κάλος».
Επιτάφιος στην Τήνο. Foto: Νίκος Ζερβονικολάκης
Μυρίζουν πάλι οι νύχτες μου Απρίλη. Ο μυστικός των αποδείπνων είμαι, ο αεί ερχόμενος του Λαβυρίνθου, ο νυν και αεί, Αστερίων, Ιερός Ταύρος, Ιδομενεύς, Μινώταυρος, Θνήσκων Θεός.
Από το «Άσμα ασμάτων» τραγουδώ:
«Κραταιά ως θάνατος αγάπη»!
Και μου απαντά στην Αντιγόνη του ο Σοφοκλής:
«Έρως ανίκατε μάχαν».
Στου Μάη το δώμα τρέχει ο ήλιος και το κριθάρι χρυσίζει στα χωράφια. «Η εν πολλαίς αμαρτίαις» από τη μια και η Θεά των όφεων από την άλλη. Ο καιρός των ενστίκτων.
Στις τροπές του ήλιου στέκω!
Ισημερίες
και Ηλιοτρόπια
του τροχού τα στάσιμα
Χθόνιος, εγώ, ο δόκιμος των επιταφίων, με τις ηδονές των ερώτων και των ενστίκτων τα θέσμια.
Ευσεβής στα ιερά της Άνοιξης, με τα τρόπαια της θεάς, και ακριβής στων καιρών τα γυρίσματα.
Ευλαβής των εράσμιων και των εγκωμίων ανέσπερος, ο φωτογόνος και φωτοστεφής, της παρθένου και του Οφιούχου, εφτά οργιές βαθιά στη θάλασσα και εφτά οργιές στον ουρανό: Αστερίων!
Σήμερον η άνοιξη
των ερώτων μύρα ενδύεται
καταυγάζουσα.
Σήμερον η θάλασσα
έως άκρη στίλπει εξ ενστίκτων
πάλλουσα.
Σήμερον των θεών τα πάθη ορχούνται!
Σήμερον της ζωής είναι εγκώμιον
εκ φωτός ακηράτου.
Σήμερον εράται
πάσα κτίσις
και πάντα τα εν αυτή
και πάσα γην και θάλασσαν
και πας αήρ
και πάσα ζώσα πνοή
και πάσα φύσις
και παν τι έχον σπόρο, σπέρμα σπείρειν.
Με το φως στα μάτια ορκίζομαι στις πηγές των υδάτων, στα νερά του ωκεανού και πάντα όμβρον, ότι δοκίμιον ζωής.
Με το φως των άστρων ομνύω, στα απόκρυφα των ερώτων και στου λύχνου τα ιερά, ότι πηγή ζωής και ευωχία.
Με το φως του φεγγαριού κρουσμένος ορχούμαι στου βροντερού θεού το πιόμα, με μπρούσκο κρασί της γητειάς και μια φλόγα στο κούτελο.
Ο επιφάνιος των επιταφίων
«καθελών του ξύλου»
και ευώνυμος αυτής
καταφιλήσω δε πάλιν
ο άρρητος εξ αρρήτων
εξ αρχής
και εις το αιέν
Πότνια!
Όπου φύτρα ζωής, όπου όργος, όπου έρνος, όπου σείστρον και θύρσος και κάνθαρος.
Μύρα σοι, κομίζει
πάσα η γη
και μύρα ευωχείται
πάσα η κτίσις
Πότνια, ότι Συ μόνη υπάρχεις ανέσπερος. Πότνια Θηρών. Dea terrarum. «Οσία δ’ α κατά γαν». Ευρυφάεσσα. Αστερόεσσα, Χθόνια, Πελαγινή. Μητέρα Θεά. Παμμήτειρα Φύση!
Τήνος. Μεγάλη Παρασκευή. Foto: Νίκος Ζερβονικολάκης
Ευλαβούμαι έτσι των αχράντων κάθε άνοιξη, με τις ολονυχτίες και τα τροπάρια των παθών.
Η Μεγάλη Εβδομάδα μοιάζει θαρρώ με μυστική πόρτα ή με κρύπτη.
Πώς είχα την αίσθηση, μικρός, ότι η Μεγαλοβδομάδα και η Λαμπρή ανηφορίζανε απ’ το Πορτί.
Τα παιδιά έχουν πάντοτε με το μέρος τους την αλήθεια. Αυτά ξέρουν.
Όταν μεγαλώσεις, δεν σ’ ενδιαφέρει πια από πού έρχεται η Λαμπρή. Αυτό είναι όλο.
Τζιριταίρνει η Άνοιξη στα Μουχλιανά, και λέει το Σπαθί στην Ασκορδαλιά: Χριστός Ανέστη.
Κι ο Βούς; Τι να σημαίνει αλήθεια αυτό το τοπωνύμιο: Ιερός Ταύρος;
Σηκώνουν σκονόβολο τ’ αχινοπόδια!
«…κύριε εκέκραξα προς σε εισάκουσόν μου…».
Ποτέ δεν είχαν τέλος οι φόβοι και οι ελπίδες των ανθρώπων. Κι εγώ, γηγενής, εκ μύθων, μύστης, και ιερολάβος, με τον Διπλό Πέλεκυ ακόμη στο χέρι, ακριβής στους αιώνες.
«Ο τιθείς νέφη την επίβασιν αυτού»
Ο ύπνος μου μυρίζει σκίνα, ασφεντρουλιά, κάπαρη, θρούμπη, έρωντα, φλισκούνι, πικρό ραδίκι του γιαλού, μολόχα και φασκομηλιά.
Πορεύομαι έτσι, αειθαλής!
Με τη Θεογονία του Ησίοδου, για των ανθρώπων τα Έργα και τις Ημέρες.
«Ηδ’ έρος ος κάλλιστος εν αθανάτοισι θεοίσι».
ΗΣΙΟΔΟΣ: Θεογονία, στίχος 120.
Στων κοριτσιών τους ύπνους έρχομαι και φεύγω. Με καρτερεί θαρρώ στη Νάξο η Αριάδνη. Από ένα σπηλιαράκι ξεμετρώ τον κόσμο. Μεγάλη Παρασκευή. «Μη εποδύρου μου μήτερ». Ο πολλούς αιώνες πριν. «Η κτίσις κατιδούσα». Του Λάβρυος και του Λαβυρίνθου. «Άρατε πύλας».
Και επάρθηται!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου