Κυριακή 2 Απριλίου 2017

Η Έγερσις του Λαζάρου


    ...
    Διδασκαλίαι καθ’ οδόν
    Η εορτή των Εγκαινίων
    Πέραν του Ιορδάνου
    Η Έγερσις του Λαζάρου
    Ιεριχώ και Βηθανία
    Η Βαϊοφόρος
    Δευτέρα της εβδομάδος των παθών — Ημέρα Παραβολών
    ...

Μήνυμα προς τον Ιησούν — Δύο ημερών βραδύτης — «Άγωμεν και ημείς ίνα αποθάνωμεν μετ' αυτού» — Η προϋπάντησις της Μάρθας — «Εγώ ειμι η Ανάστασις και η Ζωή» — Αγωνία της Μαρίας — Βαθεία συγκίνησις του Ιησού — Σκηνή παρά τον τάφον — «Λάζαρε, δεύρο έξω» — Η σιωπή των τριών Ευαγγελιστών — Το συμβούλιον του Καϊάφα — «Συμφέρει ίνα απολέσθαι»

«Έχω τας κλεις του άδου και του θανάτου». (Αποκάλ Α'. 18).

Αύται αι αποχαιριτιστήριοι ομιλίαι και διδασκαλίαι ίσως ανήκουσιν εις τας δύο ημέρας, τας μετά το μήνυμα το οποίον ο Ιησούς, ενώ ήτο ακόμη εν Βηθανία τη πέραν του Ιορδάνου, έλαβεν από την άλλην Βηθανίαν, όπου συχνά είχεν εύρη φιλοξενίαν. Το μήνυμα τούτο ήτο, «Κύριε, ον φιλείς ασθενεί». Ο Λάζαρος ήτο ο μόνος στενός φίλος τον οποίον είχεν ο Ιησούς έξω του κύκλου των Αποστόλων Του, και το επήγον άγγελμα ήτο προφανώς πρόσκλησις όπως έλθη Εκείνος ενώπιόν του οποίου, εφ' όσον γνωρίζομεν, δεν συνέβη επιθανάτιος σκηνή.

Αλλ' ο Ιησούς δεν ήλθεν. Ηρκέσθη μόνον, ενώ απησχολείτο εις σπουδαία έργα, να πέμψη το μήνυμα ότι «αύτη η ασθένεια δεν ήτο προς θάνατον, αλλά προς δόξαν Θεού», και έμεινε δύο ημέρας περισσότερον όπου ευρίσκετο. Εις το τέλος των δύο τούτων ημερών είπε προς τους μαθητάς Του:

«Άγωμεν εις την Ιουδαίαν και πάλιν». Οι μαθηταί υπέμνησαν Αυτώ, πως τελευταίον οι Ιουδαίοι εκεί είχον ζητήσει να τον λιθοβολήσωσι, και τον ηρώτησαν πώς θα ερριψοκινδύνευε να υπάγη πάλιν εκεί· αλλ' Αυτός απήντησεν ότι κατά τας δώδεκα ώρας της ημερησίας εργασίας Του ηδύνατο να περιπατή εν ασφαλεία, διότι το φως του έργου Του, το οποίον ήτο το θέλημα του Ουρανίου Πατρός Του, θα τον εφύλαττεν από παντός κινδύνου. Και είτα τους είπεν ότι, «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται, και πορεύομαι ίνα εξυπνίσω αυτόν». Τρεις εξ αυτών τουλάχιστον έπρεπε να ενθυμώνται πως, μίαν άλλην φοράν, είχεν ονομάσει ύπνον τον θάνατον· αλλ' ή εσιώπων ούτοι, άλλων λαλούντων, ή ήσαν λίαν βραδείς τη καρδία και δεν το ανελογίζοντο. Επειδή υπέθεσαν ότι ωμίλει περί συνήθους ύπνου, εδέησε να τους είπη καθαρά ότι ο Λάζαρος απέθανε, και έχαιρε δι' αυτούς, επειδή θα απήρχετο να τον επαναφέρη εις Την ζωήν. «Υπάγωμεν και ημείς, είπεν ο φιλόστοργος αλλά δύσθυμος Θωμάς, ίνα αποθάνωμεν μετ' αυτού»· ως εάν έλεγεν, είνε ανωφελές και επικίνδυνον το σχέδιον, αλλ' όμως ας υπάγωμεν.

Αναχωρήσας λίαν πρωί ο Ιησούς ευκόλως θα διήνυε την οδόν (περί τα είκοσι μίλια) προ της δύσεως του ηλίου. Αλλ' άμα φθάσας, εστάθη έξω του μικρού χωρίου. Η γειτνίασίς του προς τα Ιεροσόλυμα, οπόθεν απέχει ολιγώτερον των δύο μιλίων, και το εύπορον και η κοινωνική τάξις της οικογενείας, είχε προσελκύσει συρροήν γνωρίμων Ιουδαίων όπως συμπενθήσωσι και παρηγορήσωσι τας δύο αδελφάς· και ήτο ευχής έργον να ενεργώσι μετά προφυλάξεως ο Ιησούς και οι μαθηταί Του, παρακινδυνεύοντες εν μέσω τοιούτων αποφασιστικών εχθρών. Αλλ' ενώ η Μαρία, πιστή εις τας ερημικάς και θεωρητικάς διαθέσεις της, εκάθητο εν τη οικία αγνοούσα την προσέγγισιν του Κυρίου, η δραστηριωτέρα Μάρθα είχε λάβη είδησιν ότι ο Ιησούς έρχεται, και πάραυτα έτρεξεν εις προϋπάντησίν Του. (10)

Ο Λάζαρος είχε αποθάνη την αυτήν ημέραν ότε ο Ιησούς είχε λάβη το άγγελμα περί της ασθενείας του· δύο ημέραι είχον παρέλθη ενώ ηργοπόρει εις την Πέραν του Ιορδάνου, η τετάρτη κατηναλώθη εις την οδοιπορίαν. Η Μάρθα δεν ηδύνατο να εννοήση την θλιβεράν ταύτην βραδύτητα. «Κύριε, είπε, με τόνον παραπόνου, εάν ήσο εδώ, δεν θα απέθνησκεν ο αδελφός μου. Αλλ' όμως και τώρα...» φαίνεται να τρέφη αμυδράν ελπίδα ότι δυνατόν να επέλθη ανακούφισίς τις εις την στέρησίν των. Αι ολίγαι λέξεις αίτινες ακολουθούσιν είνε λέξεις τα μάλιστα αξιομνημόνευτοι· είνε δήλωσις του Ιησού ήτις επήνεγκε παραμυθίαν όχι εις την Μάρθαν μόνον, αλλ' εις εκατοντάδας μυριάδων έκτοτε, και θα εξακολουθή να παρηγορή τον κόσμον μέχρι συντελείας:

«Μη φοβού, αναστήσεται ο αδελφός σου».

Η Μάρθα δεν είχεν ονειροπολήσει ότι ο Λάζαρος θ’ αφυπνίζετο τώρα από τον ύπνον του θανάτου, και ηδυνήθη μόνον ν' απαντήση, «Οίδα ότι αναστήσεται εν τη αναστάσει, εν τη εσχάτη ημέρα».

Ο Ιησούς είπεν αυτή:

«Εγώ ειμι η Ανάστασις και η Ζωή· ο πιστεύων εις Εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται· και ο ζων και πιστεύων εις Εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα&. Πιστεύεις τούτο;»

Δεν ήτο διά πνεύμα οποίον το της Μάρθας να διακρίνη τας εναλλασσούσας σκέψεις περί σωματικού και πνευματικού θανάτου, αίτινες ήσαν ηνωμέναι εν τη βαθεία ταύτη εκφράσει· αλλά χωρίς να σταθή και να εμβαθύνη, η πιστή αγάπη της έδωκε την απάντησιν: «Ναι, Κύριε, πιστεύω ότι Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο ερχόμενος εις τον κόσμον».

Αφού εξέφερε την μεγάλην ταύτην ομολογίαν, απήλθε προς αναζήτησιν της αδελφής της, περί ης είχεν ερωτήσει ο Ιησούς, και ης η καρδία και η διάνοια, καθώς εφαίνετο η Μάρθα αυθορμήτως αισθανομένη, ήσαν ευαρμοστότερα όπως περιλάβωσι τοιαύτας υψηλάς αληθείας. Εύρε την Μαρίαν εν τη οικία, και η τε μυστικότης μεθ' ης έδωκε την είδησιν της παρουσίας του Ιησού, και η σπουδή και σιγή μεθ' ης η Μαρία ηγέρθη να υπάγη προς συνάντησιν του Κυρίου δεικνύουσιν ότι ανάγκη ήτο προφυλάξεων, και ότι η επίσκεψις του Χριστού δεν ήτο όλως άνευ κινδύνου. Οι Ιουδαίοι οίτινες την παρηγόρουν, και τους οποίους αιφνιδίως ούτω κατέλιπεν αύτη, ηγέρθησαν να την ακολουθήσωσιν εις το μνήμα, όπου ενόμισαν ότι μετέβαινε διά να κλαύση· αλλά τάχιστα είδον το αληθές αντικείμενον του κινήματός της. Έξω του χωρίου εύρον τον Ιησούν περιεστοιχισμένον υπό των φίλων Του, και είδον την Μαρίαν να τρέχη προς Αυτόν, και να πίπτη εις τους πόδας Του, εκφέρουσα το αυτό αγωνιώδες παράπονον όπερ και η αδελφή της. «Κύριε, ει ης ώδε, ουκ αν μου απέθανεν ο αδελφός». Η μεγαλειτέρα σφοδρότης της συγκινήσεως της ωμίλει εις τας ολιγωτέρας λέξεις της και εις την σφοδροτέραν αγωνίαν της, και δεν ηδύνατο πλέον τι να προσθέση. Δυνατόν η στοργή της να ήτο βαθυτέρα ή ώστε να επιτρέψη όπως φανή τόσον εύελπις όσον η αδελφή της· δυνατόν μετά ταπεινοτέρου σεβασμού και ευλαβείας να άφηνε τα πάντα εις τον Κύριόν της.

Η όψις όλης αυτής της αγάπης και της λύπης, το οικτρόν θέαμα της ανθρωπίνης στερήσεως, η εσχάτη ματαιότης εν τοιαύτη στιγμή της ανθρωπίνης παραμυθίας, το άφατον παράπονον, «ω, διατί να μη είσαι εδώ να σώσης τον φίλον σου από το κέντρον του θανάτου και ημάς από το πικρότερον κέντρον του χωρισμού;» Όλα ταύτα έθιξαν την τρυφεράν συμπάθειαν του Ιησού εις βαθείαν συγκίνησιν. Στιβαρά προσπάθεια όπως κρατήση της συγκινήσεώς του εχρειάσθη (τούτο φαίνεται να σημαίνη το «Ενεβριμήσατο τω πνεύματι», το οποίον κατά γράμμα ερμηνεύεται «ηγανάκτησε τω πνεύματι», κατ' άλλους επί τη απιστία των παρεστώτων), ερρίγησε δε όλος ο Ιησούς («ετάραξεν εαυτόν»), πριν δυνηθή να εύρη λέξεις να ομιλήση, και τότε εδυνήθη μόνον να ερωτήση: «Πού τεθείκατε αυτόν; Λέγουσιν Αυτώ, «Κύριε, έρχου και ίδε»· Τότε εδάκρυσεν ο Ιησούς. Τα δάκρυά Του δεν έμειναν απαρατήρητα, και ενώ τινες των Ιουδαίων έλεγον «Ίδε πώς αυτόν εφίλει», άλλοι εν αμφιβολία ηρώτων, «Δεν ηδύνατο ούτος ο ανοίξας τους οφθαλμούς του τυφλού να σώση και τον φίλον Του από του θανάτου;» Δεν είχον ακούσει πως εις έν απώτερον χωρίον της Γαλιλαίας είχεν εγείρει τον νεκρόν· αλλ' εγνώριζον ότι εν Ιερουσαλήμ είχεν ανοίξει τους οφθαλμούς του εκ γενετής τυφλού, και τούτο εφαίνετο αυτοίς όχι ολιγώτερον καταπλήσσον θαύμα. Αλλ' ο Ιησούς εγνώριζε και ήκουε τα σχόλιά των, και πάλιν η όλη σκηνή, το γνησίως αλγεινόν ταύτης, αι μισθωτοί θρηνωδοί, τα μη κοπάζοντα μίση, όλα συγκεντρωμένα πέριξ του απαισίου έργου του θανάτου, επήλθον τόσον ισχυρώς εις το πνεύμα Του, ώστε, καίτοι εγίνωσκεν ότι έβαινε διά ν' αναστήση τον νεκρόν, «πάλιν εμβριμώμενος εν Εαυτώ» και ταραττόμενος έφθασεν εις το μνημείον. Ήτο δε, ως πολλά εκ των Ιουδαϊκών, είδος άντρου σκεπασμένου με πέτραν εις την είσοδον.

Το χωρίον, η Βηθανία, καλείται σήμερον Ελαζαριέ, κατά παραφθοράν του ονόματος του Λαζάρου, και εις παντοτεινήν ανάμνησιν του θαύματος. Δεικνύεται δε και έν σπήλαιον ως το μνημείον του Λαζάρου.

Ο Ιησούς διέταξε ν' αφαιρέσωσι τον λίθον από το στόμιον του μνημείου. Τότε επενέβη η Μάρθα. «Κύριε, τεταρταίος εστι, και ήδη όζει». Επισήμως ο Ιησούς υπέμνησε την ιδίαν υπόσχεσίν Του, και αφηρέθη ο λίθος από του μνήματος. Εκείνος έστη παρά την θύραν του μνημείου, και οι άλλοι έστησαν ολίγον απωτέρω, τους οφθαλμούς έχοντες προσηλωμένους επί το σκοτεινόν και σιγηλόν κοίλωμα. Ρίγος έπεσεν επί πάντας αυτούς καθώς ο Ιησούς ύψωσε τους οφθαλμούς, και ευχαρίστησε τω Θεώ επί τη επικειμένη κυρώσει της δεήσεώς Του. Και τότε, υψώσας εις τους καθαρωτάτους τόνους την φωνήν εκείνην της φοβεράς εξουσίας, και εκφέρων, ως σύνηθες παρ' αυτώ εις τοιαύτην ευκαιρίαν, τας συντομωτάτας φράσεις, έκραξε:

«Λάζαρε, δεύρο έξω!»

Οι λόγοι ούτοι διεπέρασαν και πάλιν διά φοβερού παλμού την χώραν του ανεξερευνήτου σκότους, το οποίον μας χωρίζει από τον κόσμον τον μέλλοντα· και μόλις τους είχεν εκφέρει, όταν, ως φάσμα ζων, άπιστον θέαμα, πιστόν άκουσμα, γεγονός παράδοξον και καταπληκτικόν, εξήλθε μία μορφή, λευκή, σπαργανωμένη, κειρίαις δεδεμένη, φέρουσα το σουδάριον περί την κεφαλήν, δεσμία τας χείρας και τους πόδας, πλην όχι πελιδνή, όχι φρικώδης· η μορφή ενός νέου με το υγιές αίμα κυκλοφορούν εις τας φλέβας, προωρισμένου να ζήση τριάκοντα έτη εισέτι, διά να είνε ζων μαρτύριον της παντοδυναμίας Εκείνου όστις μετά μίαν εβδομάδα έμελλε να σταυρωθή υπό των απίστων.

Ας επίσχωμεν μικρόν εδώ διά ν' απαντήσωμεν εις το φυσικόν άλλως ερώτημα περί της σιωπής των Συνοπτιστών ως προς το μέγα τούτο θαύμα.

Διά να πραγματευθή το υποκείμενον εις το πλήρες έπρεπε να γράψη μακράν πραγματείαν περί της συστάσεως και κατασκευής των Ευαγγελίων, και πάλιν οι πολέμιοι δεν θα έπαυον να προβάλλωσι νέας εκάστοτε ενστάσεις κατά της γνησιότητος και της αξιοπιστίας των. Τα Ευαγγέλια είνε, εξ αυτής της φύσεως των, ωμολογημένως αποσπασματικά, και δύναται ως βέβαιον να θεωρηθή ότι τα τρία πρώτα ηρανίσθησαν κατά το πλείστον εκ κυκλοφορούσης προφορικής παραδόσεως, ή εβασίσθησαν επί ενός ή δύο αρχικών εγγράφων. Οι Συνοπτισταί σχεδόν περιορίζονται εις το εν τη Γαλιλαία, ο δε Ιωάννης εις το εν τη Ιουδαία κήρυγμα, καίτοι οι πρώτοι διαρρήδην μνημονεύουσι και προϋποθέτουσι εν Ιερουσαλήμ κήρυγμα, και ο Ιωάννης το εν Γαλιλαία. Ουδέ είς εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών επαγγέλλεται ότι θα δώση πλήρη και λεπτομερή έκθεσιν, ή και κατάλογον, των παραβολών, ομιλιών, και θαυμάτων του Ιησού· ουδέ ήτο αντικείμενον τινός εξ αυτών το να γράψη πλήρη αφήγησιν των τριών και ημίσεως ετών του δημοσίου βίου Του. Έκαστος τούτων αναφέρει τα συμβάντα όσα ήρχοντο εντός του ιδίου σχεδίου του, και ήσαν άριστα γνωστά εις αυτόν ή εξ αυτοψίας, ή εκ μεμονωμένων γραπτών εκθέσεων, ή εκ στοματικής παραδόσεως· και έκαστος αυτών λέγει αρκετά ώστε να δείξη ότι Εκείνος ήτο ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του Ζώντος, ο Σωτήρ του κόσμου. Λοιπόν, αφού η έγερσις του Λαζάρου δεν θα εφαίνετο εις αυτούς μεγαλειτέρα εξάσκησις θαυματουργού δυνάμεως ή άλλαι τας οποίας διηγήθησαν (αφού, ως ελέχθη, δεν είχεν εφευρεθή τότε σημειόμετρον προς εξέλεγξιν του σχετικού μεγέθους των θαυμάτων), και αφού το θαύμα τούτο συνέβη εν τη Ιουδαία, δεν φαίνεται το παράπαν πλέον ανεξήγητον διότι παρέλιπον τούτο, ή όσον θα εφαίνετο διότι παρέλιπον το θαύμα της Κολυμβήθρας Βηθεσδά, ή την διάνοιξιν των οφθαλμών του τυφλού γεννηθέντος. Αλλά περιπλέον τούτου, ανευρίσκομεν παρά τοις Συνοπτισταίς ιδιάζουσαν σιωπήν περί της οικογενείας της εν Βηθανία. Η οικία εν ή λαμβάνουσι προέχουσαν θέσιν καλείται «η οικία Σίμωνος του Λεπρού». Η Μαρία καλείται απλώς γυνή τις υπό του Ματθαίου και του Μάρκου, και ο Λουκάς αρκείται ονομάζων την Βηθανίαν κώμην τινά, καίτοι εγνώριζεν, ως αλλαχού του κειμένου του φαίνεται, το όνομα. Υπάρχουσιν άρα ισχυροί λόγοι όπως εικάσωμεν ότι, όταν εφάνη η πρώτη σύνοψις του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, και όταν συνελέχθησαν τα υπομνήματα ων εγένετο χρήσις υπό των δύο άλλων Συνοπτιστών, δυνατόν να υπήρχον ιδιαίτεροι λόγοι όπως μη αναγραφή έν θαύμα το οποίον θα εφερεν εις επικίνδυνον περιφάνειαν ένα άνθρωπον όστις ήτο ακόμη ζων, αλλά τον οποίον οι Ιουδαίοι είχον ζητήσει να θανατώσουν (ως διηγείται ο Ιωάννης) ως μάρτυρα της θαυματουργού δυνάμεως του Χριστού. Και αν δε ο κίνδυνος ούτος είχε παρέλθη, αλγεινόν θα ήτο εις την φιλήσυχον οικογένειαν της Βηθανίας το να γείνη η εστία ανευλαβούς περιεργίας, και να εξετάζηται περί των κρυπτών εκείνων πραγμάτων τα οποία ουδείς ποτε είχεν αποκαλύψει. Κάτι φαίνεται άρα ότι εσφράγισε τα χείλη των Ευαγγελιστών εκείνων, το δε πρόσκομμα τούτο είχεν εκλίπη πλέον όταν το Ευαγγέλιον του Ιωάννου είδε το φως.

«Ει Μωσέως και των Προφητών ουκ ήκουσαν — τοιαύτη ήτο η απάντησις του Αβραάμ προς τον Πλούσιον εν τη παραβολή — ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή (και ούτος προσέτι Λάζαρος!) πεισθήσονται». Και ούτω συνέβη. Υπήρξαν πολλοί μάρτυρες του θαύματος τούτου οίτινες επίστευσαν όταν το είδαν, αλλ' υπήρξαν άλλοι οίτινες έσπευσαν μόνον να φέρωσιν οργίλην και ταραχώδη την είδησιν τούτου προς το Συνέδριον εις Ιερουσαλήμ.

Το Συνέδριον συνήλθεν εν πνεύματι μίσους και αμηχανίας. «Τι ποιούμεν, ότι ο Άνθρωπος ούτος πολλά σημεία ποιεί;» Δεν ηδύνατο ν' αρνηθώσι το θαύμα· δεν ήθελον να πιστεύσωσιν εις Εκείνον όστις το έπραξεν. Εφοβούντο μόνον την αύξουσαν επιρροήν Του, και εσυμπέραινον ότι θα την μετεχειρίζετο διά να γείνη βασιλεύς, και θα επροκάλει την Ρωμαϊκήν επέμβασιν, και την εκμηδένισίν των ως έθνους. «Και ελεύσονται οι Ρωμαίοι και αρούσιν ημών την πόλιν και το έθνος». Και καθώς μάτην ελύσσων εις βουλάς ανισχύρους, ο Ιωσήφ ο Καϊάφας ηγέρθη ν' απευθύνη αυτοίς τον λόγον. Ούτος είχε λάβη την αστικήν αρχιερατείαν από τας χείρας των Ρωμαίων, και συνεμερίζετο την εξουσίαν και τας τιμάς μετά του Άννα ή Χανάν του πενθερού του, από τον οποίον οι Ρωμαίοι είχον αφαιρέσει την αρχιερατείαν, αλλά τον οποίον οι αυστηρότεροι Ιουδαίοι εθεώρουν ως τον αληθή αρχιερέα. Ο Καϊάφας εντοσούτω ήτο κατ' εκείνον τον χρόνον ονόματι και κατ' επίφασιν μέγας αρχιερεύς. Ως τοιούτος υπετίθετο ότι είχε το χάρισμα εκείνο της προφητείας, το οποίον ακόμη επιστεύετο ότι εσώζετο αμυδρόν εις τους απογόνους του Ααρών. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει «αρχιερεύς του ενιαυτού εκείνου», επειδή ούτω είχε καταντήσει η αρχιερατεία εις τας ημέρας εκείνας, ο δε Καϊάφας την είχε λάβη διά δωροδοκίας από τους Ρωμαίους. Ηγέρθη και είπεν ότι συμφέρει να θυσιασθή είς υπέρ του λαού, ένοχος ή αθώος, αδιάφορον, οι δε Φαρισαίοι και οι πρεσβύτεροι εδέχθησαν αδιστάκτως την φωνήν εκείνην της ασυνειδήτου προφητείας. Και δεχθέντες αυτήν, επλήρουν μέχρι στεφάνης την κύλικα της ιδίας ανομίας των, και εγίνοντο ένοχοι του εγκλήματος, το οποίον επέσυρε κατά των κεφαλών των αυτήν την καταστροφήν την οποίαν εζήτουν ν' αποσοβήσωσιν. Ήτο η λατρεία εκείνη του Μολώχ με τας ανθρωποθυσίας της, το πάλαι με τας προφητοκτονίας και νυν με την θεοκτονίαν, — ήτις, ως εις τας ημέρας του Μανασσή, τους κατεδίκαζεν εις άλλην και τρομερωτέραν καταστροφήν. Υπήρξάν τινες εντούτοις οίτινες δεν ευρέθησαν εις το Όρος εκείνο της Κακής Βουλής (το όνομα τούτο δίδεται μέχρι της σήμερον εν Ιεροσολύμοις εις την θέσιν όπου, κατά την παράδοσιν, ήτο η οικία του Καϊάφα), ή και αν ήσαν παρόντες δεν συγκατένευσαν εις την ψυχήν αυτών· αλλ' από της ημέρας εκείνης η μυστική έγκρισις εξεδόθη ότι ο Ιησούς έπρεπε να θανατωθή. Από τούδε έζη μόνον με αμοιβήν επικηρυγμένην επί της κεφαλής Του.

Και η έγκρισις αύτη, όσον μυστική και αν ήτο αρχήθεν, εν ακαρεί εγένετο γνωστή. Ο Ιησούς εγνώριζε ταύτην. Και κατά τας τελευταίας ημέρας της επιγείου παρουσίας Του, μέχρις ου έλθη το Πάσχα, εν ώ προυτίθετο να θυσιάση την ζωήν Του, απεσύρθη εν κρυπτώ εις μικράν αφανή πόλιν εγγύς της ερήμου, καλουμένην Εφραΐμ. Εκεί, ασφαλής από όλας τας μηχανορραφίας των εχθρών Του, διήγαγε τας τελευταίας ημέρας Του μετά των μαθητών Του, διδάσκων αυτούς το μέγα έργον του πνευματικού θερισμού και της ψυχοσωτηρίου αλιείας την οποίαν έμελλον να εξασκήσωσιν εν μέσω των εθνών. Ουδείς ή ολίγοι εκτός της πιστής ταύτης χορείας εγνώριζον την κρύπτην Του· διότι οι Φαρισαίοι, όταν ευρέθησαν ανίκανοι να κρύψωσι τα σχέδιά των, εδημοσίευσαν διαταγήν ότι πας όστις εγνώριζε πού ήτο Εκείνος, ώφειλε να το αποκαλύψη, ότι ηδύναντο να Τον συλλάβωσιν εν ανάγκη διά της βίας και εκτελέσωσι την ληφθείσαν απόφασιν. Πλην μέχρι τούδε το δέλεαρ δεν έσχεν αποτέλεσμα. Είνε δε αμφίβολον αν η τιμωρία η μελετωμένη κατά του Ιησού δεν εσκοπείτο να εκτελεσθή κατά τρόπον μυστικώτερον και συνοπτικώτερον, φέροντα μάλλον την όψιν βιαίας δολοφονίας παρά δικαστικής εκτελέσεως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου