Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Ανέστη Χριστός, Η Δοκιμασία του Λογικού – Φώτης Κόντογλου

              
Anastasi-41
Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. Ἀπ᾿ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ᾿ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα.
Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ᾿ ἀναστηθῆ, μ᾿ ὅλο τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ᾿ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ εἴδανε τοὺς δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς μιλήσανε, λέγοντας σ᾿ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦμε τὴ χαροποιὰ τὴν εἴδηση στοὺς μαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες: «Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»…
Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς μαθητάδες του. Εἶδες μὲ πόση μακροθυμία τὰ ὑπόμεινε ὅλα; …Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ, ἴσαμε σήμερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς εἴμαστε χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ μ᾿ ἕνα τοῖχο παγωμένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ μᾶς καλεῖ κ᾿ ἐμεῖς τὸν ἀρνιόμαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπημένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ᾿ ἐμεῖς λέμε πὼς δὲν τὰ βλέπουμε. Ἐμεῖς ψάχνουμε νὰ βροῦμε στηρίγματα στὴν ἀπιστία μας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὸν ἐγωϊσμό μας, ποὺ τὸν λέμε Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήμη. Ἡ λέξη Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ μέσα στὰ βιβλία τῆς γνώσης μας… Γιατὶ «ἡ γνώση τούτου τοῦ κόσμου, δὲ μπορεῖ νὰ γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα πλῆθος λογισμούς, ὄχι ὅμως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας».
Ναί, ἐκείνους ποὺ ἔχουνε αὐτὴ τὴν εὐλογημένη ἁπλότητα τῆς διάνοιας, τοὺς μακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Καὶ στὸν Θωμᾶ, ποὺ γύρευε νὰ τὸν ψηλαφήσῃ γιὰ νὰ πιστέψῃ, εἶπε: «Γιατὶ μὲ εἶδες Θωμᾶ, γιὰ τοῦτο πίστεψες; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἴδανε καὶ πιστέψανε».
Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς δώσει αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦμε ν᾿ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς μαζί του.
Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἄγνοια ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως». Καλότυχοι καὶ τρισκαλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἔχουνε.
Χριστὸς ἀνέστη!

Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣΚωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,

 

 
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,
ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, στά πλαίσια τῶν μαθημάτων ἁγιογραφίας τῶν Ἁγίων εἰκόνων τῆς Ὀρθοδοξίας μας, πού ἔγινε τήν Παρασκευή 17-2-2006.
 
Νά δοῦμε σήμερα τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας.
 
Α. Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΚΑΘΟΔΟΥ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
 
Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στή δική μας ἁγιογραφία ἀπεικονίζεται ὡς ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν Ἅδη, ὡς Κάθοδος στόν Ἅδη, γιατί τό γεγονός τό λειτουργικό τῆς νίκης πάνω στό θάνατο, λειτουργεῖται ἅμα τῷ θανάτῳ τοῦ Χριστοῦ πάνω στό Σταυρό. Πῆρε ἀνθρώπινη μορφή καί μόνος Του δέχεται θάνατο, πού σημαίνει ὅτι χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ὅπως συμβαίνει στό θάνατο ὅλων τῶν ἀνθρώπων, μέ τή μόνη διαφορά ὅτι [στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ] καί ἡ ψυχή Του καί τό σῶμα Του ἦταν ἑνωμένα ὑποστατικά μέ τή θεία φύση [Του]· αὐτό πού δέν συμβαίνει μέ μᾶς, ἀκριβῶς ἐπειδή ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τό Θεό. Ἐκεῖνος εἶναι Ἐκεῖνος ὅπου συγκρατεῖ τή συνάφεια ψυχῆς καί σώματος. Δηλαδή, ἄν πάρω [στό χέρι μου] δυό μολύβια, [καί ὑποθέσω] τό ἕνα εἶναι ἡ ψυχή καί τό ἄλλο εἶναι τό σῶμα, αὐτά εἶναι μαζί γιατί τά συγκρατεῖ καί τά δύο τό χέρι μου. Ἄν αὐτή ἡ ἑνότητα, πού λέγεται ἄνθρωπος ἐδῶ στό συμβολισμό μέ τά μολύβια, θελήσει οἰκείᾳ βουλήσει καί οἰκείῳ θελήματι νά φύγει ἀπό τό χέρι μου -εἶναι ἐλεύθερη νά τό κάνει- τότε θά διαλυθοῦν. Σημαίνει [ὅτι] ὁ Θεός ἔφτιαξε τόν ἄνθρωπο καί κρατοῦσε στά χέρια Του αὐτή τήν ἑνότητα. Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό ὁδηγεῖ στό θάνατο, πού σημαίνει [ὅτι] ὁ θάνατος [εἶναι ἡ] διάσταση ψυχῆς καί σώματος.
Στό Χριστό συμβαίνει τό ἴδιο γεγονός· ἔχει σῶμα καί ψυχή, ἀκριβῶς ὅπως εἶναι στόν ἄνθρωπο, σῶμα καί ψυχή. Τά συγκρατεῖ Ἐκεῖνος, ἀλλά ἐδῶ δέν ὑπάρχει περίπτωση νά φύγει ἀπό τόν ἑαυτό Του. Ἡ μόνη περίπτωση εἶναι ἡ παρέμβαση ἡ ἐξωτερική ἑνός φόνου [πού ἔγινε μέ τήν σταύρωσή Του]. Σέ αὐτή τήν περίπτωση, χωρίζεται μέν ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἀλλά καί τά δύο παραμένουν ὑποστατικά, μέ τό χέρι μου πού συμβολίζει [στό παράδειγμά μας] τή θεία φύση. Ἔτσι λοιπόν, [στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ] ὁ θάνατος εἶναι ἄλλου εἴδους θάνατος, ὅτι ὑπάρχει [μέν] διάσταση ψυχῆς-σώματος, ἀλλά ἀκολουθεῖ ἀνάσταση, γιατί αὐτά δέν ἔφυγαν μακριά ἀπό τήν ἕνωση μέ τόν Χριστό.
Αὐτό συμβαίνει καί σέ μᾶς. Ζώντας κοντά στήν Ἐκκλησία ἑνώνουμε τήν ψυχή καί τό σῶμα, σέ ὅλη μας τήν ὕπαρξη, μέ τό Θεό καί ἔτσι τό προσωρινό μας διάβα μέσα ἀπό τό θάνατο, κατά ἄκρα φιλανθρωπία καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ θάνατος εἶναι ἄκρα φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, θά ὁδηγήσει στό τέλος στήν ἕνωση, ἐπειδή θά εἴμαστε ἑνωμένοι· καί ἡ ψυχή μας καί τό σῶμα μέ τόν Χριστό. Βλέπετε, ἡ ψυχή πάει κοντά στό Χριστό καί εἶναι ἁγία ψυχή, προσδοκᾶ τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων καί τά σώματα, παρόλο πού εἶναι νεκρά σώματα καί διαλύονται, εἶναι ὅλα τά στοιχεῖα τοῦ σώματος ἑνωμένα μέ τό Θεό. Γι᾽ αὐτό βλέπετε τά σώματα τῶν ἁγίων λειψάνων βρύουν ἰάματα καί ἀναβλύζουν ἰάσεις καί ἀναβρύζουν εὐωδίες. Τί συμβαίνει πάνω σέ αὐτά τά ὑπολείμματα τοῦ σώματος, πάνω σέ ἐλάχιστα τμήματα ἀπό ὀστᾶ; Συμβαίνει ἡ Xάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τά κάνει νά ἔχουν καί ἄλλο χρῶμα καί νά βγάζουν ἰάματα καί νά ὑπάρχουν οἱ μυροβλύσεις.
Ἄρα λοιπόν, στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε τήν κατά τά ἀνθρώπινα μέτρα διάσταση ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ὄχι τή διάσταση ἀπό τή θεία φύση. Ἔτσι λοιπόν, ἡ νίκη πάνω στό θάνατο συμβαίνει ἀκριβῶς τήν ὥρα πού ἡ ψυχή πηγαίνει ὅπου πήγαιναν ὅλες οἱ ψυχές, στόν Ἅδη, ἀλλά σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί [γι᾿ αὐτό] νικιέται ὁ θάνατος, νικιέται ὁ σατανᾶς, ὁ ὁποῖος αὐτό δέν τό προσέμενε. Δέν εἶχε προσμονή ἤ προσδοκία ὅτι θά μποροῦσε κάποιος ἄνθρωπος νά τόν νικήσει. Γι᾽ αὐτό εἶχε πάντοτε ἀμφιβολία ἄν ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί γι᾽ αὐτό ἔσπρωξε τά πράγματα γιά νά Τόν δολοφονήσει. Πείστηκε σέ ἕνα σημεῖο πού δέν εἶναι Θεός κι ἐδῶ νικήθηκε. Αὐτή εἶναι ἡ στιγμή τῆς Καθόδου στόν Ἅδη.
Βέβαια, ἄλλη ἡ στιγμή τῆς Καθόδου στόν Ἅδη καί ἄλλη ἡ Ἀνάσταση, πού γίνεται τριήμερος. Προσέξτε, τριήμερος, ὄχι μετά ἀπό τρεῖς μέρες - τριήμερος. Προσέξτε, «τριήμερος ἀνέστη», ὄχι μετά ἀπό τρεῖς μέρες, γιατί τίς μέρες τίς μετρᾶμε, ὅταν μετρᾶμε, π.χ., ἄν ἕνα παιδί γεννήθηκε χθές, σήμερα εἶναι δύο ἡμερῶν. Ἡ πρώτη μέρα μετράει ὡς μέρα. Ὅταν διαβάζουμε τήν εὐχή τῆς ὀγδόης ἡμέρας τῆς γεννήσεως τοῦ παιδιοῦ, μετρᾶμε καί τήν πρώτη ἡμέρα. Ὅταν μετρᾶμε σαραντισμό, μετρᾶμε καί τήν πρώτη ἡμέρα. Ἄρα τριήμερος ἀνέστη: Παρασκευή, Σάββατο καί Κυριακή, «ὄρθρου βαθέος», «τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀνέστη». Ὄχι μετά ἀπό τρεῖς μέρες, κατά τά μέτρα τά ὡρολογιακά, ἀλλά τριήμερος ἀνέστη. Δέν μᾶς ἐνδιαφέρει τόσο πολύ αὐτή ἡ διάρκεια, ἀλλά τό μετρᾶμε ὡς τριήμερος, «τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀνέστη».
Ἔτσι λοιπόν, [σ᾿ αὐτήν τήν εἰκόνα τῆς Καθόδου τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη], ὑπάρχει ἡ στιγμή τῆς νίκης πάνω στόν Ἅδη ἅμα τῷ θανάτῳ τοῦ Χριστοῦ μας πάνω στό Σταυρό καί μετά, τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, ἔχουμε τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως.
Ἄν διαβάσετε τίς ὑποσημειώσεις τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στό Πηδάλιο, λέει ὅτι εἶναι δύο διαφορετικά γεγονότα. Καί λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὅτι οἱ ἁγιογράφοι δέν πρέπει νά ἀπεικονίζουν τά γεγονότα μέ ἕνα γεγονός. Εἶναι πράγματι δύο διαφορετικά γεγονότα, ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία ἐπέλεξε τό δεύτερο γεγονός νά μήν τό ἀπεικονίζει -τό γεγονός τῆς ἐξόδου μέσα ἀπό τόν τάφο- καί ἐπέλεξε συλλογικά, συνοπτικά, γενικῶς τήν Ἀνάσταση νά τήν ἀπεικονίζει ἀπό τά προοίμιά της, γιατί ἀνάσταση σημαίνει νίκη πάνω στό θάνατο, δέν σημαίνει ἔξοδος ἁπλῶς ἀπό μιά δυσκολία. Ὑπάρχουν πολλοί Ὀρθόδοξοι συγγραφεῖς νά διαβάσετε, πού αὐτό τό γεγονός ἀλλιῶς τό πιάνουν, ἀλλά δέν μπορεῖ νά γίνει παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἔχει εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως ὡς ἔξοδος ἀπό τόν τάφο. Ἔχουμε [τήν εἰκόνα τῆς Καθόδου στόν Ἅδη]. Ἄσχετα οἱ μεταφορές καί τά δάνεια πού ἔγιναν μέσα ἀπό τό χῶρο τῆς Δύσης, ὅπου ἀπεικονίζονται καί στό Ἅγιον Ὄρος, μεταγενέστερα, ἀπό τίς Δυτικές ἐπιρροές καί Ἀναστάσεις ὡς ἔξοδος ἀπό τόν τάφο, ἀλλά ἡ παράδοσή μας, ποτέ μά ποτέ δέν ἔχει τό Χριστό νά ἐξέρχεται ἀπό τόν τάφο. Ἔχει ἄλλες παραστάσεις, ἔχει πιθανῶς τήν παράσταση τῶν Μυροφόρων, πού εἶναι τό κενοτάφιο. Οἱ Μυροφόρες καί ὁ κενός τάφος, ὑπάρχει αὐτή ἡ παράσταση. Ὑπάρχουν ἀπεικονίσεις τοῦ Χριστοῦ μετά τήν Ἀνάσταση, πού εἶδε ἀνθρώπους -ἕντεκα φορές [συνολικά] ἐμφανίστηκε- ἀλλά δέν ὑπάρχει ἔξοδος ἀπό τόν τάφο, παρά μόνο ἀπό τή Δυτική ἐπιρροή. Ἄρα ἐμεῖς ἐπιμένουμε καί μένουμε, ν᾿ ἀπεικονίζουμε τήν Ἀνάσταση μόνο μέ αὐτό τόν τρόπο, ὡς Κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη κι ἐδῶ πραγματικά ἔχουμε τόν Χριστό πού κατεβαίνει στόν Ἅδη.
Παρόλο πού στή θεολογία τῶν χρωμάτων εἴμαστε πιό ἐφεκτικοί, δηλαδή πιό συγκαταβατικοί, σέ προσβάσεις πού κάνουν οἱ ἁγιογράφοι, στό σκίτσο καί στίς μορφές δέν κάνουμε συγκατάβαση, δέν ἀλλάζουμε τή θεολογία τῆς εἰκόνας πού παίζεται πάνω στό σκίτσο. Οἱ ἁγιογράφοι μπορεῖ νά «παίξουν» μέ τά χρώματα. Ἄλλοι ἁγιογράφοι μπορεῖ νά κάνουν τόν Χριστό μέ ἄλλο χρῶμα ἐνδύματος, [γιά παράδειγμα] νά κατέβει μέ λευκά ἐνδύματα. Δέν στεκόμαστε τόσο πολύ. Βάζει, ὅμως, ἕνα ἔνδυμα γιατί κατεβαίνει «ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς»· «ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς... καί ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες, μετά Πατρός καί Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος». Προσέξτε, «ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς, ἐν τάφῳ σωματικῶς, καί ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες μετά Πατρός καί Πνεύματος»- ἦταν παντοῦ. Ἀλλά ἐν Ἅδου εἶναι «μετά ψυχῆς», ἄρα ὁ Χριστός [στόν Ἅδη εἶναι] μετά ψυχῆς. Ἄρα σωστή ἡ ἀντιμετώπιση [τοῦ ἁγιογράφου] πού βάζει ἕνα χρῶμα ρούχου, [ἐπάνω στόν Χριστό].
Κατεβαίνει [ὁ Χριστός] στόν Ἅδη καί συντρίβει τάς πύλας τοῦ Ἅδου. Σταυροειδῶς εἶναι οἱ πύλες, σταυροειδῶς, διά τοῦ σταυροῦ. Οἱ πύλες συνετρίβησαν καί διά τοῦ σταυροῦ συνέτριψε τίς πύλες τοῦ Ἅδου.
Ὅταν πρίν ἀπό λίγα χρόνια κάναμε τήν ἐπέκτασή του ναοῦ, ζήτησα οἱ ξύλινες πόρτες πού εἶναι ἀπ᾽ ἔξω, νά γίνουν ἀπό αὐτές τίς παρομοιώσεις, πού συμβολίζει καί ἡ ἁγιογραφία [τῆς εἰκόνας τῆς Καθόδου τοῦ Χριστοῦ μας στόν Ἅδη]. Συμβολισμοί εἶναι αὐτοί, ὅταν μπαίνεις στήν ἐκκλησία, νά θυμᾶσαι τή νίκη πάνω στόν Ἅδη· ποιοί τό θυμοῦνται αὐτό δηλαδή... τρελαμένοι εἶναι κι ἐδῶ... ἀλλά δέν πειράζει, ἄς τό ἀφήσουμε κι αὐτό. Ὁ κόσμος μπαίνει, βγαίνει ἐκεῖ πέρα μέσα. Κάποια διεργασία πολύ βαθιά γίνεται, ἀλλά θαρρεῖς καί μερικές φορές πού δέν ἔπιασες τίποτε. Τρελοί μπαίνουν, τρελοί βγαίνουν, τρελοί... Μακάρι νά βγοῦν τρελοί, τρελοί ἀπό τήν ἐλευθερία τοῦ Χριστοῦ νά βγοῦν.
Αὐτό λοιπόν συμβολίζουμε, ἔστω μέ τά ξύλα, μέ τίς πόρτες, μέ ὅλα τά ἤθη. [Ἴσως ἀναρωτηθεῖ κάποιος] γιατί δέν βάζουμε μιά πόρτα μεταλλική, νά εἷναι σάν ἕνα κάστρο; Κάτι συμβολίζει μέ ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία, κάτι συμβολίζει, μέ ὅλα αὐτά τά μεγέθη· [συμβολίζει τή νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν Ἅδη].
Καί ὁ Χριστός κατεβαίνει [στόν Ἅδη] καί προσλαμβάνει τούς πρώτους ἀνθρώπους, τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα. Γίνεται μιά πρόσληψη. Ἡ Εὔα καί ὁ Ἀδάμ, οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι γίνονται πιά ἅγιοι. Ἀναφέρονται τήν ἡμέρα τῶν Ἁγίων Προπατόρων, πού εἶναι πρίν τά Χριστούγεννα. Ἔχουμε τό Συναξάρι καί ἀναφέρονται ἐπί 15 λεπτά στό Συναξάρι, τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἁγίου προφήτου Τάδε, ὅλων τῶν προφητῶν καί τῶν δικαίων... Πρῶτα-πρῶτα ἀναφέρονται ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικά εἶναι ἅγιοι, γιατί κατά κάποιο τρόπο, [σύμφωνα] μέ τά βιογραφικά δεδομένα, ἔχουν κάποια μετάνοια μετά καί: «Ἐκάθισαν, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο». Θά τό ἀκούσουμε καί σάν τροπάριο τήν ἡμέρα τῆς παραμονῆς τῆς ἐνάρξεως τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Καί ὅλοι οἱ δίκαιοι μαζί ἐξέρχονται. Ἐξέρχεται καί ὁ Πρόδρομος, διότι κι αὐτός ἦταν στόν Ἅδη, ἀκόμη καί ὁ Προφητάναξ Δαυίδ. [Στό κάτω μέρος τῆς εἰκόνας] ὑπάρχουν κάποιοι παῖδες, κάτι κλειδιά, κάτι ἀντικείμενα, μέ τά ὁποῖα ἐδένοντο. Καμιά φορά κάτω ὑπάρχει καί ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος παραμένει κάτω. Ὁ Χριστός κατέβηκε στόν Ἅδη, δέν βγῆκαν ὅλοι ὅμως. Δέν σημαίνει πού ἦταν γιά ὅλους νίκη πάνω στόν Ἅδη, [κι αὐτό] γιατί δέν τό ἤθελαν. Καί ἄρα παρόλο πού ὁ Χριστός κατεβαίνει καί παρόλο πού ὁ Πρόδρομος προανήγγειλε στόν Ἅδη τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ, ἦταν πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ καί στόν Ἅδη, μερικοί δέν βγῆκαν· καί αὐτή εἶναι ἡ κόλαση: Νά ζήσεις τήν ἀκατάληπτη συγκατάβαση καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά μή θέλεις νά βγεῖς· γι᾽ αὐτό σέ ἄλλες εἰκόνες ἀπεικονίζεται καί ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια.
Ὑπάρχει βέβαια καί μιά ἄλλη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού εἶναι ὁ Χριστός «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ»· εἶναι [ἀπό] τά γεγονότα μετά τήν Ἀνάσταση. Ἀλλά καί αὐτό [τό γεγονός] προσεγγίζεται ὡς γεγονός ἀναστάσιμο.
Ἔχουμε, λοιπόν, τήν ἔξοδο ἀπό τούς τάφους, τούς δικαίους καί τό Χριστό· καί ὁ Χριστός παραμένει νά κρατάει, τό εἰλητάριο. Ἄλλες φορές μέ τό [δεξί] χέρι εὐλογοῦσε καί τώρα αὐτή ἡ εὐλογία γίνεται πρόσληψη. Καί πάνω σέ αὐτή τήν κίνηση -τρομερή κίνηση αὐτή ἡ πρόσληψη- λειτουργεῖ ἡ θεολογία πού παίρνει ἔκφραση, λογική καί γραφική ἔκφραση, μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον». Εἶναι ρητό τῆς Ἐκκλησίας, καθοριστικό δηλαδή, πῶς [γιά παράδειγμα] πάνω ἀπ᾽ τά νοσοκομεῖα βάζουν ρητά τοῦ Ἱπποκράτη... Αὐτή ἡ κίνηση τοῦ χειρός, εἶναι αὐτή ἡ πρόσληψη.
Κακή ἀπομίμηση εἶναι αὐτό πού ἔγινε [στό παρεκκλήσι τοῦ Ἀποστολικοῦ Παλατιοῦ, τῆς ἐπίσημης κατοικίας τοῦ Πάπα, στήν πόλη τοῦ Βατικανοῦ] τήν Καπέλα Σιξτίνα, πού ὑπάρχει [ζωγραφισμένος] ἐκεῖ ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἀγγίζει τόν Ἀδάμ μέ τό δάχτυλο. Ἁπλῶς τόν ἀγγίζει νά τοῦ δώσει ζωή μέ ἕναν τρόπο, ἔτσι, «σέ ἀγγίζω». Πολύ ὄμορφη εἰκόνα εἶναι, ἀλλά δέν εἶναι αὐτό πού θέλουμε νά φανερώσουμε [μέ τήν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία]. Ἐδῶ γίνεται μιά πρόσληψη, ἁρπάζει τόν Ἀδάμ ὁλόκληρο νά τόν βγάλει διότι «τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον». Προσλαμβάνει τόν Ἀδάμ γιά νά τόν θεραπεύσει καί τό χέρι πιά τῆς εὐλογίας γίνεται χέρι προσλήψεως καί ταυτόχρονα [στό ἄλλο χέρι] παραμένει τό εἰλητάριο, μέ τό ὁποῖο εὐλογεῖται. Ἔχει τήν ἐξουσία ὁ Χριστός νά κάνει ὅ,τι κάνει. Παίρνει τήν εὐλογία, νά τό πῶ ἔτσι, νά τό κάνει.
 
Β. ΤΟ ΚΕΝΟΤΑΦΙΟ
 
[Έπίσης] μιά ἄλλη ἀπεικόνιση [τῆς Ἀναστάσεως] εἶναι τό κενοτάφιο. Ἔρχονται αἱ μυροφόροι «λίαν πρωΐ, μύρα φέρουσαι». [Εἰκονίζονται] τά μυροδοχεῖα, ὁ τάφος εἶναι κενός, ὑπάρχουν μόνο τά σουδάρια περιτετυλιγμένα καί τά ἐντοπίζει σέ ἕναν τόπο, δηλαδή τό τονίζει τό εὐαγγέλιο, βλέπουν τά σουδάρια, τά σάβανα μέ τά ὁποῖα ὁ Χριστός ἦταν περιτυλιγμένος, ὅπως λέει τό εὐαγγέλιο, σέ ἕναν τόπο. Ἦταν τακτοποιημένα! Αὐτό εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο γεγονός, φαίνεται δευτερεῦον καί εἶναι πολύ σπουδαῖο γεγονός. Δηλαδή ὁ Χριστός ὁ ὁποῖος ἄνοιξε τήν ταφόπετρα, καί ὁ ἄγγελος πού παρίστατο ἐκεῖ, ἄς τό ποῦμε ἔτσι -ὁ Χριστός τά κάνει ὅλα, οἱ ἄγγελοι διακονοῦν- μεριμνοῦν ἀκόμη καί γι᾿ αὐτό τό ἀνθρώπινο ἀντικείμενο, τό σουδάριο, νά εἶναι τακτοποιημένο, ὅτι στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει μιά τάξη. Περιτυλιγμένο, λέει, εἰς ἕναν τόπο. Ἦταν βαλμένο σέ ἕναν τόπο, τό βρῆκαν περιτετυλιγμένο, ὄχι [δηλαδή] τό πέταξε ὁ Χριστός καί βγῆκε, ὅπως ὅταν ξυπνάει κάποιος τό πρωί, βγάζει, πετάει τά νυχτικά του καί φεύγει, γρήγορα νά βγῶ, νά πάρω ἀέρα, ξέρω ᾽γώ.
Ὅλα ἔχουν μιά τάξη στήν Ἐκκλησία. Οὔτε μετά τή Λειτουργία λές: Ἐπιτέλους φεύγουμε, τά πετᾶμε ὅλα καί φεύγουμε ἔξω. Καμιά φορά τελειώνει ἡ Λειτουργία καί βρισκόμαστε σά νά εἴμαστε σέ ἕνα χῶρο πού ἔγινε μάχη ἐκεῖ πέρα. Χαρτιά, μολύβια, σκουπίδια, ἀντίδωρα, πρόσφορα... ἕνα τρελό πράγμα. Λέω, τί γίνεται ἐδῶ πέρα; Ὁ λαός πῶς φεύγει ἔτσι, σάν τρελός; Πάει ἔξω... Τί νά κάνει ἔξω; Τρελάθηκε, τά πέταξε ὅλα καί φεύγει; Νά πετάξεις τά πάθη σου πρέπει, ἔτσι καμιά φορά... Ὅλα πρέπει νά εἶναι τακτοποιημένα καί ἐγώ ἄν δέν δῶ τό ναό τακτοποιημένο δέν μπορῶ νά βγῶ ἀπό τό ναό, νά ποῦμε ἄντε, αὔριο τό πρωί, ξέρω ᾽γώ. Δέν γίνεται αὐτό τό πράγμα. Ὅλα πρέπει νά ἔχουν μιά τάξη στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι χῶρος τάξεως καί μάλιστα οὐρανίου τάξεως· καί λειτουργοῦμε τά πράγματα ὡς οὐράνιο τάξη καί αὐτή τήν τάξη τή μεταφέρουμε στούς χώρους μας, στόν τόπο πού ζοῦμε δηλαδή, στό ὁποιοδήποτε ἁπλό οἴκημα ἔχουμε. Ὅλα νά ἔχουν οὐράνια τάξη, μιά ἁπλότητα καί μιά οὐράνια τάξη. Αὐτά εἶναι πολύ σπουδαῖα πράγματα. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε savoir vivre, ἀλλά ἔχουμε μιά μίμηση, μιά πρόσληψη τῆς οὐρανίου τάξεως στά πράγματα τά ἀνθρώπινα.
[Καί σέ αὐτή τήν εἰκόνα τοῦ κενοταφίου εἰκονίζεται] ὁ ἄγγελος, ὁ ὁποῖος ἀκριβῶς διακονεῖ καί πάλι τήν Ἀνάσταση, μέ τό γνωστό ραβδί, τό ὁποῖο ὑπάρχει καί στήν εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, νά λέει «οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλ᾽ ἐγήγερται».
 
Αὐτά γιά τήν Ἀνάσταση, πού εἶναι καθοριστικό γεγονός γιά τή ζωή μας καί, προσέξτε, ἡ Ἐκκλησία μας ἀπέφυγε νά ἀπεικονίσει τό Χριστό πού ἐξέρχεται ἀπό τόν τάφο, γιατί εἶναι ὁ θρίαμβος. Ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν ἀναλύει μονομερῶς τά γεγονότα τοῦ θριάμβου. Ὁ θρίαμβος ἔχει ἕνα προηγούμενο. Ὁ θρίαμβος εἶναι ἀκριβῶς ἀποτέλεσμα τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς συγκαταβάσεώς Του. Ἄν δέν περάσω ἀπό τή συγκατάβαση, δέν μπορῶ νά πάω στή νίκη. Ἔγινε τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως, δέν τό εἶδε κανείς, ἡ κάθοδος στόν Ἅδη ἀναφέρεται ἀπό τόν Πέτρο. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος σέ μιά ἀπό τίς καθολικές ἐπιστολές του, προσέξτε, ἀναφέρετε [στό γεγονός τῆς καθόδου στόν Ἅδη], ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια καί αὐτό τό ἁγιογράφημα ἀναφέρεται. Τήν Ἀνάσταση τήν ἀκούσαμε, ἀλλά δέν τήν εἶδε κανείς πῶς ἔγινε, πῶς βγῆκε ὁ Χριστός· καί ἡ Ἐκκλησία προτιμᾶ νά μήν τήν ἁγιογραφήσει, [γιά] νά [μήν] κάνει ἁπλῶς μιά θριαμβολογία. Ἡ Ἐκκλησία μπαίνει στά κατανυκτικά γεγονότα.
Λοιπόν συμφωνῶ ἀπόλυτα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο, πού λέει εἶναι δύο διαφορετικά γεγονότα, ἀλλά ἁγιογραφοῦμε μόνο αὐτή τήν παράσταση. Δέν χρειάζεται νά ἁγιογραφήσουμε [τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας] καί μέ τήν ἄλλη ἀπεικόνιση, γιατί θά ἦταν μόνο ὁ θρίαμβος. Ἡ Ἐκκλησία σκέπτεται πάντα κατανυκτικά καί θέλει νά προβάλλει στό λαό της τόν σταυρό καί τήν κάθοδο, ὄχι ἁπλῶς τόν θρίαμβο, γιατί ὁ λαός θά μείνει στόν θρίαμβο καί θά θέλει μονάχα θρίαμβο. Πόσοι περιμένουν πῶς καί πῶς νά γίνει ἡ Ἀνάσταση, νά φᾶνε κρέας. Ἐλεύθερα πιά τώρα μποροῦν νά ἁμαρτήσουν! Ἄν εἶναι δυνατόν! Γιατί σέ ὅλη τή Σαρακοστή δέν ἔκαναν ἁμαρτίες καί θέλουν νά ἁμαρτήσουν μετά τό Πάσχα. Εἶναι τρελά αὐτά τά πράγματα.
Καί ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἕνα φοβερό τυπικό, νά ξέρετε ὅτι [σύμφωνα μέ] τό τυπικό, θά ἀρχίσω νά τό ἐφαρμόζω μοῦ φαίνεται, τό Πηδάλιο τό λέει, ὄχι ἐπειδή εἶναι ἁμαρτία, ἀλλά τήν ἑβδομάδα τή Διακαινήσιμη, μετά τό Πάσχα, γάμοι ἀπαγορεύεται νά γίνουν. Ὄχι γιά τό ἁμαρτωλό τῆς ἱστορίας· γιά νά μή χαθεῖ μέσα στό λαμπροφόρο γεγονός τῆς Ἀναστάσεως, [γιά] νά [μή] μποῦνε ἄλλα γεγονότα πολύ ὄμορφα καί σπουδαῖα. Μέσα ἐκεῖ δέν χωράει καμία ἄλλη ἀνάσταση· καί ἀπαγορεύονται οἱ γάμοι τή Διακαινήσιμη. Καί ἐπειδή τό διάβασα, τό ξαναδιάβασα, λέω τί κάνω ὥς τώρα; Τή Σαρακοστή δέν γίνεται γάμος, θά πεῖ κάποιος. Ἄρα γιατί νά μή γίνεται τήν Ἀνάσταση; Μά δέν εἶναι θέμα ἁμαρτίας. Εἶναι θέμα ἐγκρατείας, ἀσκήσεως καί λαμπροφόρου ἀντιμετωπίσεως τῶν λαμπροφόρων γεγονότων, πιά ὅλα λαμπρύνονται, δέν μπορεῖ ἄλλη λαμπρότητα νά γίνει, εἶναι μιά ἄλλη θεολογία αὐτή. Θά τό ἐφαρμόσω, μή μοῦ ζητήσει κανείς γάμο μές στή Διακαινήσιμο, ἔτσι; Ἀρχίζουμε ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ γάμους. Τό σταυρό σας δηλαδή...
Κοιτάξτε, εἶναι γεγονός σταυρικό [ὁ γάμος]. Εἶναι κι ἄλλη θεολογία, εἶναι σταυρός. Πῶς μέσα στήν Ἀνάσταση [νά] λέω «σταυρέ», «σταυρέ»; Δύσκολο πράγμα. Ἄν δεῖτε τήν Ἀκολουθία, μιλάει γιά σταυρό. Ἔλεγα προχθές σέ κάποια, μά τί λές [ὅτι εἶναι] ὁ γάμος παιδάκι μου; Τί σοῦ ἔλεγα; Ἀνέφερα τόν ἅγιο Κωνσταντῖνο καί τήν Ἑλένη, πού βρῆκαν τόν Τίμιο Σταυρό. Γιατί τό εἴπαμε ἐκεῖ πέρα, μές στήν ἀκολουθία τοῦ γάμου; Τί δουλειά εἶχαν; Γιατί βρῆκαν τόν Τίμιο Σταυρό κι ἐσύ τώρα πού παντρεύεσαι βρῆκες τόν τίμιο σταυρό, νά σταυρωθεῖς. Τί μοῦ γκρινιάζεις τώρα; Ἔτσι; Ἄρα μήν στεναχωρήσω τόν κόσμο, ἄν ἀκούει τήν Ἀκολουθία τοῦ Γάμου μέσα στήν Ἀνάσταση καί τοῦ λέω «σταυρός, σταυρός!». Νά περάσει καί μετά νά ἀρχίσουμε νά σκεφτόμαστε σιγά-σιγά τόν σταυρό μας. Καί αὐτό καλό δέν εἶναι; Μή μοῦ ζητήσει κανείς γάμο στή Διακαινήσιμη· θά μαλώσουμε.
Αὐτά. Τί μέ κοιτάζετε παράξενα; Ὅταν μιλήσω γιά γάμους γουρλώνουν τά μάτια σας, δέν ξέρω γιατί...
 

 
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρώτηση: Γιατί καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι ἀπεικονίζονται μέ δύο ροῦχα, ἐνῶ τά δύο ροῦχα δείχνουν τίς δύο φύσεις τοῦ [Χριστοῦ];
Ἀπάντηση: Μεταλλαγές στά δευτερεύοντα στοιχεῖα δεχόμασθε. Στά δογματικά στοιχεῖα ὅμως δέν δεχόμασθε. Ποτέ δέν κάναμε θεολογία τῶν δύο ρούχων σέ αὐτούς. Καί [οἱ] ἄλλοι ἄνθρωποι ἔχουν ψυχή καί σῶμα ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια, ἄν τό πάρεις ἔτσι, ἀλλά δέν στεκόμαστε ἐκεῖ, [στό] ἄν ἔχει ἕνα ροῦχο μόνο. Κάνουμε μιά δογματική θεολογία προβάλλοντας τό διπλοῦν τῆς φύσης τοῦ Χριστοῦ μας. Γι᾽ αὐτό σᾶς εἶπα, στόν χρωματισμό καί στά δευτερεύοντα στοιχεῖα, ὅπως τά ροῦχα, δέν στεκόμαστε τόσο αὐστηρά σέ ἕνα θεολογικό κοίταγμα, ὅσο στό σκίτσο. [Αὐτό] μᾶς ἐνδιαφέρει πολύ. Τό κοίταγμα τοῦ σκίτσου εἶναι. Ἡ θεολογία τῶν χρωμάτων παίζει κάπου ἀλλοῦ: πῶς χρησιμοποιεῖται ἡ κατανυκτικότητα τῶν χρωμάτων. Μήν εἶναι προβαλλόμενα, μήν εἶναι διαφημιζόμενα, μήν εἶναι προκλητικά χρώματα. Θά μάθουμε ὅτι ἀποφεύγονται τά κόκκινα, τά ὁποῖα εἶναι προκλητικά καί ὅτι ἐμεῖς χρησιμοποιοῦμε τό κιννάβαρι ὡς κόκκινο, ἤ τό χοντροκόκκινο καί ὄχι τό κόκκινο καδμίου, πού εἶναι χημικό χρῶμα καί εἶναι σκληρό, λαμπροφόρο, προκλητικό, διαφημιστικό κόκκινο. Ὑπάρχει μιά ἄλλη, μυστική θεολογία καί γιά τά χρώματα.
 
Ἐρώτηση: Στήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως μερικές φορές ἀπεικονίζεται καί ὁ διάβολος δεμένος χειροπόδαρα.
Ἀπάντηση: Δέν εἶναι ὁ διάβολος. Εἶναι «ὁ ἁμαρτωλός» καί συμβολίζει ὅλους τούς ἁμαρτωλούς πού δέν δέχθηκαν νά σηκωθοῦν. Ὁ διάβολος εἶναι ἀποφευκτέο νά ἀπεικονίζεται.
 
Ἐρώτηση: Γιατί ἔχει κέρατα, ὅμως.
Ἀπάντηση: Κακῶς. Δέν ἔχουμε τέτοια εἰκόνα. Αὐτά παρεισέφρησαν μεταγενέστερα. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού εἶναι δεμένοι κάτω, γιατί μένουν στήν κόλαση οἰκειοθελῶς. Ἐμεῖς τό διάβολο δέν τόν ἁγιογραφοῦμε. Ὑπάρχουν παραστάσεις τέτοιες, ἀλλά ἐμεῖς δέν τίς κάνουμε. Εἶναι μεταγενέστερες εἴσοδοι, πιό ἀνθρωποπαθεῖς, κατά τά μέτρα τοῦ ἁγιογράφου, πού δέν ξέρει βαθιά τά θεολογικά δεδομένα τῆς Ἐκκλησίας μας.
 
Ἐρώτηση: Ὁπότε καί αὐτή ἡ εἰκόνα τῆς Δευτέρας Παρουσίας ἤ αὐτή ἡ εἰκόνα πού ἀναχωροῦν οἱ ψυχές καί εἶναι οἱ διάβολοι καί τούς τραβᾶνε;
Ἀπάντηση: Αὐτό δέν εἶναι κἄν εἰκόνα. Εἶναι μιά ζωγραφιά πού εἰκονίζει τήν «Κλίμακα». Δέν εἶναι εἰκόνα, δέν τό βάζουμε δηλαδή τήν ἡμέρα τοῦ Ἰωάννη τῆς Κλίμακας στό προσκυνητάρι. Βάζουμε τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακας, δέν βάζουμε τήν «Κλίμακα». Βλέπετε, ἔχουμε εἰκόνα ἐπιστροφῆς τοῦ Ἀσώτου. Δέν τήν βάζουμε. Εἶναι συμβολική εἰκόνα, δέν εἶναι ὑπαρκτά πρόσωπα. Ἄρα δέν τή βάζουμε στό προσκυνητάρι.
 
Ἐρώτηση: Κάπου ἔχω διαβάσει ὅτι δέν τά ἄφησε ἐκεῖ μέ τάξη τά σάβανά Του δίπλα στόν τάφο, ἀλλά εἶναι καί μιά ἀπάντηση γιά τούς ἐπικριτές, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν ὅτι κάποιοι μπῆκαν μέσα καί ἅρπαξαν τό σῶμα καί ἔφυγαν.
Ἀπάντηση: Καμία ἀντίρρηση, ἀλλά κοίταξε, θά ᾽λεγε, «βρέθηκαν τά σουδάρια», [ἐνῶ] λέει πῶς ἦταν καί ποῦ ἦταν τά σουδάρια, δέν λέει πού βρέθηκαν ἁπλῶς. Περιτετυλιγμένα, εἰς τόπον ἕνα, ὄχι ἀφημένα ὁπουδήποτε. Ναί στήν παρουσία ἀλλά καί πῶς εἶναι, λέει. Εἶναι αὐτό πού λές, ναί, ἀλλά δέν παύει νά εἶναι καί κάτι ἄλλο πέρα ἀπό αὐτό πού λές.
 
Ἐρώτηση: Στήν εἰκόνα τά σουδάρια φαίνονται ὅτι εἶναι τυλιγμένα σέ σχῆμα σώματος;
Ἀπάντηση: Ναι. Συμβολισμός· ἐδῶ: «οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλ᾽ ἐγήγερται» ὁ Χριστός, ἀλλά εἶναι κενά τά σουδάρια. Δέν εἶναι αὐτό τό περιτυλιγμένο, κάνει ἄλλη θεολογία [στή συγκεκριμένη εἰκόνα]. Κοιτάξτε, ἡ θεολογία κάνει προσβάσεις καί προσλαμβάνει θεολογικά τά πράγματα. Δέν τυλίγει τό σουδάριο νά τό βάλει στήν ἄκρη. Αὐτό λέει ἡ Γραφή. Εἶναι ἄδειο τό σουδάριο, αὐτό θέλει νά δηλώσει. Γιατί ἄν ἔβαζε μόνο τό σουδάριο [τό περιτετυλιγμένο], θά ἔλεγε κάποιος «δέν ὑπῆρξε ποτέ ἐκεῖ πέρα μέσα». Ὑπῆρξε καί ἔφυγε. Εἶναι ἄλλη ἡ θεολογική πρόσβαση. Δέν εἶναι ρεαλιστική ἡ ἀπεικόνιση τῆς ἁγιογραφίας. Εἶναι θεολογική. Αὐτό πού λές ἐσύ εἶναι γραφικό ἀλλά δέν μπορεῖ νά γίνει ρεαλιστικό. Πιάστε μερικές «κεραῖες» τῆς θεολογίας τῆς εἰκόνας.
 
Ἐρώτηση: Ὁ Θεός-Πατέρας δέν ἀπεικονίζεται, αὐτές οἱ εἰκόνες ὅμως ὑπάρχουν γύρω μας.
Ἀπάντηση: Γιά ἐμένα κακῶς ὑπάρχουν. Δέν τίς λέω αἱρετικές, ἀλλά δέν ἔχουμε τέτοια θεολογία. Ἡ παράδοσή μας ποτέ δέν ἔκανε τέτοια εἰκόνα. Ἀφοῦ δέν ἔκανε, γιατί νά τήν κάνω ἐγώ; Εἶναι καθαρά δάνεια ἀπό τήν ρωμαιοκαθολική θεολογία καί ἁγιογραφία. Αὐτή ἡ ἱστορία πῶς ἔγινε τήν ξέρουμε πολύ καλά. Ἡ Ρωσία εἶναι γεμάτη ἀπό τέτοιες εἰκόνες, ρωμαιοκαθολικές δηλαδή.
 
Ἐρώτηση: Πῶς ἀναγνωρίζουν οἱ ψυχές τόν Χριστό;
Ἀπάντηση: Μά ἀφοῦ εἶναι ὁ Κτίστης, ὁ Κύριος, πῶς δέν τόν [ἀναγνωρίζουν]; Ὅλοι τόν ἀναγνωρίζουν τόν Χριστό.
 
Ἐρώτηση: Τόν γνωρίζουν δηλαδή καί αὐτοί οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι ἐν Χριστῷ;
Ἀπάντηση: Ἔ, βέβαια. Οἱ πάντες! Ὅλοι θά Τόν δοῦν καί ὅλοι... καί ὁ διάβολος θά Τόν γνωρίσει πού εἶναι ἡ ἀκραία ἀποστασία. Πόσω μᾶλλον οἱ ἄλλοι πού δέν εἶναι διάβολοι.
 
Ἐρώτηση: Εἶναι ἀποστασία, ἀλλά ἦταν πρίν ἄγγελος. Δηλαδή ἔχει γνώση Χριστοῦ.
Ἀπάντηση: Μά καί ἐμεῖς ἔχουμε. Εἴμαστε εἰκόνα δική Του, ἔ; Ἁπλῶς ἀμαυρώθηκε ὁ νοῦς μας. Ὅλοι Τόν ἀναγνωρίζουν καί ὅλοι θά Τόν δοῦν. Τό θέμα εἶναι πῶς Τόν δέχονται. Τό θέμα δέν εἶναι ἄν Τόν βλέπω - θά Τόν δοῦμε ὅλοι. Ὅλοι. Πῶς θά Τόν δεχθοῦμε ἔχει σημασία, ἄν ἔχουμε ἑτοιμάσει ἀκριβῶς τίς αἰσθήσεις μας γιά νά Τόν δεχθοῦμε.
 
Ἐρώτηση: Βλέπουμε στήν προηγούμενη εἰκόνα τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Στόν Ἅδη εἴχανε πάει ὅλοι πρίν τήν Ἀνάσταση;
Ἀπάντηση: Οἱ πάντες. Καί ὅλοι οἱ δίκαιοι. Βλέπετε, ἦταν ὁ Δαυίδ ἐκεῖ πέρα. Ὁ Δαυίδ συμβολίζει ὅλους τούς προφῆτες. Οἱ πάντες! Ὁ Ἀβραάμ, ὁ Μωυσῆς, οἱ πάντες! Οἱ πάντες ἦταν στόν Ἅδη.
 
Ἐρώτηση: Ἐπάνω στήν εἰκόνα τῆς Καθόδου στόν Ἅδη, ὅσοι εἶναι ἀπό τήν μία μεριά ἔχουν τόν στέφανο τῶν ἁγίων, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἀπό τήν ἄλλη μεριά δέν ἔχουν.
Ἀπάντηση: Γιατί, κοίταξε, ἀπό τήν μία πλευρά ὑπάρχουν μορφές ἤδη ἀναγνωρισμένων ἁγίων. Εἶναι ὁ Δαυίδ, εἶναι ὁ Πρόδρομος πού εἶναι ἤδη ἀναγνωρισμένοι ἅγιοι. Ἀπό τήν ἄλλη ὑπάρχουν μορφές ἀγνώστων ἀνθρώπων. Ὑπάρχουν δηλαδή ὅλοι, οἱ πάντες, πού δέχτηκαν νά βγοῦν ἀπό τόν Ἅδη. Ἄγνωστοι, ἀνώνυμοι, γνωστοί καί ἐπώνυμοι... «Πᾶς» θέλει νά πεῖ οἱ πάντες!
 

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Μήνυμα επί τη Αναστάσει του Κυρίου Ι. Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου




Μήνυμα επί τη Αναστάσει του Κυρίου Ι. Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Μήνυμα ἐπί τῇ Ἀναστάσει τοῦ Κυρίου
Ἱ. Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
«Τάφος, θησαυρός ζωῆς καί Ἀναστάσεως»
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Τήν προσωρινή κατά σάρκα ἐν Τάφῳ «δύση» τοῦ Νοητοῦ Ἡλίου, τό λυκόφως τοῦ σωτηριώδους διά Σταυροῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ ἡμῶν, καί τό σκότος τῆς φαινομενικῆς ἐπικρατήσεως τῆς ἀνθρωπίνης κακίας τῶν θεομάχων ἐχθρῶν τοῦ μόνου ἀληθοῦς Μεσσία Ἰησοῦ, ἤδη τό διαδέχεται ἡ λαμπρά Ἀνατολή τῆς ἐκ Τάφου Ἀναστάσεώς Του. Χριστός Ἀνέστη! «Ὤ, βάθος μή νοούμενον! Ὤ, ὕψος μή μετρούμενον! Ὤ, μυστηρίου φρικτοῦ, νοός δύναμιν ὑπερβαίνοντος!». Πόσο εἶναι ἐνθαρρυντικό τό μήνυμα καί ζωοποιό τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὑπῆρξε πάντοτε ἡ μυστική πηγή ζωῆς ἑνός ἑκάστου Χριστιανοῦ, ἀλλά καί ἡ τελολογική ἀναφορά τῶν ἀγώνων ἐπιβιώσεως τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους σέ περιόδους σχεδόν παντελοῦς ἀδιεξόδου!
Ἡ πρό δύο χιλιετιῶν ἀνθρωπίνη ἀπιστία καί περιεκτική ἁμαρτία προέβαλλε ὡς προφάσεις στόν Ἐσταυρωμένο Νυμφίο τούς δικούς της ἀποδεικτικούς ὅρους: «Εἰ Βασιλεύς Ἰσραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ Σταυροῦ καί πιστεύσομεν ἐπ’ αὐτῷ» (Ματθ. 27, 42), ἀλλ’ Ἐκεῖνος παρέσχε τεκμήρια ἀκόμη μεγαλύτερα· ἐν πρώτοις τήν διασάλευση τῶν στοιχείων τῆς φύσεως, τά ὁποῖα ἐκήρυξαν τήν Θεότητά Του, ὅτι ὁ Πάσχων δέν εἶναι κτίσμα, «ὁμόδουλος» μέ αὐτά, ἀλλά ὁ Δεσπότης πάντων· «Ἐκηρύξαμεν τῷ πένθει τόν Δεσπότην. Οὐχ ὁμοδούλου Πάθος ἐθρηνήσαμεν, ἀλλά Δεσπότου ὕβριν ἐφρίξαμεν». Ἡ ἀνάσταση τῶν ἁγίων, πάλι,  κατά τήν στιγμή τοῦ ἐθελουσίου θανάτου τοῦ Θεανθρώπου (Ματθ. 27, 52.53), κατά τήν ὁποίαν «καί τά μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καί πολλά σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καί ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετά τήν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τήν ἁγίαν πόλιν καί ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς», παρέχει τήν μαρτυρία τῆς γενικῆς Ἀναστάσεως στό τέλος τῆς ἱστορίας, «ἵνα μάθωμεν ἡμεῖς ὅτι Χριστός ἀποθανών, μόνος οὐκ ἀνίσταται, ἀλλά πάντας τούς εἰς αὐτόν πιστεύοντας ἐκ νεκρῶν ἀνίστησιν».  
Ἡ ἴδια ἡ φύλαξη τοῦ Παναγίου Τάφου Του ἀπό τήν ἐχθρική κουστωδία, ἀποδεικνύει ὅτι καί οἱ ἀρνητές Του γνώριζαν τήν θεότητά Του, ὅμως δέ Πρόνοια τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ μετέστρεψε τίς προφυλάξεις τους σε ἀποδείξεις τῆς Ἀναστάσεως: «Εἰ γάρ κοινός νεκρός ἦν καί ψιλός ἄνθρωπος ὁ Σταυρωθείς, ὦ Ἰουδαῖε, τί ξένα καί παράδοξα ποιεῖς πράγματα; Τί φοβεῖ καί τρέμεις καί φύλακας συνάγεις; ...”ἵνα μή κλέψωσιν αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ καί εἴπωσιν ὅτι ἀνέστη”· συνέβη δέ τοὐναντίον· ἔλαβον γάρ στρατιώτας, “ἵνα μή ἀναστάντος αὐτοῦ λέγωσιν ὅτι ἔκλεψαν αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ καί οὐκ ἀνέστη”· καί τά κατά τῆς Ἀναστάσεως σκευωρούμενα ὑπέρ τῆς Ἀναστάσεως γέγονε, καί τούς ἐπιβούλους αὐτούς μάρτυρας ἐποίησε τῆς Ἀναστάσεως ὁ Χριστός, ἵνα ἐκκόψῃ τήν ἀπολογίαν αὐτῶν τήν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ». Τήν ἴδια ἀποδεικτική ἰσχύ ἔχει καί ἡ τριήμερος Ταφή τοῦ Χριστοῦ· στό ἐρώτημα γιατί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν ἔγινε ἀμέσως, ὁ χρυσόφθογγος ρήτωρ τῆς Ἐκκλησίας ἀπαντᾷ, ὅτι ἔτσι ἀποστομώθηκαν ὅσοι θά πρόβαλλαν νεκροφάνεια τοῦ Ἰησοῦ: «Ἵνα βραδύναντος τοῦ θανάτου καί διά τῆς βραδυτῆτος ἀναμφισβήτητος τῆς ἀναστάσεως ἡ ἀπόδειξις γένηται. Ὅπου γάρ καί νῦν μετά τοσαύτην ἀπόδειξίν εἰσιν ἄνθρωποι λέγοντες ὅτι δοκήσει (=φαινομενικῶς) ἔπαθεν, εἰ μή τοσαύτη γέγονε βραδυτής, τί οὐκ ἄν εἶπον ἐκεῖνοι;».
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἑορταζομένη διαρκῶς στόν ἑβδομαδιαῖο λειτουργικό κύκλο, κατά τίς Κυριακές, ἀποτελεῖ διαρκῆ ὑπόμνηση τῆς τελευταίας καί γενικῆς Ἀναστάσεως· «αὐτή ἐκείνη ἐκ περιτροπῆς ἡ καινή καί πρώτη ἁπασῶν ἡμέρα, ἥν ἡμεῖς μέν Κυριακήν καλοῦμεν, ὁ δέ Μωϋσῆς οὐ πρώτην, ἀλλά μίαν προσηγόρευσεν (Γέν. 1, 5), ὡς τῶν ἄλλων ὑπερεξῃρημένην, καί προοίμιον οὖσαν τῆς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος μιᾶς καί ἀνεσπέρου ἡμέρας». Ἀποτελεῖ λοιπόν, ἡ Κυριακή ἡμέρα, ἀλλά κατ΄ ἐξοχήν ἡ Κυριακή τοῦ Πάσχα, ὑπόμνηση τοῦ πανευφροσύνου μέλλοντος αἰῶνος τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς ἀφθαρσίας τῶν πιστῶν μέσα εἰς τό Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος· αἰωνίου ζωῆς δεδωρημένης σέ μᾶς ἀπό τόν Θεό τόν Ἀναστάντα κατά σάρκα, διότι «αὐτός ὁ Κύριος ἀπαρχή τῆς τελείας καί μηκέτι θανάτῳ ὑποπιπτούσης ἀναστάσεως γέγονε», ἐπειδή εἴμαστε τῆς αὐτῆς μέ τόν Χριστό φύσεως· «ἐκ τοῦ ἡμετέρου φυράματος ὁ θεοδόχος ἄνθρωπος ἦν, ὁ διά τῆς ἀναστάσεως συνεπαρθείς τῇ θεότητι ... ἡ τοῦ μέρους ἀνάστασις ἐπί τό πᾶν διεξέρχεται, κατά τό συνεχές τε καί ἡνωμένον τῆς φύσεως ἐκ τοῦ μέρους ἐπί τό ὅλον συνεκδιδομένη».
Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς παροτρύνουν νά ἀνακαλοῦμε συχνά «τό αἰώνιον βάρος δόξης» (Β΄Κορ. 4, 17) τῶν κλητῶν πιστῶν, ἐκείνων ὅσοι θά ἀξιωθοῦν σωτηρίας, ὅταν «οἱ δίκαιοι ἐκλάμψωσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Πατρός αὐτῶν» (Ματθ. 13, 43). Τό σῶμα τῶν σῳζομένων, Ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά ἔχει τίς ἰδιότητες τοῦ σώματος τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ: «Ἕξουσι δέ καί χάριτας οἱ ἀναστησόμενοι πρό τῆς τῶν ἀγαθῶν ἀπολαύσεως δίκαιοι, πέντε τινάς· λεπτότητα, ἐλαφρότητα, λαμπρότητα, γνῶσιν ἀδίδακτον καί διόρασιν ... τάς δέ μορφάς καί ἀναβολάς, θεοειδεῖς καί οὐράνιοι ἔσονται καί τό Χριστοῦ σχῆμα οἷον καί ἦθος, ἐν ἑαυτοῖς ἀκριβεστάτῃ μιμήσει ἀναφαίρετον ἔχοντες». Ἔχοντες λοιπόν τόσο ὑψηλό προορισμό ψυχῆς καί σώματος, «καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄Κορ. 7, 1) καί ὄντες ἀπό καρδίας εὐγνώμονες πρός τόν Λυτρωτήν τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους· «διά τοῦτο καί ἐτάφη τῆς ἀθανασίας ἡ πηγή, ἵνα τοῖς θνητοῖς ἀίδιον χαρίσηται ζωήν».
Μέ θερμότατες, ἐγκάρδιες εὐχές,  γιά ζωή παντοτινά ἀναστημένη
ὁ Καθηγούμενος τοῦ Ἱ. Ἡσυχ. Παντοκράτορος,
† Ἀρχιμ. Κύριλλος
καί οἱ σύν ἐμοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί

Μήνυμα Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής σωτ. έτους 2016



Μήνυμα Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής σωτ. έτους 2016
Μήνυμα Ἁγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς
σωτ. ἔτους 2016
Ἱ. Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
«Οὐδείς ποτέ κατηλλάγη τῷ Θεῷ χωρίς τῆς τοῦ Σταυροῦ δυνάμεως»
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἡ τιμιώτατη ἡμέρα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς, ἡ ἡμέρα τοῦ Ἀχράντου Πάθους τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Πάθους πού ἀναφέρεται ὄχι στήν Θεότητά Του, ἀλλά στήν ἀνθρώπινη φύση Του, πάντοτε ἕλκει τά γένη τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί τήν ἄλογη κτίση σέ πενθική προσκύνηση τῆς ἀνεκφράστου ἀγαθότητος καί φιλανθρωπίας Αὐτοῦ· τοῦ Ἰησοῦ τοῦ ἀπό Ναζαρέτ, τοῦ Θεανθρώπου καί Παντοκράτορος, τοῦ Ὁποίου ἡ ἀγάπη πρός τό τιμιώτατο πλάσμα Του, τόν ἄνθρωπο, ἀπεδείχθη μέχρι θανάτου ἰσχυρή, «κραταιά ὡς θάνατος ἀγάπη» (ᾎσμα 8, 6).
Ὅμως ἡ ἡμέρα αὐτή, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη πενθική, ἔχει μεμειγμένη καί μυστική πνευματική χαρμονή, καθώς μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος· «Ἑορτήν ἄγομεν σήμερον καί πανήγυριν, ἀγαπητοί· ὁ γάρ Δεσπότης ὁ ἡμέτερος ἐπί τοῦ Σταυροῦ τυγχάνει τοῖς ἥλοις πεπαρμένος. Καί μή ξενισθῇς, εἰ τοῦ πράγματος σκυθρωποῦ τυγχάνοντος, ἡμεῖς ἑορτάζομεν· τοιαῦτα γάρ ἅπαντα τά πνευματικά: ἀπεναντίας τῇ συνηθείᾳ τῇ ἀνθρωπίνῃ ἐστί». Ποιός ὁ λόγος τῆς πνευματικῆς χαρᾶς; Ὅτι χάρις στήν ἄφατη φιλανθρωπία καί τήν Οἰκονομία τοῦ Δεσπότου μας, ἔγινεν ὁ «Σταυρός τό κεφάλαιον τῆς σωτηρίας τῆς ἡμετέρας, Σταυρός ἡ τῶν μυρίων ἀγαθῶν ὑπόθεσις. Διά τοῦτον οἱ πρότερον ἠτιμωμένοι καί ἔκπτωτοι, νῦν εἰς τήν τῶν υἱῶν τάξιν ἐδέχθημεν· διά τοῦτον οὐκέτι πλανώμεθα, ἀλλά τήν ἀλήθειαν ἐπέγνωμεν· διά τοῦτον οἱ δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δικαιοσύνης ἀνήχθημεν· διά τοῦτον ἡ γῆ οὐρανός λοιπόν γέγονεν· οὗτος τῶν δαιμόνων τήν πλάνην ἔσβεσεν, οὗτος τήν ἀπάτην καθεῖλε, διά τοῦτον ἡ ἀνθρωπίνη φύσις πρός τήν ἀγγελικήν πολιτείαν ἁμιλλᾶται». Καί ἡ Θεογνωσία, ἡ υἱοθεσία, ἡ ἐλευθερία, ἡ ἐν Χριστῷ «οὐράνωσις» τῶν Χριστιανῶν καί ἡ «ἅμιλλά» τους πρός τούς Ἀγγέλους εἶναι ὄντως μόνιμα κτήματα, δεδωρημένα στήν Ἐκκλησία, διά τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, πρό αἰώνων Υἱός τοῦ Θεοῦ Πατρός ἄνευ μητρός, καί ἐντός τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας υἱός καί τῆς Θεοτόκου ἄνευ πατρός ἐκ Πνεύματος δέ Ἁγίου, ἀποτελεῖ, κατά τήν εὐαγγελική διδασκαλία, τό «λύτρον» τῆς ἀνθρωπότητος ἀπό τήν τυραννία τοῦ Διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου: «ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» (Ματθ. 20, 28· Μάρκ. 10, 45)· ὄχι «ἀντί πάντων» ἀναγκαστικῶς, ἀλλά «ἀντί πολλῶν», ἐκείνων «ὅσοι ἔλαβον Αὐτόν» (Ἰω. 1, 12). Ἡ ἔννοια τοῦ «λύτρου» δέν εἶναι ἐδῶ ἡ συνήθης ἔννοια τῆς «συναλλαγματικῆς» ἀποδόσεως ἀγαθῶν ὡς λύτρων σέ κάποιον πού κατέχει αἰχμαλώτους. Κατά τήν θεόπνευστη ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τό «λύτρον», τό σταυρικόν μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ (Α΄Τιμ. 2, 6), δέν προοριζόταν νά ἀποδοθεῖ καί οὔτε ἀποδόθηκε στόν Σατανᾶ, τόν «τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου» (Ἑβρ. 2, 14) : «εἰ εἰσηνέχθη τό λύτρον τῷ πονηρῷ, φεῦ τῆς ὕβρεως!»· διότι τότε ὁ Σατανᾶς θά ἐμφανιζόταν ὡς ἐπικυρίαρχος τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ, ἑνός τόσο «ὑπερφυοῦς μισθοῦ τῆς αὐτοῦ τυραννίδος», μεταξύ τῶν ὁποίων, ὅμως, οὐδέποτε εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει διαλλαγή· «τίς συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ;» (Β΄ Κορ. 6, 15). Οὔτε ὅμως καί ὁ  Θεός Πατήρ ἀπαίτησε τό «λύτρον», διότι ἀφ’ ἑνός δέν κατεῖχε ὁ Πατήρ τήν ἀνθρωπότητα αἰχμάλωτη ἀφ’ ἑτέρου δέν ἦταν δυνατόν ὁ φιλανθρωπότατος Πατήρ νά χαρεῖ μέ τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του· «τίς ὁ λόγος Μονογενοῦς αἷμα τέρπειν Πατέρα;». Ἔτσι, τό «λύτρον» τοῦ Δεσποτικοῦ Αἵματος ὑπῆρξε ἐθελουσία θυσία καί προσφορά τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου χάριν τῆς ἀνθρωπότητος, ἐνῷ ὁ Θεός Πατήρ ἐδέχθη τήν Θυσία «οὐκ αἰτήσας, οὐδέ δεηθείς», χάριν τῆς σωτηρίας μας, ἄν καί αὐτή ἦταν δυνατόν νά τελεσιουργηθεῖ καί μέ ἄλλους τρόπους. Μέ τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πάντως, ἀπεδείχθη ἡ τελειοτάτη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἡ δυνατότητα τῆς νίκης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἐπί τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, διότι ἡ νίκη τοῦ, ὁμοουσίου μέ ἐμᾶς καί μυστικῶς ἡνωμένου μέ μᾶς Χριστοῦ, Ὑψίστου Ἀρχιερέως καί ἀνωλέθρου Θύματος, εἶναι καί δική μας· ἡ ἀνθρωπίνη φύση «πρός ἀμείνω (=καλύτερη) τινά καί θειοτέραν κατάστασιν μετεστοιχειοῦτο ἐν πρώτῳ Χριστῷ». Τό «λύτρον» τοῦ Δεσποτικοῦ Αἵματος, ὡς ὑπερφυής τιμή, καθιστᾷ ἐμᾶς, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, «κτῆμα ἴδιον» τοῦ Χριστοῦ, «τούς ἐκ τοῦ θανάτου παρ΄ αὐτοῦ διά τῆς ζωῆς ἐξαγορασθέντας».
Τό ἀναμφισβήτητον ἱστορικόν γεγονός τῆς πρό δύο χιλιάδων ἐτῶν Σταυρώσεως τοῦ Σωτῆρος ἐνεργεῖ τήν παγίωση τῆς χάριτος τοῦ μυστηρίου αὐτοῦ στήν Ἐκκλησία διά τῶν παναγίων Μυστηρίων Της· «ἡ σάρξ τοῦ Χριστοῦ ἐν ταῖς ὠδῖσι τοῦ Σταυροῦ ἐγέννησε τήν Ἐκκλησίαν, τῷ ρεύσαντι ἐξ αὐτῆς αἵματι καί ὕδατι»· ὁ χρυσόφθογγος καί ἱερώτατος Ἰωάννης προσθέτει, ὅτι «ἐξ ἀμφοτέρων τούτων (τῶν πηγῶν, Αἵματος καί Ὕδατος) ἡ Ἐκκλησία συνέστηκε», αὐτό δέ τό γνωρίζουν καλῶς «οἱ μυσταγωγούμενοι, δι΄ ὕδατος μέν ἀναγεννώμενοι, δι΄ Αἵματος δέ καί Σαρκός τρεφόμενοι. Ἐντεῦθεν ἀρχήν λαμβάνει τά μυστήρια». Ἡ ἴδια ἡ ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία κατά τήν Πεντηκοστή ὀφείλεται στήν καταλλαγή τῆς ἀνθρωπότητος πρός τήν Ἁγίαν Τριάδα, χάρις - ἐν πρώτοις - στήν Σταύρωση: «ἔδει (=ἔπρεπε) πρότερον προσενεχθῆναι τήν ὑπέρ ἡμῶν θυσίαν, καί τήν ἔχθραν ἐν τῇ σαρκί καταλυθῆναι καί γενέσθαι τοῦ Θεοῦ φίλους καί τότε λαβεῖν τήν δωρεάν ... ἐπειδή ἐχθροί ἦμεν καί ἡμαρτηκότες καί ὑστερούμενοι τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ καί θεοστυγεῖς». Ὄχι ἐπειδή ἦταν ἐχθρικός πρός τήν ἀνθρωπότητα ὁ φιλανθρωπότατος καί Πανάγαθος Θεός, ἀλλά ἐπειδή ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε γίνει ἐχθρική καί ἀνεπίδεκτη πρός τήν ἐνέργεια καί χάρη Του· γι΄ αὐτό δέν γράφεται στήν Γραφή ὅτι ὁ Θεός συμφιλιώνεται πρός ἐμᾶς, ἀλλά ἐμεῖς πρός Αὐτόν «Καταλλάγητε τῷ Θεῷ (Β΄ Κορ. 5, 20)· καί οὖκ εἶπε, Καταλλάξατε ἑαυτοῖς τόν Θεόν· οὐ γάρ Ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἐχθραίνων, ἀλλ’ ὑμεῖς· Θεός γάρ οὐδέποτε ἐχθραίνει».
Ὅμως, ἄν ἡ κοσμοσωτήριος Σταύρωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἐπί Ποντίου Πιλάτου «ὑπέρ ἡμῶν», αὐτές τίς ἄκτιστες, θεῖες, δωρεές τίς κατέστησε μόνιμες καί ἔνοικες στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡστόσο τό Μυστήριον τοῦ Σταυροῦ ἐνεργοῦσε καί πρό τῆς Σταυρώσεως παροδικῶς στούς ἀληθεῖς «φίλους τοῦ Θεοῦ», στούς Προφήτας καί Πατριάρχας, κατά τρόπο μυστικό καί ὑπερφυῆ. Διά τοῦτο καί ὁ Χριστός πρό τῆς Σταυρώσεως παραγγέλλει ὅτι δέν εἶναι ἀντάξιός Του, «ὅς οὐ λαμβάνει τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθεῖ ὀπίσω» Αὐτοῦ (Ματθ. 10, 38)· κατά τόν θειότατο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «φίλοι δέ Θεοῦ πολλοί τῶν πρό νόμου καί μετά νόμον, μήπω τοῦ Σταυροῦ φανέντος, ὑπ΄ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ μεμαρτύρηνται ... ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ μήπω γεγονώς, ἐν τοῖς Προπάτορσιν ἦν· τό γάρ μυστήριον αὐτοῦ ἐνηργεῖτο ἐν αὐτοῖς ... Τοῦτο δέ ἐστιν ὁ τοῦ Χριστοῦ Σταυρός, ἡ τῆς ἁμαρτίας κατάργησις». Καί τό Μυστήριον τοῦ Σταυροῦ, «ἡ τῆς ἁμαρτίας κατάργησις», πραγματώνεται λοιπόν στή ζωή μας, διά τῆς Χάριτος τοῦ Ἐσταυρωμένου καί Ἀναστάντος, σέ δύο διαφορετικά στάδια, σέ δύο ἐπί μέρους μυστήρια: πρῶτον, στήν «σταύρωση» τοῦ κόσμου καί τῆς ἁμαρτίας γιά μᾶς, δηλαδή μέ τήν ἐκ μέρους μας ἀποφυγή καί ἐγκατάλειψή τους: «κατά ταῦτα γοῦν ὁ κόσμος ἠμῖν σταυροῦται καί ἡ ἀμαρτία, φυγόντων ἡμῶν ἐκ τούτων»· δεύτερον, ὅταν ὁ κόσμος καί τά πάθη «σταυρώνονται» γιά μᾶς, ὅταν δηλαδή ἀποχωρήσουν ἀπό μέσα μας τά νοήματα καί οἱ ἐπιθυμίες τους, χάρις στήν ἐσωτερική θεία ἐνέργεια τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ· «κατά δέ τό δεύτερον τοῦ Σταυροῦ μυστήριον, ἡμεῖς σταυρούμεθα τῷ κόσμῳ καί τοῖς πάθεσιν, αὐτῶν φευγόντων ἐξ ἡμῶν ... ὅταν τόν ἐντός ἡμῶν ἄνθρωπον καλλιεργῶμεν καί ἀνακαθαίρωμεν, ἀναζητοῦντες τόν ἡμῖν αὐτοῖς κεκρυμμένον θεῖον θησαυρόν (τοῦ Βαπτίσματος)». Μέ τά δύο αὐτά αἰώνια σταυρικά μυστήρια τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἐκπληρώνεται τό ἀποστολικόν λόγιον «ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσμῳ» (πρβλ. Γαλ. 6, 14).
 
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Διά τοῦ στόματος τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ Ἐκκλησία καλεῖ ὅλους μας νά γίνουμε μέτοχοι τοῦ Μυστηρίου καί τοῦ Πάθους τοῦ Σταυροῦ· καί καθώς ὁ Χριστός διά τῆς μέχρι θανάτου ὑπακοῆς Του στό θεῖον θέλημα, «ἐταπείνωσεν Ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ» (Φιλ. 2, 8 ) καί προσήλωσε στόν Σταυρό «ἐν ἕκτῃ ἡμέρᾳ τε καί ὥρᾳ τήν ἐν τῷ Παραδείσῳ τολμηθεῖσαν τῷ Ἀδάμ ἁμαρτίαν», καλούμαστε καί ἐμεῖς πρός τήν μίμηση τοῦ θείου Πάθους· κατά τόν σοφό Ἰωσήφ Βρυέννιο εἶναι «δυνατόν χωρίς αἵματος μαρτυρῆσαι, καί δίχα θανάτου θανεῖν, καί σταυρωθῆναι ἄνευ Σταυροῦ». Πῶς; διά τῆς ἀνυποχώρητης πάλης κατά τῆς ποικίλης ἁμαρτίας· κατά τόν μέγιστο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «τοῦτο οὖν ἐστι τό σταυρῶσαι τήν σάρκα σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις, τό ἀνενέργητον γενέσθαι τόν ἄνθρωπον πρός πᾶν τό ἀπαρέσκον Θεῷ». Καί διά τοῦ ἀγῶνος αὐτοῦ ὁ Σταυρός θά μᾶς χαρίζει τήν νίκη ἐπί τῆς ἁμαρτίας καί τῶν δαιμόνων καί τοῦ φόβου τοῦ θανάτου, ἀλλά καί κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας· «τό θεῖον τοῦ Σταυροῦ μυστήριον ... καί τάς κακοδόξους δόξας καί τούς ταύταις συνηγόρους ἐξελέγχει καί ἀπωθεῖται τῶν περιβόλων τῆς ἱερᾶς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας». Ἀμήν.
ὁ Καθηγούμενος τοῦ Ἱ. Ἡσυχ. Παντοκράτορος,
† Ἀρχιμ. Κύριλλος
καί οἱ σύν ἐμοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί

Η ΣΤΑΥΡΩΣΙΣΚωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,


 
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,
ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, στά πλαίσια τῶν μαθημάτων ἁγιογραφίας τῶν Ἁγίων εἰκόνων τῆς Ὀρθοδοξίας μας, πού ἔγινε τήν Παρασκευή 9-12-2005.
 
 
Νά ἀναλύσουμε σήμερα τήν εἰκόνα τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ. Συνήθως ἔτσι ἀναπαριστάνουμε τήν εἰκόνα τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός ἐσταυρωμένος πάνω στόν Σταυρό, μαζί ἔχουμε τόν χορό τῆς Παναγίας καί τῶν γυναικῶν καί ταυτόχρονα ἀπό κάτω τόν Ἰωάννη τόν θεολόγο καί πίσω ἔχουμε τόν ἑκατόνταρχο. Ὑπάρχει σέ μιά προγενέστερη περίοδο μιά πιό λιτή εἰκόνα, ὅπου εἶναι μόνο ὁ Χριστός ἐσταυρωμένος μαζί μέ τήν Παναγία καί τόν Ἰωάννη τόν Θεολόγο ἀπό κάτω. Καί μιά πιό λιγότερο λιτή πού ἔχει ρεαλιστικά πρόσωπα, ὅπως ὁ χορός τῶν γυναικῶν καί ὁ ἑκατόνταρχος ὁ Λογγῖνος. Μεταγενέστερες εἰκόνες ἀπό αὐτήν, εἶναι πολύ πεφορτισμένες μέ πάρα πολλά ἄλλα πρόσωπα, δηλαδή, κακοῦργοι, ληστές, διῶκτες, ἡ σκάλα, ὁ πετεινός, ὁ ὁποῖος ἐλάλησε τρίς. Εἶναι πολύ φορτωμένες προσεγγίσεις, οἱ ὁποῖες ξεφεύγουν ἀπό τό ἦθος τῆς ὀρθόδοξης λιτότητας καί ἁπλότητας. Ἐμᾶς μᾶς ἐνδιαφέρει νά δώσουμε τά κεντρικά σημεῖα τῆς θεολογίας, καί ὄχι νά φορτώσουμε τήν εἰκόνα μέ πάρα πολύ πλῆθος, πού σίγουρα ὑπῆρχε τήν ὥρα τῆς σταυρώσεως γύρω ἀπό τό Χριστό. Δέν κάνουμε ἕναν ἁγιογραφικό ρεαλισμό, κάνουμε θεολογική λιτή προσέγγιση ὅπως τό θέλει ἡ Ὀρθοδοξία μας. Θά ἔλεγα αὐτό εἶναι ἕνα ὅριο αὐτῆς τῆς εἰκόνας, ἐξ ἀπόψεως φορτώσεως ὑπαρκτοῦ ἀριθμοῦ προσώπων.
Νά δοῦμε τά θεολογικά στοιχεῖα αὐτῆς τῆς εἰκόνας. Ὁ Χριστός εἶναι ἐσταυρωμένος πάνω στό Σταυρό. Παρόλο πού τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή, στό Σταυρό εἶναι γεγραμμένα τά ἀρχικά γιῶτα, νῦ, βῆτα, γιῶτα. Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεύς Ἰουδαίων. Ἐμεῖς δέν γράφουμε αὐτό. Βλέπετε ἡ Γραφή τό λέει. Ἄν κάποιος τό γράψει, δέν εἶναι λάθος, ἀλλά εἶναι λάθος θεολογικῆς προσεγγίσεως αὐτοῦ πού θέλουμε νά δείξουμε. Ἐκεῖ ἔλεγε λοιπόν Ι.Ν.Β.Ι., Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεύς Ἰουδαίων. Ἐμεῖς γράφουμε τή φράση ἐπάνω συντετμημένη. Συνήθως χρησιμοποιοῦμε τά κεφαλαῖα, ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης. Ο.ΒΣΛ.Τ.ΔΞ. Συνήθως συντετμημένο, Ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης, γιατί ὁ Σταυρός εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἴδιος τό λέει, στό τέλος τῆς μεγάλης ὁμιλίας Του πρός τούς μαθητές Του, πού εἶναι καταγεγραμμένη στό κατά Ἰωάννη Εὐαγγέλιο, τήν ὥρα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, «νῦν ἐδοξάσθη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου». Ὁ Σταυρός εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Δόξα σημαίνει φανέρωση, ὅπου φανερώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πάνω στό σταυρό φανερώνεται πρῶτα ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, καί ταυτόχρονα ἡ διαστροφή τοῦ διαβόλου πού θέλει νά Τόν σταυρώσει. Πάντως ἐδῶ εἶναι μιά δόξα, μία ἀποκάλυψη. Ἄρα δοξάζεται τήν ὥρα τοῦ σταυροῦ Του ὁ Χριστός, γι᾽ αὐτό γράφουμε «Ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης».
Τώρα στήν εἰκόνα ἐπάνω, καί πάλι ἡ ὁποία θέλει νά ἀπεικονίσει τά γεγονότα χωρίς ρεαλισμούς ἀπόλυτους, ἀλλά μέ θεολογικές προσεγγίσεις, ὑπάρχουν πράγματα μή ρεαλιστικά. Ὁ Χριστός εἶναι πάνω στό σταυρό καί ἔχει κοιμηθεῖ. Ἐάν ὑπῆρχε ἡ ἔννοια τῆς ρεαλιστικῆς ἀπεικονίσεως τῆς κοιμήσεως, τοῦ θανάτου κάποιου ἀνθρώπου πάνω στό σταυρό, θά ἔπρεπε τά χέρια αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου νά ἔχουν κρεμαστεῖ. Ἐδῶ [στήν εἰκόνα παρατηροῦμε ὅτι] δέν ἔχουν κρεμαστεῖ. Ὁ νόμος τῆς βαρύτητας θά ἐπέτρεπε τό σῶμα νά πάει πρός τά κάτω. Ὑπάρχει [στό κάτω μέρος τοῦ σταυροῦ] ἕνα μικρό ξύλο, πού θά ἐμπόδιζε τήν πτώση τοῦ σώματος καί θά κρεμόταν, ὅπως παρουσιάζεται σέ πάρα πολλές εἰκόνες καί αὐτό εἶναι λάθος. Εἶναι θεολογικό λάθος. Ὑπό ποιά ἔννοια θεολογικό λάθος; Ὅτι πρέπει ὁ Χριστός νά ἔχει ἀνοιχτά τά χέρια Του, γιατί ὁ Χριστός ἐκοιμήθη ἐπάνω στό σταυρό, ἀλλά τήν ἴδια ὥρα, αὐτή τή στιγμή εἶναι νικητής στόν ἅδη. Ἀπό αὐτή τή στιγμή ἀρχίζει ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ὁ Χριστός κατεβαίνει στόν ἅδη καί τώρα ἔχει νικήσει ἤδη τόν ἅδη. Ἄρα ἐνῶ εἶναι κεκοιμηκώς, τεθνηκώς πάνω στό σταυρό, ἐμεῖς πρέπει ταυτόχρονα νά παρουσιάσουμε καί ὅτι ἐκοιμήθη, ὅτι εἶναι [δηλαδή] νεκρός, ἀλλά ταυτόχρονα καί ὅτι εἶναι ζωντανός καί νικητής· καί αὐτό τό ἐκφράζουμε μέ τίς ἀνοιχτές παλάμες καί μέ τά ἀνοιχτά χέρια Του, ὅτι πέθανε μέν ἀλλά δέν κρεμάστηκε. Ἄρα σέ πάρα πολλές ἐκκλησίες πού ἀπεικονίζουν τόν ἐσταυρωμένο κρεμασμένο, συνήθως ὅλες οἱ ἐκκλησίες οἱ ρωμαιοκαθολικές ἔτσι τόν παρουσιάζουν -καί ἔχει πάρει ἕνα ἀντίγραφο, παρόλο πού ἔχει καταβολές ὀρθόδοξες ὁ δικός μας ἁγιογράφος Δομένικος Θεοτοκόπουλος, ὁ Ἐλ Γκρέκο καί στό μεγάλο του ἔργο γιά τό πάθος ἔχει τό Χριστό νά κρέμεται. Παρόλο πού ὁ Ἐλ Γκρέκο ξέρει τήν παράδοση τή δική μας, τῆς κρητικῆς τῆς τέχνης, ἀπό τήν Κρήτη εἶναι, ἡ ἀπεικόνισή του ἔχει ἐπηρεασμούς ἀπό τόν ρωμαιοκαθολικό ρομαντισμό καί κάνει ἕνα δικό του συνδυασμό. Πανέμορφο ζωγραφικό, ἀλλά λανθασμένο θεολογικό. Ἀλλά ὑπάρχουν ἀκόμη θεολογικά στοιχεῖα τά ὁποῖα ὅμως δέν φαίνονται, δηλαδή δέν φανερώνονται λόγῳ τοῦ ἐπηρεασμοῦ του καί λόγῳ τῆς τεχνικῆς ἰδιοτροπίας του. Ὅλες λοιπόν οἱ ἐκκλησίες οἱ ρωμαιοκαθολικές καί ὁ Ἐλ Γκρέκο παρουσιάζουν τό Χριστό στό πάθος κρεμασμένο πάνω ἀπό τό σταυρό. Αὐτό εἶναι τό βασικό στοιχεῖο λοιπόν.
Καί πέρα ἀπό αὐτό, μέ αὐτό τό ἄνοιγμα τῶν χειρῶν ἐκφράστηκε τό τροπάριο τῆς μεγάλης Παρασκευῆς πού λέει, «ἥπλωσας τάς παλάμας», ἅπλωσες τίς παλάμες Σου, «καί ἥνωσας», καί ἕνωσες, «τά τό πρίν διεστῶτα», αὐτά πού ἦταν πρίν χωρισμένα, δηλαδή ὁ Χριστός ἀγκαλιάζει ὅλο τόν κόσμο καί ὅλους πού εἶναι διχασμένοι τούς ἑνώνει. Εἶναι μιά ἄλλη θεολογική προσέγγιση μέσα ἀπό τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀκόμη πρέπει νά παρουσιάσουμε τή νύξη τῆς πλευρᾶς τοῦ Χριστοῦ πού ἐξῆλθεν αἷμα καί ὕδωρ. Καί αὐτό τό παρουσιάζουμε γιατί εἶναι ἕνα γεγονός ρεαλιστικό, καί γι᾽ αὐτό τήν ὥρα πού προετοιμάζουμε τή θεία Λειτουργία, τήν Πρόθεση, τό πρωί, ὅταν βάζουμε μέσα στό ποτήριον τό νάμα, τό κρασί, βάζουμε καί ὕδωρ. «Καί ἐξῆλθεν ἐκ τῆς πλευρᾶς Αὐτοῦ αἷμα καί ὕδωρ». Αὐτή ἡ ἀπεικόνιση τοῦ αἵματος καί τοῦ ὕδατος, χωρίς ἐμεῖς νά θέλουμε νά ἔχουμε ἀποδείξεις, εἶναι μιά πραγματική ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός πέθανε ὄντως πάνω στό σταυρό. Προσέξτε, πέθανε ὄντως πάνω στό σταυρό, ἀνθρωπίνως πέθανε. Παρόλο πού αὐτό εἶναι κοίμηση. Ἀκριβῶς θά ἐξέλθει αἷμα καί ὕδωρ ὑπό ποιά ἔννοια; Γιατί ταυτόχρονα εἶναι ζωντανός καί νικητής. Ἀλλά, ὄντως πέθανε πάνω στό σταυρό. Δέν ἦταν δηλαδή οἱονεί νεκρός, σάν νεκρός. Καί ἐξ ἀπόψεως ὅπως μπορεῖ νά τό μελετήσει κάποιος κατά τά μέτρα τῆς ἰατρικῆς, ὅταν κάποιος κοιμηθεῖ τό αἷμα χωρίζεται στά αἱμοσφαίρια, αἱμοπετάλια καί στόν ὀρό τοῦ αἵματος -αἷμα καί ὕδωρ. Ὑπάρχει μιά διάσταση. Αὐτό εἶναι μιά ὄντως ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου καί πρέπει νά ὑπάρχει τῆς πλευρᾶς τοῦ Χριστοῦ μιά ρήξη, ἕνα σπάσιμο τοῦ περικαρδίου. Αὐτό λένε οἱ ἰατρικές προσεγγίσεις. Δέν μᾶς νοιάζει, δέν μᾶς ἐνδιαφέρει, ἀλλά μᾶς ἐνδιαφέρει ὅτι πέθανε πραγματικά, γιατί ἦταν ἄνθρωπος καί πέθανε πραγματικά. Ἦταν πραγματικός ὁ θάνατός Του, ὑπό τήν ἔννοια τοῦ χωρισμοῦ, προσέξτε, τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα· αὐτό σημαίνει θάνατος. Θάνατος σημαίνει χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Ἀλλά ἐπειδή ἐδῶ ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἑνωμένη μέ τή θεία φύση Του, παρόλο πού τά δύο χωρίστηκαν, ἡ ψυχή καί τό σῶμα, καί τά δύο παρέμειναν μέ τή θεία φύση ἑνωμένα. Ὑπάρχει μιά διαφορά ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ὁ ἄνθρωπος ὅταν πέθανε γιά πρώτη φορά, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ὅταν πέθαναν, χωρίστηκε τό σῶμα καί ἡ ψυχή τους γιατί δέν ἦταν ἑνωμένα μαζί μέ τό Θεό· δηλαδή προσέξτε, ἄν κάνω κάποιο παράδειγμα, ἄν πάρω, δηλαδή, δύο ἀντικείμενα, ἄν πάρω, δηλαδή, δυό μολύβια στά χέρια μου κι ἄς φανταστῶ πού τό ἕνα εἶναι τό σῶμα καί τό ἄλλο εἶναι ἡ ψυχή καί τά κρατάω μέ τά χέρια μου κι ἄν κάποιος τά χωρίσει αὐτά τά δύο, παραμένουν καί τά δύο ἑνωμένα μέ τό χέρι μου, πού εἶναι ἡ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ. Ἄν εἶναι μακριά, αὐτομάτως πεθαίνουν. Ὁ θάνατος ἐπῆλθε στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου λόγῳ τοῦ ὅτι ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό Θεό. Καί ὁ Θεός εἶναι ὁ Θεάνθρωπος ἐδῶ, παρόλο πού χωρίζουν τό σῶμα ἀπό τήν ψυχή καί τά δύο παραμένουν ἑνωμένα μαζί μέ τό Χριστό. Καί ὑπ᾽ αὐτή τήν ἔννοια ἀνίστανται, καί ὅλη ἡ χριστιανική ζωή συνίσταται ἀκριβῶς, στήν προσπάθεια πού κάνουμε νά ἑνώσουμε ὅλη μας τήν ὕπαρξη, τό σῶμα καί τήν ψυχή μας μέ τό Χριστό, οὕτως ὥστε ἀκόμα ὁ πεπερασμένος, προσωρινός θάνατός μας νά μπορέσει νά δώσει τή δυνατότητα αὐτά νά ἑνωθοῦν καί πάλι. Αὐτή εἶναι ἡ ἀνάσταση. Ὅλα, λοιπόν, κρίνονται κατά πόσο ἑνωνόμαστε μέ τό Χριστό. Ἔτσι λοιπόν, ὁ Χριστός εἶναι κεκοιμηκώς, εἶναι πάνω στό σταυρό, τρέχει τό αἷμα Του καί τρέχει κάτω, ὅπου ὑπάρχει ἕνας χῶρος, σάν μιά μικρή σπηλιά, πού φαίνεται ἕνα κρανίο. Δύο αἰτίες εἶναι οἱ ὁποῖες ἀπεικονίζουν τό κρανίο. Πρῶτον, ἐδῶ ὁ λόφος πάνω στόν ὁποῖο σταυρώθηκε ὁ Χριστός λέγεται Γολγοθᾶ. Στά Ἑβραϊκά γκολγκολθάϊ, γκολγκόλ εἶναι κρανίο. Γκολγκολθάϊ εἶναι τόπος κρανίου. Τό ξέρουμε. Κρανίου τόπος. Καί λεγόταν κρανίου τόπος ἐκεῖ, δύο αἰτίες ὑπάρχουν. Πρῶτον μέν, γιατί ἐκεῖ πέρα ὑπῆρχε τό σχῆμα τοῦ κρανίου πάνω στό λόφο, ὁ ὁποῖος σήμερα δέν φαίνεται, λόγῳ τοῦ ὅτι πάνω σέ αὐτόν τόν τόπο τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ ἔχει χτιστεῖ ὁ ναός τῆς Ἀναστάσεως. Φαίνεται τό σχῆμα τοῦ κρανίου στό λόφο ἄν κάποιος τό διαγράψει, ἀλλά ταυτόχρονα ὑπάρχει μιά παράδοση ἡ ὁποία λένε, ὅτι ἐδῶ σε αὐτόν τόν τόπο εἶναι θαμμένος ὁ πρῶτος Ἀδάμ. Ὁ Ἀδάμ. Καί ἔχουμε τήν ἀπεικόνιση τοῦ κρανίου τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Ἔρχεται ὁ Χριστός, ὁ δεύτερος Ἀδάμ, διά τῆς ἐκχύσεως τοῦ αἵματός Του, νά ἀναστήσει τόν πρῶτο Ἀδάμ. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ δεύτερος Ἀδάμ. Πρῶτος Ἀδάμ καί ὁ δεύτερος Ἀδάμ.
Τώρα ἔχουμε τό χορό τῆς Παναγίας καί τῶν γυναικῶν. Πρῶτα-πρῶτα εἶναι τά στοιχεῖα τά ὁποῖα τά γνωρίζουμε τῆς Παναγίας, τά ἀστεράκια κ.λπ.. Ὑπάρχει ἕνα χέρι ἀνοιχτό τῆς Παναγίας, πού εἶναι τό θέμα τῆς ἀποδοχῆς, δηλαδή ἀποδέχεται ὅτι αὐτό τό γεγονός πού γίνεται στό Χριστό εἶναι γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Εἶναι ἀποδοχή, δέν εἶναι διαμαρτυρία. Ταυτόχρονα τό ἄλλο χέρι τό ὁποῖο ἀκουμπάει τό μάγουλο, ἐκφράζει τή λεγομένη «ἄφατος θλίψη». Εἶναι ἡ μοναδική ἔκφραση θλίψης ἄν πράξουμε, ἐμεῖς θλίψη δέν ἐκφράζουμε ποτέ, ἔχουμε τή χαρμολύπη, σᾶς τό ἔχω πεῖ. Αὐτή εἶναι ἡ «ἄφατος θλίψις», πού δέν εἶναι θλίψη, δηλαδή ὑπάρχει ἕνας θάνατος, ὑπάρχει μιά τραγωδία, ἀλλά ὑπάρχει μιά ἄ-φατος θλίψις. Ἄφατος θλίψις δέν σημαίνει ἀκραία θλίψις. Σημαίνει ἀ(+)φημί, ἀπερίγραπτη. ΑΑΑ! Δέν μπορῶ νά τό περιγράψω. Ὄχι ἀπερίγραπτη μέ τήν ἔννοια τοῦ ὅτι τί τραγωδία εἶναι αὐτή πού ἔγινε. Δέν μπορεῖ νά περιγράψει πῶς ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἄνθρωπος, σταυρώνεται γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους. Δέν μπορεῖ κανένας ἀνθρώπινος νοῦς νά περιγράψει τό μυστήριο τῆς ἄκρας ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό λοιπόν, ἔχουμε τήν ἄφατο θλίψη, ἡ ὁποία ἀκριβῶς ἐκφράζεται μέ αὐτό τόν τρόπο, ἐπειδή δέν μποροῦμε νά βάλουμε τήν θλίψη στό πρόσωπο ἑνός ἀνθρώπου διαγεγραμμένη ὡς θλίψη, βάζει ἡ Παναγία τό χέρι Της νά ἀκουμπάει τό μάγουλο κι ἔτσι ἐκφράζουμε τή λεγομένη ἄφατο, ἀπερίγραπτο, μυστηριώδη θλίψη, ἡ ὁποία τελικά αὐτή ἡ θλίψη ὁδηγεῖ στήν Ἀνάσταση.
Ταυτόχρονα εἶναι γύρω οἱ μυροφόρες γυναῖκες σέ μιά κυκλοτερή κίνηση. Προσέξτε αὐτό, οἱ κεφαλές τῶν τεσσάρων γυναικῶν, τῆς Παναγίας καί τῶν τριῶν γυναικῶν, περικλείονται μέσα σέ ἕναν κύκλο. Καί σέ ἄλλες περιπτώσεις ὑπάρχουν τέτοιες γεωμετρικές ἀπεικονίσεις. Δηλαδή ἄν ἔβαζα ἕνα διαβήτη, [θά σχηματιζόταν] ἕνας κύκλος, ὁ ὁποῖος θα τίς περικλείει καί ἐκφράζει αὐτό μιά κοινωνικότητα. Δέν εἶναι ἀποσπασμένες τήν ὥρα τοῦ πόνου. Ἔχουν μιά κοινωνικότητα. Μιά ἐκκλησιολογική στάση· ὅτι δέν σκέφτεται ἡ κάθε μιά τό δικό της πόνο ἀποσπασμένη ἀπό τό γεγονός, παρά μόνο εἶναι ἑνωμένες, ὅπως ἑνώνεται ἡ Ἐκκλησία μπρός σέ ὁποιαδήποτε θλίψη καί ταυτόχρονα ἑνώνονται μπρός στό σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί μπρός στόν προσωπικό τους σταυρό, μιά καί προοπτική τῆς ζωῆς μας εἶναι νά ἀκολουθήσουμε τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ, γιατί ὁ Χριστός ἕνα πράγμα μᾶς ὑποσχέθηκε, τίποτε ἄλλο, ὅποιος θέλει νά εἶναι μαζί μου, θά πάρει τό σταυρό του νά μέ ἀκολουθήσει. Ἄρα ἐφόσον αὐτή εἶναι ἡ μοναδική ὑπόσχεση πού ἔδωσε ὁ Χριστός σέ μᾶς, ἐμεῖς τά γεγονότα τοῦ σταυροῦ, τά δύσκολα γεγονότα, τά ἀντιμετωπίζουμε ἐκκλησιολογικά, ἐν κοινωνίᾳ καί ὄχι ἀπομονωμένοι κάνοντας ἀποσπασματικές, περιστασιακές ἀντιμετωπίσεις. Αὐτό εἶναι μιά ἐκκλησιολογία λοιπόν. Αὐτός ὁ [νοητός] κύκλος, μέσα στόν ὁποῖο περικλείονται οἱ κεφαλές τῶν γυναικῶν.
[Ἕνα ἄλλο πρόσωπο εἶναι] ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος καί αὐτός μέ ἕνα δικό του τρόπο ἔχει ἀνοιχτό τό χέρι ἀποδοχῆς τοῦ γεγονότος. Μιά ἔντονα κεκλιμένη κεφαλή. Ἡ ἄλλη ἔκφραση τῆς δηλώσεως τῆς ἀποδοχῆς ἑνός γεγονότος.
Καί ταυτόχρονα πίσω ἔχουμε τόν ἑκατόνταρχο, ὁ ὁποῖος ἰδών τό θαῦμα ἔφριξε καί ταυτόχρονα εἶπε, «ἀληθῶς Θεοῦ υἱός ἦν οὗτος». Εἶναι ὁ ἑκατόνταρχος, ὁ ὁποῖος εἶδε τό Χριστό, πού τόν ἀντιμετώπισε μέ ἀγάπη καί προσευχή τήν ὥρα πού τόν σταύρωνε, καί αὐτός ἀλλάζει καί μετά ἀπό λίγο αὐτός γίνεται ἅγιος. Γίνεται μάρτυρας τῆς Ἐκκλησίας καί ἅγιος. Εἶναι ὁ ἅγιος Λογγῖνος ὁ ἑκατόνταρχος, γι᾽ αὐτό τόν παρουσιάζουμε. Δέν παρουσιάζουμε ἁπλῶς τήν ἐκπροσώπηση τοῦ σώματος τῶν στρατιωτῶν πού σταύρωσαν τό Χριστό. Δέν μᾶς ἐνδιαφέρει. Τό πρόσωπο τό τραγικό, τό πρόσωπο τῆς ἀνομίας συνήθως δέν τό παρουσιάζουμε. Ἀλλά μόνον αὐτόν ὁ ὁποῖος ἔγινε ἅγιος. Καί εἶναι ὁ ἑκατόνταρχος ὁ Λογγῖνος. Καί μάλιστα τά ὅπλα τά ὁποῖα φοράει, ὅπως τά ὅπλα τά ὁποῖα βάζουν ὅλοι οἱ στρατιῶτες, ἔχουν μετασχηματιστεῖ στά ὅπλα τῆς πίστεως.
Τέλος, προσπαθώντας νά προσεγγίσουμε αὐτή τήν εἰκόνα, πρέπει νά προσέξουμε πάρα πολύ τά τείχη πού [ἀπεικονίζονται]. Εἶναι ἀπό τά πιό σπουδαῖα ἐκφραστικά μεγέθη τῆς θεολογίας αὐτῆς τῆς εἰκόνας. Δηλαδή, θά ἔλεγα, μιά ἁγιογραφική ἀπεικόνιση τοῦ σταυροῦ πού δέν βάζει τά τείχη, πιθανῶς νά μήν ἀδικεῖ τή θεολογία τῆς σταυρώσεως, ἀλλά ἀδικεῖ τό γενικότερο πλαίσιο τῆς σταυρώσεως. Αὐτά τά τείχη ὁρίζονται μέσα ἀπό τή θεολογία τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή, πού τονίζει τό πραγματικό γεγονός, ὑπενθυμίζοντας πώς ὁ Χριστός ἔξω τῆς πύλης ἔπαθε. Ἐπειδή ἦταν ἡ μέρα ἡ μεγάλη τῆς Παρασκευῆς τοῦ πάσχα τῶν Ἑβραίων, θά ἦταν πάρα πολύ μεγάλη βεβήλωση τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἄν κάποιος σταυρωνόταν μέσα ἀπό τήν πόλη. Αὐτό εἶναι μιά ὑποκρισία δηλαδή. Τόν σταυρώνανε ἔξω ἀπό τήν πόλη καί δέν τρέχει τίποτε. Ἄν τόν σταυρώσουν μέσα ἀπό τήν πόλη, θά βεβηλωθεῖ ἡ πόλη καί θά βεβηλωθεῖ τό πάσχα· ἵνα φάγωμεν τό πάσχα, λένε οἱ Ἑβραῖοι. Καί μάλιστα τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή: «ἔξω τῆς πύλης ἔπαθε. τοίνυν ἐξερχώμεθα πρὸς αὐτὸν ἔξω τῆς παρεμβολῆς τὸν ὀνειδισμὸν αὐτοῦ φέροντες·» [Κεφ.13, 12-13], δηλαδή: ὁ Χριστός «ἔξω τῆς πύλης ἔπαθε», σταυρώνεται ἔξω τῆς πόλεως, ἔξω τῆς πύλης. «Οὕτω νῦν καί ἡμεῖς», λοιπόν ἔτσι κι ἐμεῖς, «ἐξερχώμεθα σύν αὐτῷ», βγαίνουμε μαζί του ἔξω, «τόν ὀνειδισμόν αὐτοῦ φέροντες» καί φέρουμε πάνω στήν πλάτη μας τή ντροπή τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή ἐξερχόμεθα. Προσέξτε, εἶναι μιά ἔξοδος. Τί ἔξοδος; Εἶναι μιά ἔξοδος ἀπό τά τείχη τῆς συμβατικότητας. Μιά ὑποκριτική στάση, σταυρώνανε τό Χριστό ἔξω ἀπό τήν πόλη, γιατί ἤθελαν νά δείξουν ὅτι δέν τόν σταυρώνουνε μέσα στήν πόλη, γιά νά μή βεβηλωθεῖ τό πάσχα. Αὐτό εἶναι μιά ὑποκρισία. Καί ὁ Χριστός σπάζει τά τείχη τῆς ὑποκρισίας καί ἐξέρχεται ἔξω. Κάνει ἕνα τίναγμα τῆς κοινωνικῆς ὀντολογίας αὐτῆς τῆς πόλης.
Ἄρα ὅλοι οἱ χριστιανοί εἶναι σέ μία φάση ἐξόδου καί τά τείχη αὐτά ἐκφράζουν τήν ἔξοδο, γι᾽ αὐτό εἶναι τόσο τείχη κάθετα καί δυναμικά, μέ ἐλάχιστα ἀνοίγματα, παραθυράκια καί μιά πόρτα· εἶναι δέν εἶναι πόρτα, ἄν μπορεῖ νά βγεῖ κάποιος. Εἶναι τά τείχη τῆς συμβατικότητας, τά ὁποῖα τά σπάζει ὁ χριστιανισμός καί οὐσιαστικά ὁ χριστιανισμός εἶναι μιά συνεχής ἔξοδος καί μιά συνεχής ἔκφραση σπασίματος αὐτῶν τῶν τειχῶν τῆς συμβατικότητας.
Ἄν ἡ Ἐκκλησία συμβατικοποιηθεῖ καί ἐκκοσμικευθεῖ, γιατί θέλει νά συμβιβαστεῖ μέ τά πράγματα τοῦ κόσμου κι ἄς μή φαίνεται ὅτι ἔχασε τήν πίστη της, τήν ἔχασε τήν πίστη της, γιατί δέν τολμάει νά βγεῖ ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς ὁποιασδήποτε κρατικῆς δέν ξέρω, ὁποιασδήποτε συμβατικότητας καί συμβιβάζεται ἀκριβῶς γιά νά παραμείνει τακτοποιημένη.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάντοτε μιά πορεία ἐπαναστατική, θά ἔλεγα, μιά πορεία ἡ ὁποία τινάσσει τά πράγματα ὅλα στόν ἀέρα, ἀκόμα καί τίς νομικές δομές, γιατί δέν μᾶς ἐνδιαφέρει ἐμᾶς νά τίς συντηρήσουμε τίς φθαρμένες κοινωνικές δομές. Δέν μᾶς ἐνδιαφέρει. Τίς ἁγιάζουμε μέν, ἀλλά δέν μᾶς ἐνδιαφέρει νά τίς συντηρήσουμε, ἐφόσον δέν αὐτοαγιάζονται μέσα ἀπό τή χάρη, ἄν δέν θέλουν δηλαδή.
Ἔτσι λοιπόν, αὐτό δηλώνει κάτι πολύ μεγάλο. Καί ὅσοι χριστιανοί συμβατικοποιοῦνται, ἀκριβῶς ἐκκοσμικεύουν τό χριστιανισμό χωρίς νά φαίνεται ὅτι κάνουν κάποια ἀλλοίωση τοῦ χριστιανισμοῦ. Δέν φαίνεται πού ὑπάρχει κάποια αἵρεση κι ὅμως εἶναι αἵρεση, γιατί ἀκριβῶς συμβιβάζονται καί συνδιαλέγονται μέ δυνάμεις τοῦ κόσμου, προκειμένου νά ἀποκτήσουν στάση καί δύναμη μέσα στόν κόσμο. Αὐτό εἶναι μιά ἱστορική πρόκληση στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τή ζοῦμε κάθε μέρα, καθημερινά, αὐτήν τήν πρόκληση τῆς συμβατικοποιήσεως πού ὅλοι θέλουν νά μᾶς ἔχουν στό χέρι τους. Καί ἐμεῖς δέν εἴμαστε στό χέρι τους ποτέ, γιατί ἀκριβῶς ἔχουμε τήν ἐλευθερία τοῦ Χριστοῦ μας.
Λοιπόν, ἄν ποτέ ἁγιογραφήσετε αὐτές τίς εἰκόνες, θά δώσετε πάρα πολύ ἔμφαση σέ αὐτά τά τείχη, γιατί εἶναι πάρα πολύ καίρια. Πολύ ὄμορφη ἀπεικόνιση αὐτῶν τῶν τειχῶν ὑπάρχει στόν ἅγιο Κωνσταντῖνο, [τόν Μητροπολιτικό ναό τῆς Μητρόπολης Γλυφάδας]. Νά πᾶτε στήν ἐκκλησία. Εἶναι πολύ ὡραία ἀπεικόνιση, ἀπό τίς μοναδικές πού ἔχουμε στήν Ὀρθοδοξία μας, τόσο ἐκτεταμένη. Ὅταν μπεῖτε ἀπό τήν πόρτα τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου στραφεῖτε πίσω, κοιτάξτε τήν κόγχη πού εἶναι ἀπό πίσω σας -εἶναι στρογγυλός ὁ ναός- ὅπως μπεῖτε ἀπό τήν πόρτα, γυρίστε πίσω. Ὅλη ἡ κόγχη, εἶναι ἕνα ἀπέραντο τεῖχος. Καί στή μιά μεριά εἶναι ὁ Χριστός σταυρωμένος καί στήν ἄλλη στιγμή εἶναι ἀποκαθηλωμένος, ἀλλά ὅλη ἡ κόγχη εἶναι ἕνα τεῖχος. Ἕνα ἐκπληκτικό τεῖχος, μέσα ἀπό τό ὁποῖο ἕνας πολύ σπουδαῖος ἁγιογράφος τῆς ἐποχῆς μας, πού ἁγιογράφησε τό ναό τό ΄70. Ἦταν μιά πολύ ὡραία σύλληψη, ὅλος ὁ τοῖχος. Καί βλέπεις, βγαίνοντας ἀπό τήν ἐκκλησία γιά νά βγεῖς, βλέπεις ὅτι σπᾶς τό τεῖχος γιά νά βγεῖς καί καταλαβαίνεις ὅτι βγαίνοντας ὁ χριστιανός σπάζει τά τείχη τῆς συμβατικότητας. Ἄν πᾶτε στόν [ναό τοῦ] ἅγιου Κωνσταντίνου νά τό προσέξετε αὐτό τό κριτήριο.
 

 
 
Ἐρώτηση: Γιατί παρουσιάζεται ὁ Ἰησοῦς ὡς δεύτερος Ἀδάμ;
Ἀπάντηση: Τό λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ νέος Ἀδάμ. Δέν παρουσιάζουμε τίποτα. Ἐμεῖς θεολογοῦμε, τίποτε δέν παρουσιάζουμε. Δέν κάνουμε κάποια πρωτότυπη σύλληψη. Εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο· καί εἰδικά στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή μιλάει μέ ὁρολογίες ἰουδαϊκές.
 
Ἐρώτηση: Ὁ Ἀδάμ ὅμως ἔπεσε στήν ἁμαρτία. Ὁ Ἰησοῦς ἦρθε γιά νά μᾶς σώσει.
Ἀπάντηση: Ὁ Ἀδάμ εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἀδάμ σημαίνει ἄνθρωπος, στά Ἑβραϊκά. Καί ἐδῶ πέρα ἔρχεται ὁ νέος ἄνθρωπος, ὁ Χριστός γίνεται ἄνθρωπος, γιά νά ἀναπλάσει τόν ἄνθρωπο, γι᾽ αὐτό εἶναι νέος Ἀδάμ, γιά νά ἀναπλάσει. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά γίνουμε ἐμεῖς Θεοί.
 
Ἐρώτηση: Μέσα στόν παράδεισο ὑπῆρχε θάνατος;
Ἀπάντηση: Ὄχι, δέν ὑπῆρχε.
Ἐρώτηση: Ὁπότε δέν ὑπῆρχε καί ἀναπαραγωγή τοῦ ἀνθρώπου;
Ἀπάντηση: Ἀπό ποῦ ἔβγαλες αὐτό τό συμπέρασμα; Θά ἔμεναν δηλαδή δυό ἄνθρωποι μονάχα στόν παράδεισο; Θά ἀπαντήσω μέν, ἀλλά τό ἐρώτημα εἶναι λάθος τοποθετημένο. Τί σχέση ἔχει δηλαδή; Λές, ἐφόσον δέν πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος, νά μή γεννηθεῖ ἄλλος. Δέν εἶπα τέτοιο πράγμα. Νά γεννηθοῦμε χωρίς νά πεθάνουμε. Εἶναι θέμα χώρου δηλαδή;
 
Ἐρώτηση: Ἐπειδή νομίζω τό: «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε» τό εἶπε ὁ Θεός μετά τήν πτώση.
Ἀπάντηση: Ὄχι, τό εἶπε πρίν, στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως. Ἐξάλλου ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνδρας καί γυναίκα πρίν ἀπό τήν πτώση. Δηλαδή, καταλήγουμε τότε σέ ἕνα ἀνώμαλο συμπέρασμα, ὅτι ἄν ἡ παραγωγική διαδικασία διενεργήθηκε ἁπλῶς μετά τήν πτώση, τότε ὁ Θεός ἔφτιαξε τόν ἄνθρωπο ἀτελή, δηλαδή δέν ἦταν ἕνα μέγεθος ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα, τό ὁποῖο μπορεῖ νά γεννήσει ἄνθρωπο, καί μετά φτιάχτηκε. Ἄρα ἦταν ὁ ἄνθρωπος ἀτελής καί μετά ἔγινε ἔτσι.
 
Ἐρώτηση: Ὄχι, ἐπειδή θά ἦταν σέ κατάσταση πιό πνευματική, δέν θά τόν ἐνδιέφερε τόσο οἱ ἀπολαύσεις τῶν αἰσθητικῶν.
Ἀπάντηση: Μά δέν εἶπε ὁ Θεός ἀπόλαυση, εἶπε ἀναπαραγωγή. Αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε, εἶπε. Ἐμεῖς τά πράγματα τοῦ κόσμου τά κάναμε αἴσθηση ἁμαρτωλή. Δηλαδή τί ἀναιρεῖ τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο; Ἄλλο τό γεγονός τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ ἦρθε σέ ἐπαφή μέ τή γυναίκα του, «καί ἔγνω ὁ Ἀδάμ τήν γυναῖκα αὐτοῦ» μετά τήν πτώση, ἀλλά δέν σημαίνει πού δέν θά γινόταν πρίν. Νά σᾶς τό πῶ μέ ἕνα παράδειγμα πού θά τό καταλάβετε καλύτερα. Τώρα ἐγώ κρατάω στά χέρια μου ἕνα σάντουιτς νά τό φάω. Εἶμαι στό πεζοδρόμιο, κι ἐνῶ τό τρώω, περνάει αὐτή τή στιγμή ἕνα αὐτοκίνητο καί μοῦ σπάζει τά δόντια καί ὅλη τή μασέλα. Μετά πάλι θά τό τρώω τό σάντουιτς, ἀλλά θά τό τρώω μέ σπασμένα δόντια. Δέν τό γεύομαι καλά τώρα, ἐπειδή μεσολαβεῖ μιά ἄλλη διαδικασία. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος θά τό ἔκανε ὅπως καί δήποτε αὐτό τό πράγμα, ἀλλά ἁπλῶς τό ζεῖ τώρα μέσα ἀπό τραγικές συνθῆκες αὐτό τό γεγονός. Ἄρα τό θέμα τοῦ ἔρωτα βιώνεται μεταπτωτικά, χωρίς νά εἶναι γεγονός μεταπτωτικό. Εἶναι προπτωτικό, γιατί ὁ Θεός δέν θά ἔκανε ἄνδρα καί γυναίκα. Γιατί ὅλο αὐτό εἶναι μέσα στήν ἱστορία. Οὔτε κάνει ἄνδρα καί γυναίκα γιά νά κάνουν παιδιά μόνο, ἀλλά ὅλο αὐτό εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἀγάπης, εἶναι ἡ ἔννοια τῆς τριαδιολογίας, διά τῆς παρουσιάσεως τῶν δύο πού γίνονται ἕνα. Γίνεται μιά τριαδιολογία, τό τρία πού εἶναι ἕνα. Ταυτόχρονα αὐτό εἶναι καρπός τῆς ἀγάπης. Ὁ σκοπός τοῦ γάμου εἶναι νά γίνουν ἅγιοι, νά μοιάσουνε στό Θεό. Μέσα στή διαδικασία αὐτή ὑπάρχει καί ὁ καρπός τοῦ γάμου, πού εἶναι τά παιδιά. Εἶναι καρπός ἀγάπης καί ὄχι καρπός ἀπαιτήσεως γιά ἀριθμό τέκνων. Εἶναι καρπός τῆς ἀγάπης κι ὅ,τι ἐπιτρέψει ὁ Θεός, δηλαδή ὁ Θεός ἐπιτρέψει ἤ δέν ἐπιτρέψει, εἶναι μιά δική Του ἱστορία. Ὁ γάμος δέν χάνεται ἄν ὑπάρχουν δέκα παιδιά ἤ δέν ὑπάρχει κανένα παιδί. Ὁ γάμος χάνεται ἄν εἴμαστε χωρισμένοι, ἁμαρτωλοί καί διχασμένοι, ἄν δέν δημιουργήσει ὁ γάμος τή διαδικασία τῆς ἁγιοποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Βλέπετε ἡ ᾽Εκκλησία δέν στέκεται στό πόσα παιδιά ἔκανες. Οὔτε ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑπέρ τῆς πολυτεκνίας, οὔτε εἶναι ὑπέρ τῆς ἀτεκνίας. Εἶναι διά τῆς ἀγάπης καί τῆς συμμετοχῆς σέ αὐτό τό γεγονός νά καταλήξεις νά γίνεις ἅγιος. Ἄρα ἡ Ἐκκλησία δέν ἐπιβραβεύει τήν πολυτεκνία οὔτε τήν ἀτεκνία, παρά ἐπιβραβεύει τή βαθιά ἐμπιστοσύνη στό Θεό.
 
Ἐρώτηση: Ἕνας λόγος πού εἶπα τήν ἀπορία αὐτή εἶναι κι ὅτι ἐφόσον ἦταν στείρα ἡ Ἄννα, σήμερα ὅλοι ἀναφέρονται μόνο στή στειρότητα. Ἐγώ νομίζω ὅμως, ὅτι ἐφόσον καί ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα εἶχαν προχωρήσει πνευματικά καί μετά ἦρθε ἡ σύλληψη. Εἶναι σάν δῶρο Θεοῦ. Ὄχι ὅτι θά τό ζητοῦσαν σέ ὅλη τους τή ζωή τό παιδί. Ὅλα τά τροπάρια ἀναφέρουν στό ὅτι ζητοῦσαν καί ἐδόθη.
Ἀπάντηση: Ὄχι, συγγνώμη. Μιά σειρά μεγάλων γυναικῶν στήν Ἁγία Γραφή ἦταν στεῖρες. Ἡ Ρεβέκκα, ἡ Ραχήλ, κ.λπ. Ἡ μητέρα τοῦ προφήτου Σαμουήλ, ἡ Ἄννα. Ἡ ἄλλη Ἄννα.
 
Ἐρώτηση: Ναί. Ἀλλά καί ἡ ξαδέρφη Της, τοῦ Προδρόμου ἡ μητέρα, κι αὐτή ἦταν στείρα ἀλλά καί πολύ μεγάλη γυναίκα. Μπορεῖ σέ ὅλη της τή ζωή νά παρακαλοῦσε νά κάνει παιδί;
Ἀπάντηση: Ὄχι. Τό κείμενο ἐσεῖς τό βλέπετε ἀλλιώτικα. Τό κείμενο εἰδικά τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ πού περιγράφει τήν Ἐλισάβετ καί τόν Ζαχαρία, λέει πάρα πολύ ὡραῖα πού ἦταν ἄνθρωποι δίκαιοι πάρα πολύ, ἀλλά δέν εἶχαν παιδιά. Πολύ ἁπλά. Δέν λέει εἶχαν ἀγωνία.
 
Ἐρώτηση: Ναί. Ἀλλά συνεχῶς ἀναφέρονται στό στεῖρο...
Ἀπάντηση: Ναί, γιατί εἶναι ἡ θεολογία τῆς στειρότητας τοῦ κόσμου. Εἴμαστε στεῖροι καί σπάζεται ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ στειρότητά μας καί πῶς θά γίνουμε πνευματικοί ἄνθρωποι. «Καί στεῖραν ἔτεκεν ἑπτά», πού σημαίνει ἕνας πού ἦταν ἁμαρτωλός καί χαμένος, πού μπορεῖ νά πολλαπλασιάσει ἀρετές. Εἶναι ἡ θεολογία τῆς στειρότητας. Ὁλόκληρη θεολογία εἶναι μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη. «Πολλά γάρ τά τέκνα τῆς ἐρήμου ἤ τῆς ἐχούσης τόν ἄνδρα». Ἡ ἔχουσα τόν ἄνδρα εἶναι ὁ Ἰσραήλ, πού εἶχε τό Χριστό καί δέν κάνει τίποτα καί ἔρημος εἶναι ὁ κόσμος πού δέν εἶχε τό Χριστό καί γίνεται ἅγιος. Μή στέκεστε μονάχα στίς λέξεις.