Σάββατο 4 Μαΐου 2013

ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ - ΠΟΠΟΒΙΤΣ


"Καταδικασμένοι" να είναι αθάνατοι
(+) Αρχιμανδρίτης Ιουστίνος Πόποβιτς
pasxa7Οι άνθρωποι καταδίκασαν τον Θεό σε θάνατο. Ο Θεός όμως, διά μέσου της Ανάστασής Του, «καταδικάζει» τους ανθρώπους σε αθανασία. Για τα κτυπήματα, τους ανταποδίδει τις  σφικτές αγκαλιές. Για τις ύβρεις, τις ευλογίες. Για το θάνατο, την αθανασία. Ποτέ δεν έδειξαν οι άνθρωποι τόσο μίσος προς τον Θεό, όσο, όταν Τον σταύρωσαν. Και ποτέ δεν έδειξε ο Θεός τόση αγάπη προς τους ανθρώπους, όση όταν αναστήθηκε. Οι άνθρωποι ήθελαν να καταστήσουν τον Θεό θνητό, αλλ' ο Θεός διά (μέσου) της Ανάστασής Του κατάστησε τους ανθρώπους αθάνατους. «Ανέστη» ο σταυρωμένος Θεός και θανάτωσε τον θάνατο. Ο θάνατος δεν υπάρχει πλέον. Η αθανασία κατάκλυσε τον άνθρωπο και όλους τους κόσμους του.
Δια (μέσου) της Ανάστασης  του Θεανθρώπου, η ανθρώπινη φύση οδηγήθηκε τελεσίδικα  στην οδό της αθανασίας, και έγινε φοβερή και γι’ αυτό  τον θάνατο. Γιατί πριν από την Ανάσταση του Χριστού, ο θάνατος ήταν φοβερός για τον άνθρωπο. Και από την εποχή της Ανάστασης του Κυρίου, γίνεται ο άνθρωπος φοβερός για το θάνατο. Εάν ζει  δια (μέσου)  της πίστης στον Αναστημένο Θεάνθρωπο ο άνθρωπος, ζει πάνω από το θάνατο. Καθίσταται απρόσβλητος και από το θάνατο. Ο θάνατος μετατρέπεται σε «Υποπόδιον των ποδών αυτού»: «Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου άδη, το νίκος;» (πρβλ. Α΄ Κορ. 15, 55-56). Έτσι, όταν ο «εν Χριστώ άνθρωπος» πεθαίνει, αφήνει απλά το ένδυμα του σώματός του για να το ντυθεί πάλι κατά την ημέρα της Δεύτερης Παρουσίας.
Μέχρι την Ανάσταση του Θεανθρώπου Χριστού, ο θάνατος ήταν η δεύτερη φύση του ανθρώπου. Η πρώτη ήταν η  ζωή, και ο θάνατος η δεύτερη. Ο άνθρωπος είχε συνηθίσει το θάνατο σαν κάτι το φυσικό. Αλλά με την Ανάστασή Του ο Κύριος άλλαξε τα πάντα: η  αθανασία έγινε η δεύτερη φύση του ανθρώπου, έγινε κάτι το φυσικό στον άνθρωπο, και το αφύσικο καταστάθηκε ο θάνατος. Όπως μέχρι την Ανάσταση του Χριστού, ήταν φυσικό στους ανθρώπους το να είναι θνητοί, έτσι μετά την Ανάσταση έγινε φυσική γι’ αυτούς η αθανασία.
Δια (μέσου) της αμαρτίας ο άνθρωπος καταστάθηκε θνητός και πεπερασμένος. Δια (μέσου) της Ανάστασης του Θεανθρώπου γίνεται αθάνατος και αιώνιος. Σ’ αυτό δε ακριβώς έγκειται η δύναμη και το κράτος και η παντοδυναμία της Ανάστασης του Χριστού. Και για τούτο χωρίς της Ανάστασης του Χριστού, δεν θα υπήρχε  καν ο Χριστιανισμός. Μεταξύ των θαυμάτων, η Ανάσταση του Κυρίου είναι το μεγαλύτερο θαύμα. Όλα τ’ άλλα θαύματα πηγάζουν απ’ αυτό και συνοψίζονται σ’ αυτό. Απ’ αυτό εκπηγάζουν και η πίστη και η αγάπη και η ελπίδα και η προσευχή και η θεοσέβεια. Οι δραπέτες μαθητές, αυτοί οι οποίοι έφυγαν (πολύ) μακριά από τον Ιησού, όταν πέθαινε,  επιστρέφουν προς Αυτόν, όταν αναστήθηκε. Και ο Ρωμαίος εκατόνταρχος όταν είδε τον Χριστό να ανασταίνεται από τον τάφο, τον ομολόγησε σαν Υιό του Θεού. Κατά τον ίδιο τρόπο και όλοι οι πρώτοι Χριστιανοί έγιναν Χριστιανοί, διότι αναστήθηκε ο Χριστός, διότι νίκησε το θάνατο. Αυτό είναι εκείνο το οποίο ουδεμιά άλλη θρησκεία έχει. Είναι εκείνο το οποίο κατά τρόπο μοναδικό και αναμφισβήτητο, δείχνει και αποδεικνύει, ότι ο Ιησούς είναι ο μόνος αληθινός Θεός και Κύριος σ’ όλους τους ορατούς και αόρατους κόσμους. 
Χάρη στην Ανάσταση του Χριστού, χάρη στη νίκη πάνω στο θάνατο, οι άνθρωποι γινόντουσαν και γίνονται και θα γίνονται πάντοτε Χριστιανοί. Όλη η ιστορία του Χριστιανισμού δεν είναι τίποτα άλλο, παρά  ιστορία ενός και μοναδικού θαύματος, της Ανάστασης του Χριστού. (Αυτό) το οποίο συνεχίζεται διαρκώς σε όλες τις καρδιές των Χριστιανών, από μέρα σε μέρα, από έτος σε έτος, από αιώνα σε αιώνα, μέχρι τη Δεύτερη Παρουσία.
Ο άνθρωπος γεννιέται στ’ αλήθεια όχι όταν (τον) φέρνει στο κόσμο η μητέρα του, αλλά όταν πιστεύει στον Αναστημένο  Σωτήρα Χριστό, γιατί τότε γεννιέται στην αθάνατη και αιώνια  ζωή, ενώ η μητέρα γεννά το παιδί της προς (τον) θάνατο, για τον τάφο. Η Ανάσταση του Χριστού είναι η μητέρα όλων μας, όλων των Χριστιανών, η μητέρα των αθάνατων. Δια (μέσου) της πίστης στην Ανάσταση του Κυρίου, γεννιέται πάλι ο άνθρωπος, γεννιέται για την αιωνιότητα. 
-Τούτο είναι αδύνατο! Παρατηρεί ο σκεπτικιστής (άνθρωπος). Και ο Αναστημένος  Θεάνθρωπος απαντά: «Πάντα δυνατά  τω πιστεύοντι» (πρβλ. Μάρκ. 9, 23). Και αυτός που πιστεύει, είναι εκείνος ο οποίος μ’ όλη τη καρδιά, μ’ όλη τη ψυχή, μ’ όλο του το  είναι, ζει κατά το Ευαγγέλιο του Αναστημένου Κυρίου Ιησού.
Η πίστη μας είναι η νίκη δια (μέσου) της οποίας νικάμε το θάνατο, η πίστη δηλαδή στον Αναστημένο Κύριο. «Που σου, θάνατε, το κέντρον;» «Τό δε κέντρον του θανάτου η αμαρτία» (Α’ Κορ. 15, 55-56). Δια (μέσου) της Ανάστασής Του ο Κύριος «άμβλυνε του θανάτου το κέντρον». Ο θάνατος είναι ο όφις, η δε αμαρτία είναι το κεντρί του.  Δια (μέσου) της αμαρτίας ο θάνατος εκχύνει το δηλητήριο στη ψυχή και το σώμα του ανθρώπου. Όσο περισσότερες  αμαρτίες έχει ο άνθρωπος, τόσο περισσότερα είναι τα κέντρα διά των οποίων χύνει  ο θάνατος το δηλητήριό του (μέσα) σ’ αυτόν. 
Όταν η σφήκα κεντρίσει τον άνθρωπο, βάζει αυτός κάθε δυνατή προσπάθεια για να βγάλει το κεντρί από το σώμα του. Όταν δε τον κεντρίσει η αμαρτία   –  το κέντρο αυτό του θανάτου  –  τι πρέπει να κάμει; - Πρέπει με τη πίστη και (τη) προσευχή να επικαλεσθεί τον Αναστημένο Σωτήρα Χριστό, για να βγάλει Αυτός το κεντρί του θανάτου από τη ψυχή του. Και Αυτός σαν πολυεύσπλαχνος θα το κάμει, γιατί είναι Θεός του Ελέους και της Αγάπης. Όταν πολλές σφήκες  πέσουν πάνω στο σώμα του ανθρώπου και τον τραυματίσουν πολύ με τα κέντρα τους, τότε ο άνθρωπος  δηλητηριάζεται και πεθαίνει. Το ίδιο γίνεται και με τη ψυχή του ανθρώπου, όταν τη τραυματίσουν τα πολλά κέντρα των πολλών αμαρτιών. Πεθαίνει αυτός θάνατο, πού δεν έχει ανάσταση.
Νικώντας δια (μέσου) του Χριστού την αμαρτία μέσα του ο άνθρωπος, νικάει το θάνατο. Εάν περάσει μια μέρα και εσύ δεν έχεις νικήσει ούτε μια αμαρτία σου,  γνώρισε ότι έγινες περισσότερο θνητός. Εάν όμως νικήσεις μια ή δυο ή τρεις αμαρτίες σου, έγινες πιο νέος, με τη νεότητα η οποία δεν γερνάει, την αθάνατη και αιώνια! Ας μη το λησμονάμε ποτέ:   το να πιστεύει κανένας στον Αναστημένο Χριστό, αυτό σημαίνει να αγωνίζεται διαρκώς τον αγώνα ενάντια στην αμαρτία, στο κακό και στο θάνατο.
Το ότι ο άνθρωπος πιστεύει «αληθώς» στον Αναστημένο Κύριο, το αποδεικνύει με το να αγωνίζεται  ενάντια στην αμαρτία και στα πάθη και εάν αγωνίζεται, πρέπει να γνωρίζει ότι αγωνίζεται για την αθανασία και την αιώνια ζωή. Εάν όμως δεν αγωνίζεται, τότε είναι μάταιη η πίστη του! Γιατί, εάν η πίστη του ανθρώπου δεν είναι αγώνας για την αθανασία και την αιωνιότητα, τότε τι είναι; Εάν με τη πίστη στο Χριστό δεν φτάνει κανένας στην αθανασία και τη νίκη πάνω στο θάνατο, τότε σε τι (χρησιμεύει) η πίστη μας; Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, αυτό σημαίνει ότι η αμαρτία και ο θάνατος δεν έχουν νικηθεί. Εάν δε, δεν έχουν αυτά τα δυο νικηθεί, τότε γιατί να πιστεύει στο Χριστό; Εκείνος όμως ο οποίος δια (μέσου) της πίστης στον Αναστημένο Χριστό αγωνίζεται ενάντια σε κάθε αμαρτία του, αυτός ενισχύει βαθμιαία στον εαυτό του την αίσθηση, ότι ο Κύριος όντως αναστήθηκε, όντως άμβλυνε το κέντρο του θανάτου, όντως  νίκησε το θάνατο σ’ όλα τα μέτωπα της μάχης.
 Η αμαρτία βαθμιαία μικραίνει τη ψυχή του ανθρώπου, τη πλησιάζει προς το θάνατο, τη μεταβάλλει από αθάνατη σε θνητή, από άφθαρτη και απέραντη σε φθαρτή, σε πεπερασμένη. Όσο περισσότερες αμαρτίες έχει ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο είναι θνητός. Και εάν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται τον εαυτό του αθάνατο, είναι φανερό ότι βρίσκεται όλος βυθισμένος στις αμαρτίες, σε σκέψεις μυωπικές, σε  αισθήματα νεκρωμένα. Ο Χριστιανισμός είναι μια κλήση στον μέχρι «εσχάτης αναπνοής»  αγώνα ενάντια στο θάνατο,  μέχρι δηλαδή τη τελική νίκη πάνω σ’ αυτόν.  Κάθε αμαρτία αποτελεί μια υποχώρηση, κάθε πάθος μια προδοσία, κάθε κακία μια ήττα.
Δεν πρέπει να διερωτιέται κανένας γιατί και οι Χριστιανοί πεθαίνουν το σωματικό θάνατο. Αυτό γίνεται, γιατί ο θάνατος του σώματος είναι μια σπορά. Σπέρνεται σώμα θνητό, λέγει ο Απόστολος Παύλος (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 42 εξ.), και βλασταίνει, αυξαίνει και γίνεται αθάνατο. Όπως ο σπόρος που σπέρνεται, έτσι και το σώμα διαλύεται, για να το ζωοποιήσει και (το) τελειοποιήσει το Άγιο Πνεύμα. Εάν ο Κύριος Ιησούς δεν είχε αναστήσει το σώμα, τι όφελος θα είχε αυτό απ’ Αυτόν;  Αυτός δεν θα είχε σώσει ολόκληρο τον άνθρωπο. Εάν δεν ανέστησε το σώμα, τότε γιατί σαρκώθηκε,  γιατί ανάλαβε το σώμα, αφού δεν του έδωσε τίποτα από τη θεότητά Του; [1].
Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, γιατί τότε να πιστεύει κανένας σ’ Αυτόν; Ομολογώ ειλικρινά, ότι εγώ ποτέ δε θα πίστευα στο Χριστό, εάν δεν είχε αναστηθεί και δεν είχε νικήσει το θάνατο, το μεγαλύτερο εχθρό μας. Αλλ’ ο Χριστός αναστήθηκε και δώρισε σε μας την αθανασία. Χωρίς αυτή την αλήθεια, ο κόσμος μας  είναι μια χαώδης έκθεση απεχθών ανοησιών. Μόνο με τη ένδοξη Ανάστασή Του ο θαυμαστός Κύριος και Θεός μας,  μας ελευθέρωσε από το παράλογο και την απελπισία. Γιατί χωρίς την Ανάσταση δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό, ούτε κάτω από τον ουρανό, τίποτα πιο παράλογο από τον κόσμο αυτό. Ούτε μεγαλύτερη απελπισία από τη ζωή αυτή, δίχως αθανασία. Γι’ αυτό σ’ όλους τους κόσμους, δεν υπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ύπαρξη από τον άνθρωπο που δεν πιστεύει στην Ανάσταση του Χριστού και την ανάσταση των νεκρών (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 19). «Καλόν ήν αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος» (Ματθ. 26, 24).
Στον ανθρώπινο κόσμο μας, ο θάνατος είναι το μεγαλύτερο βάσανο και η πιο φρικιαστική απανθρωπιά. Η απελευθέρωση απ’ αυτό το βάσανο και απ’ αυτή την απανθρωπιά είναι ακριβώς η σωτηρία. Τέτοια  σωτηρία δώρισε στο ανθρώπινο γένος μόνο ο Νικητής του θανάτου – ο Αναστημένος Θεάνθρωπος. Δια (μέσου) της Ανάστασής Του  Αυτός μας αποκάλυψε όλο το μυστήριο της σωτηρίας μας. Σωτηρία σημαίνει το να εξασφαλισθεί για το σώμα και τη ψυχή αθανασία και αιώνια  ζωή. Πώς (λοιπόν) κατορθώνεται αυτό; Μόνο δια (μέσου) της  θεανθρώπινης ζωής, της νέας ζωής, αυτής μέσα στον Αναστημένο και για τον Αναστημένο Χριστό!
Για μας τους Χριστιανούς, η ζωή αυτή πάνω στη γη είναι σχολείο, στο οποίο μαθαίνουμε πως να εξασφαλίσουμε την αθανασία και την αιώνια ζωή. Γιατί τι όφελος έχουμε απ’ αυτή τη ζωή, εάν μ’ αυτή δεν μπορούμε  να αποκτήσουμε την αιώνια; Αλλά, για να αναστηθεί μαζί με το Χριστό ο άνθρωπος, πρέπει πρώτα να πεθάνει μαζί Του και να ζήσει τη ζωή του Χριστού, σαν δική του. Εάν το κάνει αυτό, τότε την μέρα της Ανάστασης θα μπορέσει μαζί με τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο να πει:  «Χθες συνεσταυρούμην Χριστώ, σήμερον συνδοξάζομαι, χθες συνενεκρούμην, ζωοποιούμαι σήμερον, χθες συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι» [2].
Σε τέσσερες μόνο λέξεις συγκεφαλαιώνονται και τα τέσσερα Ευαγγέλια του Χριστού: Χριστός Ανέστη! – Αληθώς Ανέστη!... Σε κάθε (μια) απ’ αυτές βρίσκεται από ένα Ευαγγέλιο, και στα τέσσερα Ευαγγέλια βρίσκεται όλο το νόημα όλων των κόσμων του Θεού, των ορατών και αόρατων.  Και όταν τα αισθήματα του ανθρώπου και όλες οι σκέψεις του συγκεντρωθούν στη  βροντή του πασχαλινού αυτού χαιρετισμού: «Χριστός Ανέστη!», τότε η χαρά της αθανασίας σείει όλα τα όντα και αυτά μέσα σε αγαλλίαση απαντούν, επιβεβαιώνεται το πασχαλινό θαύμα: Αληθώς Ανέστη!»
Ναι, αληθώς Ανέστη ο Κύριος! και μάρτυρας αυτού είσαι εσύ, μάρτυρας εγώ, μάρτυρας κάθε Χριστιανός, αρχίζοντας από τους Αγίους Απόστολους μέχρι και τη Δεύτερη Παρουσία. Γιατί μόνο η δύναμη του Αναστημένου Θεανθρώπου Χριστού μπόρεσε να δώσει, - και συνεχώς δίνει και συνεχώς θα δίνει - τη δύναμη σε κάθε Χριστιανό – από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο – να νικήσει ολόκληρο το θνητό (μέρος) και αυτό τούτο το θάνατο. Ολόκληρο το αμαρτωλό (μέρος) και αυτή τούτη την αμαρτία. Ολόκληρο το δαιμονικό (μέρος) και αυτόν τούτον τον διάβολο. Γιατί μόνο με την Ανάστασή Του ο Κύριος, κατά τον πιο πειστικό τρόπο, έδειξε και απέδειξε ότι η ζωή Του είναι αιώνια Ζωή, η αλήθεια Του, είναι αιώνια αλήθεια, η αγάπη Του είναι αιώνια αγάπη, η αγαθότητά Του είναι αιώνια αγαθότητα, η χαρά Του αιώνια χαρά. Και επίσης έδειξε και απέδειξε ότι όλα αυτά τα δίνει Αυτός, κατά την απαράμιλλη φιλανθρωπία Του, σε κάθε Χριστιανό, σ’ όλες τις εποχές. 
Κοντά σ’ αυτά, δεν υπάρχει ούτε ένα γεγονός, όχι μόνο στο Ευαγγέλιο, αλλά ούτε σ’ ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπινου γένους, το οποίο να είναι μαρτυρημένο κατά τρόπο τόσο δυνατό, τόσο απρόσβλητο, τόσο αναντίρρητο, όσο η Ανάσταση του Χριστού. Αναμφίβολα ο Χριστιανισμός σ’ όλη του την ιστορική πραγματικότητα, την ιστορική του δύναμη και παντοδυναμία, θεμελιώνεται πάνω στο γεγονός της Ανάστασης του Χριστού, δηλαδή πάνω στην αιώνια ζώσα Υπόσταση του Θεανθρώπου Χριστού. Και για τούτο μαρτυράει όλη η μακραίωνη και πάντοτε θαυματουργική ιστορία του Χριστιανισμού.  
Γιατί αν υπάρχει ένα γεγονός στο οποίο θα μπορούσε να συνοψισθούν όλα τα  γεγονότα, από τη ζωή του Κυρίου και των Αποστόλων και γενικά ολόκληρου του Χριστιανισμού, το γεγονός αυτό θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Επίσης, αν υπάρχει μια αλήθεια στην οποία θα μπορούσε να συνοψισθούν όλες οι Ευαγγελικές αλήθειες, η αλήθεια αυτή θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Και ακόμα, εάν υπάρχει μια πραγματικότητα στην οποία θα μπορούσε να συνοψισθούν όλες οι Καινοδιαθηκικές πραγματικότητες, η πραγματικότητα αυτή θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Και τέλος, αν υπάρχει ένα Ευαγγελικό θαύμα στο οποίο θα μπορούσε να συνοψισθούν όλα τα Καινοδιαθηκικά θαύματα, τότε το θαύμα αυτό θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Γιατί μόνο μέσα στο φως της Ανάστασης του Χριστού, αναδείχνεται θαυμάσια  (και) με σαφήνεια και το πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού και το έργο Του. Μόνο μέσα στην Ανάσταση του Χριστού παίρνουν τη πλήρη εξήγησή τους όλα τα θαύματα του Χριστού, όλες οι αλήθειες Του, όλα  τα λόγια Του, όλα τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης.
Μέχρι την Ανάστασή Του ο Κύριος δίδασκε για την αιώνια ζωή, αλλά μετά την Ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος όντως είναι η αιώνια ζωή. Μέχρι την Ανάστασή Του δίδασκε  για την ανάσταση των νεκρών, αλλά με την Ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος είναι πράγματι η Ανάσταση των νεκρών. Μέχρι την Ανάστασή Του δίδασκε ότι η πίστη σ’ Αυτόν μεταφέρει (τον άνθρωπο) από το θάνατο στη ζωή, αλλά με την Ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος νίκησε το θάνατο και εξασφάλισε μ’ αυτό το τρόπο στους θανατωμένους ανθρώπους τη μετάβαση από το θάνατο στην Ανάσταση. Ναι, ναι, ναι: ο  Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός με την Ανάστασή Του έδειξε και απέδειξε, ότι είναι ο μόνος αληθινός Θεός, ο μόνος αληθινός Θεάνθρωπος σ’ όλους  τους ανθρώπινους κόσμους.
Και κάτι ακόμα: χωρίς την Ανάσταση του Θεανθρώπου δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε η αποστολικότητα των Αποστόλων, ούτε το μαρτύριο των Μαρτύρων ούτε η ομολογία των Ομολογητών, ούτε η αγιότητα των Αγίων, ούτε η ασκητικότητα των Ασκητών, ούτε η θαυματουργικότητα των Θαυματουργών, ούτε η πίστη των πιστευόντων, ούτε η αγάπη των αγαπώντων, ούτε η ελπίδα των ελπιζόντων, ούτε η νηστεία των νηστευόντων, ούτε η προσευχή των προσευχομένων, ούτε η πραότητα των πράων, ούτε η μετάνοια των  μετανοούντων, ούτε η ευσπλαχνία των εύσπλαχνων, ούτε οποιαδήποτε χριστιανική αρετή ή άσκηση. Εάν ο Κύριος δεν είχε αναστηθεί και σαν Αναστημένος δεν είχε γεμίσει τους μαθητές Του με τη ζωοποιό δύναμη και τη θαυματουργική σοφία,  ποιος θα μπορούσε αυτούς τους φοβισμένους και δραπέτες να τους συγκεντρώσει και να τους δώσει  το θάρρος και τη δύναμη και τη σοφία για να μπορέσουν τόσο άφοβα και με τόση δύναμη και σοφία να κηρύττουν και να ομολογούν τον Αναστημένο Κύριο και να πηγαίνουν με τόση χαρά στο θάνατο γι’ Αυτόν; Και αν ο Αναστημένος Σωτήρας δεν τους είχε γεμίσει με τη θεία δύναμή Του και σοφία, πως θα μπορούσαν ν’ ανάψουν μέσα στο κόσμο την άσβεστη πυρκαγιά της Καινοδιαθηκικής πίστης, αυτοί οι απλοϊκοί και αγράμματοι, αμαθείς και φτωχοί άνθρωποι; Εάν η Χριστιανική πίστη δεν ήταν πίστη του Αναστημένου και κατά συνέπεια του αιώνια ζώντα και ζωποιούντα Κυρίου, ποιος θα μπορούσε να εμπνεύσει τους Μάρτυρες στον άθλο του μαρτυρίου, και τους Ομολογητές στον άθλο της ομολογίας, και τους Ασκητές στον άθλο της άσκησης και τους Ανάργυρους στον άθλο της αναργυρίας, και τους Νηστευτές στον άθλο της νηστείας και εγκράτειας, και οποιοδήποτε Χριστιανό σε οποιονδήποτε Ευαγγελικό άθλο;
Όλα αυτά είναι λοιπόν αληθινά και πραγματικά και για μένα και για σένα και για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Γιατί ο θαυμαστός και γλυκύτατος Κύριος Ιησούς, ο Αναστημένος Θεάνθρωπος, είναι η μόνη Ύπαρξη κάτω από τον ουρανό, με την οποία μπορεί ο άνθρωπος εδώ στη γη να νικήσει και το θάνατο και την αμαρτία και τον διάβολο, και να κατασταθεί μακάριος και αθάνατος, συμμέτοχος στην Αιώνια  Βασιλεία της Αγάπης του Χριστού... Γι’ αυτό, για την ανθρώπινη ύπαρξη ο Αναστημένος Κύριος είναι τα πάντα, μέσα στα πάντα, για όλους τους κόσμους: Ό,τι το Ωραίο, το Καλό, το Αληθινό, το Προσφιλές, το Χαρμόσυνο, το Θείο, το Σοφό, το Αιώνιο. Αυτός είναι όλη η Αγάπη μας, όλη η Αλήθεια μας, όλη η Χαρά μας, όλο το Αγαθό μας, όλη η Ζωή μας, η Αιώνια Ζωή σε όλες τις θείες αιωνιότητες και απεραντοσύνες.
- Γι’ αυτό και «πάλι και πολλάκις», και αναρίθμητες φορές: Χριστός Ανέστη!  

Υποσημειώσεις
[1]. Πρβλ. Ιωάννη Χρυσοστόμου, εις Α΄  Κορ. Ομ. 39, 2. PG 61, 334: «Ει δ' ουκ εγείρονται (τα σώματα), δια τι ηγέρθη ο Χριστός; δια τι ήλθε; δια τι σάρκα ανέλαβεν,  ει μη έμελλεν αναστήσειν σάρκα; Ου γαρ εδείτο αυτός, αλλά δι’ ημάς».
[2]. Λόγος εις το Πάσχα, PG 35, 397. Πρβλ. και Κανών του Πάσχα, ωδή γ΄.

Σερβία 1936. Πρωτότυπο στην Ελληνική: ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, ΣΤ΄ ΕΚΔΟΣΙΣ, εκδοτικός οίκος «ΑΣΤΗΡ», ΑΘΗΝΑΙ 1993, σελ. 40-49.

Ακολουθίες Πεντηκοσταρίου

Ακολουθίες Πεντηκοσταρίου 
anastasis11Πεντηκοστάριο λέγεται το λειτουργικό βιβλίο το oποίο περιέχει υμνολογικό υλικό, κυρίως του Εσπερινού και Όρθρου και χρησιμοποιείται μαζί με το Μηναίο στις Ιερές Ακολουθίες της περιόδου από Κυριακής του Πάσχα μέχρι Κυριακής των Αγίων Πάντων. Έκτος όμως από το βιβλίο αυτό, Πεντηκοστάριο ονομάζεται και η αναστάσιμη περίοδος, η οποία περιλαμβάνει τις επτά εβδομάδες από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Κυριακή της Πεντηκοστής, καθώς και την εβδομάδα πού ακολουθεί (ως εβδομάδα του Αγίου Πνεύματος, που αποτελεί συνέχεια της εορτής της Πεντηκοστής), μέχρι την Κυριακή των Αγίων Πάντων.
Το Πάσχα και η Πεντηκοστή των Εβραίων ήταν τύπος του ιδικού μας χριστιανικού Πάσχα και της χριστιανικής Πεντηκοστής.
Το εβραϊκό Πάσχα (=διάβαση, πέρασμα) ήταν ήμερα εξόδου τους από την Αίγυπτο και αποτινάξεως του ζυγού της δουλείας.
ΠΑΣΧΑ των Χριστιανών είναι η ήμερα εξόδου μας από τη χώρα του θανάτου και από την τυραννία του Διαβόλου και αποτινάξεως του ζυγού της αμαρτίας.
Η Εβραϊκή Πεντηκοστή είναι η ήμερα παραδόσεως στο Μωϋσή των πλακών του μωσαϊκού νόμου στο Σινά (50 ήμερες μετά την Έξοδο).
ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ των Χριστιανών είναι η ήμερα καθόδου του Αγίου Πνεύματος και επιφοιτήσεως των Αποστόλων (50 ήμερες μετά το Πάσχα).
Η ΑΝΑΛΗΨΗ του ΚΥΡΙΟΥ εορτάζεται 40 ημέρες μετά το Πάσχα και μέχρι την ήμερα αυτή λέγεται μεταξύ των Χριστιανών ο χαιρετισμός ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ - ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ, αντί καλημέρα - καλησπέρα.
Γιατί αποκυλίστηκε ο λίθος από του Μνημείου;
Ο Άγγελος αποκύλισε το λίθο για τις Μυροφόρες και τους Μαθητές του Κυρίου, οι οποίοι μετά από λίγο μπήκαν μέσα για να βεβαιωθούν για την Ανάσταση Του και ΟΧΙ για τον Χριστό, ο όποιος εξήλθε εσφραγισμένου του τάφου πριν γίνει ο σεισμός. Και εξήλθε με διπλό θαύμα: Και αναστημένος και χωρίς να μετακινήσει τίποτε. Εάν δεν αποκυλιόταν ο λίθος, οι φύλακες του τάφου θα εξακολουθούσαν για πολύ να φρουρούν τον Μεγάλο Νεκρό, χωρίς να γνωρίζουν ότι αναστήθηκε, αλλά και οι Μαθητές του Κυρίου θα αμφέβαλαν για την Ανάσταση Του και δε θα μπορούσαν να ομιλούν, ούτε για κενό τάφο, ούτε για «ὀθόνια κείμενα μόνα» (Λουκ. κδ', 12) και «τό σουδάριον... οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων » (Ιω. κ', 7).
Εικονογραφία της Αναστάσεως
Επειδή κανείς δεν είδε τον Κύριο την ώρα της Αναστάσεως Του -γι' αυτό τα Ευαγγέλια δεν περιγράφουν το γεγονός- οι Ορθόδοξοι αγιογράφοι αποφεύγουν να εικονίζουν την Ανάσταση παραμένει μυστήριο, όπως η σύλληψη της Παρθένου. Παρουσιάζουν την κάθοδο του Σωτήρος στον Άδη, την απελευθέρωση του Αδάμ και της Εύας καθώς και των λοιπών δικαίων.
Η συνήθεια των λατίνων να παρουσιάζουν τον Χριστό να βγαίνει από το μνήμα κρατώντας μάλιστα και ένα είδος σημαίας δεν έχει θέση σ' εμάς, διότι δεν είναι σύμφωνη με το ευαγγελικό γράμμα και πνεύμα.
ΑναστασιςΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΣΧΑ
Το Μεγάλο Σάββατο είναι η τελευταία ημέρα του Τριωδίου και η ημέρα του Αγίου Πάσχα, η «κλητή αυτή και αγία ήμερα, η μία των Σαββάτων, η βασιλίς και κυρία», είναι «εορτών εορτή και πανήγυρις πανηγύρεων». Αποτελεί την αρχή του Πεντηκοσταρίου. Της εορτής αυτής προεόρτια είναι κυρίως η Μεγ. Εβδομάδα και ιδιαίτερα η Μεγ. Παρασκευή και το Μεγ. Σάββατο. Μεθέορτα είναι ολόκληρη η περίοδος μέχρι της Αναλήψεως (39 ήμερες!) και ιδιαίτερα η Διακαινήσιμη Εβδομάδα.
Η Ακολουθία της Κυριακής του Πάσχα, (Όρθρος και Θ. Λειτουργία), τελείται τα μεσάνυκτα, μετά το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, όταν επανέλθουν στο Ναό Κλήρος και Λαός. Ο Κανών της ημέρας είναι ποίημα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ο όποιος «...ελάμπρυνε την Λαμπράν, ο λαμπρός μελωδός, με τας λαμπράς ρήσεις του λαμπρότατου πανηγυριστού Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ίνα εκ λαμπρού πανηγυριστού, υπό λαμπρού μελωδού, διά λαμπρού ήχου (του α'), με λαμπράς ρήσεις, λαμπρώς, το λαμπρόν της Λαμπράς ημέρας συγκροτείται μέλος...» (Αγ. Νικόδημος).
Είναι η ωραιότερη Ακολουθία του χρόνου και την απολαμβάνουν όσοι συνηθίζουν να παραμένουν στους Ι. Ναούς μετά το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ». Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας αναγινώσκεται και ο θαυμάσιος Κατηχητικός Λόγος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που είναι προετοιμασία για τη Θ. Κοινωνία. Γι' αυτό πολλοί Ιερείς τον αναγινώσκουν ακριβώς προ της Θείας Μεταλήψεως των πιστών, πριν από το «Μετά φόβου...» (Η «Τράπεζα», για την οποία ομιλεί ο Άγιος Ιωάννης στο λόγο του αυτόν, δεν είναι του σπιτιού μας, με τα πολλά καλούδια, αλλά η Αγία Τράπεζα, το Ιερό Θυσιαστήριο. Ο «Μόσχος», είναι ο Κύριος μας, που θυσιάστηκε για μας. Οι «μη νηστεύσαντες» είναι όσοι δεν μπόρεσαν να νηστεύσουν, π.χ. οι ασθενείς και όχι όσοι δεν θέλησαν να νηστεύσουν).
Από σήμερα σταματάμε να λέμε στις προσευχές μας το «Άγιος ο Θεός...» στην αρχή των Ακολουθιών (και των προσευχών μας) και το «Δι' ευχών...» και τα αντικαθιστούμε με το «Χριστός Ανέστη...» μέχρι την Απόδοση της εορτής του Πάσχα (επί 39 ημέρες). Δεν λέμε επίσης το «Βασιλεύ Ουράνιε...» (μέχρι της Πεντηκοστής) και το «Δεύτε προσκυνήσωμεν...» (μέχρι και την απόδοση του Πάσχα). Τέλος, στη Διακαινήσιμη μόνον εβδομάδα αντί Μεσονυκτικού (δηλ. πρωινής προσευχής), Ενάτης και Αποδείπνου, λέμε την πασχάλιο ημερονύκτιο Ακολουθία.
ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα τελείται ο Εσπερινός της Αγάπης (παλαιότερα ανταλλάσσανε μεταξύ τους οι χριστιανοί ασπασμό αγάπης). Στην Ακολουθία αυτή, που λέγεται και «δευτέρα Ανάστασις», αναγινώσκεται το Ευαγγέλιο σε διάφορες γλώσσες (σύμφωνα με παλιό έθιμο). Έτσι υπερτονίζεται ο κοσμοϊστορικός και παγκόσμιος χαρακτήρας του γεγονότος της Αναστάσεως του Κυρίου μας.
ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΣ ΕΒΔΟΜΑΣ
Είναι η εβδομάδα που αρχίζει από την Κυριακή του Πάσχα και τελειώνει το Σάββατο προ της Κυριακής του Θωμά. Θεωρείται ολόκληρη η εβδομάδα σαν μία ημέρα. Λέγεται έτσι διότι οι Κατηχούμενοι που βαπτίζονταν (παλαιά) το Μεγ. Σάββατο, ήταν την εβδομάδα αυτή ανακαινισμένοι, δηλ. αναγεννημένοι και ανανεωμένοι. Επειδή δε οι βαπτιζόμενοι φορούσαν όλη την εβδομάδα λευκά φορέματα, ονομαζόταν και «Λευκή Εβδομάς».
Βάσει του 66ου Κανόνα της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, η εβδομάδα αυτή πρέπει να εορτάζεται όχι με χορούς και διασκεδάσεις, αλλά με συνεχή συμμετοχή στη λατρεία και καθημερινή Θεία Κοινωνία, η οποία μπορεί να πραγματοποιείται από αυτούς που τηρούν τις νηστείες του έτους με άδεια του εξομολόγου. Σ' αυτές τις περιπτώσεις συνιστάται να τρώμε πασχαλινά πρωί και μεσημέρι και το βράδυ λίγο φαγητό, λιτό, ευκολοχώνευτο.
Ζωοδοχος ΠηγηΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ
Την ημέρα αύτη εορτάζονται τα εγκαίνια του μεγάλου Ι. Ναού της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, που κτίστηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Ε' αιώνα. Επίσης θυμόμαστε τα υπερφυή θαύματα -ιάσεις και θεραπείες νόσων- που έγιναν κατά διαστήματα από τη Θεομήτορα με τα νερά της πηγής που έτρεχαν δίπλα από το ναό της.
Μετά την πτώση της Πόλης, ο ναός αυτός κατεδαφίστηκε και τα υλικά χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τεμένους. Παρέμενε μόνο ένα παρεκκλήσιο το οποίο στις αρχές του 19ου αιώνα κατεδαφίστηκε κι αυτό και το άγιασμα έγινε άφαντο. Στην περίοδο ηγεμονίας του σουλτάνου Μαχμούτ, το 1833, οι Χριστιανοί εζήτησαν άδεια για να ξανακτίσουν το παρεκκλήσιο. Στις ανασκαφές βρέθηκαν τα θεμέλια του αρχαίου ναού, επεκτάθηκε η άδεια και στις 2/2/1835 επί πατριαρχείας Κωνσταντίνου του Β' τελέσθηκαν τα εγκαίνια του νέου μεγαλόπρεπους Ναού μετά του παρεκκλησίου του, προς δόξα της Θεομήτορος και καύχημα του γένους μας.
ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
Μετά τη θεραπεία του Παραλύτου, που έγινε το Πάσχα του 32 μ.Χ., οι άρχοντες των ιουδαίων ζητούσαν ευκαιρία να συλλάβουν τον Ιησού με πρόφαση τη μη τήρηση του Σαββάτου. Γι' αυτό ο Χριστός ανεχώρησε τότε στη Γαλιλαία και επανήλθε το Σεπτέμβριο, στο μέσο της εορτής της Σκηνοπηγίας.
Τρεις ήσαν οι μεγαλύτερες εορτές των Ιουδαίων, το Πάσχα, η Πεντηκοστή και η Σκηνοπηγία. Το Πάσχα το εόρταζαν στις 15 Μαρτίου, σ' ανάμνηση της εξόδου τους από τη δουλεία της Αιγύπτου. Λεγόταν και εορτή των αζύμων, γιατί ψωμί άζυμο έτρωγαν στις επτά ήμερες εορτασμού της. Την Πεντηκοστή την εόρταζαν πενήντα ήμερες μετά το Πάσχα (α) διότι τότε έφθασαν μετά την έξοδο από την Αίγυπτο στο ορός Σινά και έλαβαν από τον Θεό τις πλάκες του Νόμου και (β) σ' ανάμνηση της εισόδου τους στη γη της επαγγελίας μετά τα 40 χρόνια περιπλανήσεων στην έρημο όπου τρέφονταν με το μάννα. Τη Σκηνοπηγία την εόρταζαν από 15-22 Σεπτεμβρίου ζώντες κάτω από σκηνές, για να θυμούνται τα παραπάνω 40 χρόνια ζωής στην έρημο.
Επειδή κατά την επάνοδο του αυτήν ο Χριστός είπε για τον Παραλυτικό, αυτά που ιστορούνται την Κυριακή του Παραλύτου και επειδή η σημερινή ήμερα είναι το μέσο, όχι της εορτής της Σκηνοπηγίας, αλλά το μέσο των πενήντα ημερών μεταξύ Πάσχα και Πεντηκοστής, οι Πατέρες έταξαν τον εορτασμό, μετά την Κυριακή του Παραλύτου, της Μεσοπεντηκοστής, σαν σύνδεσμο των δύο αυτών μεγάλων εορτών και κατά κάποιο τρόπο την ένωση τους σε μία: του ΠΑΣΧΑ και της ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ. Και την περικοπή του Ευαγγελίου που αναφέρεται στο μέσο της εορτής της Σκηνοπηγίας, την εφάρμοσαν σ' αυτή την Τετάρτη κατά γράμμα. Η υπόθεση της Δεσποτικής αυτής εορτής είναι η θεία προέλευση της διδασκαλίας και της καταγωγής του Κυρίου και η θεότητα Του. Στην υμνολογία της ημέρας γίνεται μνεία των θαυμάτων Του, διότι και αυτά αποτελούν απόδειξη της θεότητας Του. Προτρεπόμεθα λοιπόν «γνησίως φυλάξωμεν τας εντολάς του Θεού, ίνα άξιοι γενώμεθα και την Ανάληψιν εορτάσαι και της παρουσίας τυχείν του Αγίου Πνεύματος» (Δοξαστικό των Αίνων).
ΤΕΤΑΡΤΗ, ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ
(Απόδοση της εορτής του ΠΑΣΧΑ)
Η Ακολουθία της ημέρας είναι όμοια (σχεδόν) προς την Ακολουθία που έγινε το βράδυ της Αναστάσεως και τις επόμενες ήμερες της Διακαινησίμου. Την ημέρα αυτή κάθε χρόνο ακούγεται για τελευταία φορά το «Χριστός Ανέστη».
Όσοι Ναοί, Τρίτη βράδυ, τελούν Αγρυπνία, δίνουν τη δυνατότητα στους πιστούς να απολαύσουν πλήρως, (χωρίς βιασύνες), την ωραιότατη Αναστάσιμη ακολουθία (Εσπερινού - Όρθρου - Θ. Λειτουργίας). Είναι μια σπάνια ευκαιρία και γι' αυτούς, οι οποίοι μετά το «Χριστός Ανέστη» το Μεγ. Σάββατο βράδυ για διαφόρους λόγους... διασκορπίζονται.
του π. Γεωργίου Κουγιουμτζόγλου, από το βιβλίο του «Λατρευτικό Εγχειρίδιο»
Ακολουθίες Πεντηκοσταρίου (β΄ μέρος)

Λόγος με΄ εις το Πάσχα (απόσπασμα) Άγ. Γρηγορίου Θεολόγου

Λόγος με΄ εις το Πάσχα (απόσπασμα) Άγ. Γρηγορίου Θεολόγου
η Σαμαρείτις[...] 24. Αν είσαι Σίμων Κυρηναϊος, σήκωσε το σταυρό και ακολούθησέ Τον. Αν σταυρωθείς μαζί Του ως ληστής, γνώρισε το Θεό σαν ευγνώμων δούλος. Αν κι ' Εκείνος λογιάσθηκε με τους ανόμους για χάρη σου και την αμαρτία σου, γίνε συ έννομος για χάρη Εκείνου. Προσκύνησε αυτόν που κρεμάσθηκε στο σταυρό για σένα, έστω κι αν κρέμεσαι κι εσύ. Κέρδισε κάτι κι απ' την κακία. Αγόρασε τη σωτηρία με το θάνατο. Μπες με τον Ιησού στον Παράδεισο, ώστε να μάθεις από τι έχεις ξεπέσει. Δες τις εκεί ομορφιές. Άσε το ληστή που γογγύζει, να πεθάνει έξω μαζί με τη βλασφημία του. Κι αν είσαι Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ζήτησε το σώμα απ' το σταυρωτή. Ας γίνει δικό σου αυτό που καθάρισε τον κόσμο. Κι αν είσαι Νικόδημος, ο νυκτερινός θεοσεβής, ενταφίασέ τον με μύρα. Κι αν είσαι κάποια Μαρία ή η άλλη Μαρία ή η Σαλώμη ή η Ιωάννα, δάκρυσε πρωί-πρωί. Δες πρώτη την πέτρα σηκωμένη, ίσως δε και τους αγγέλους κι αυτόν τον ίδιο τον Ιησού. Πες κάτι, άκουσε τη φωνή. Αν ακούσεις «Μη μ' αγγίζεις», στάσου μακριά, σεβάσου το Λόγο, αλλά μη λυπηθείς. Γιατί ξέρει σε ποιους θα φανερωθεί πρώτα. Καθιέρωσε την Ανάσταση. Βοήθησε την Εύα, πού 'πεσε πρώτη, και πρώτη να χαιρετήσει το Χριστό και να το ανακοινώσει στους μαθητές. Γίνε Πέτρος ή Ιωάννης. Σπεύσε στον τάφο, τρέχοντας μαζί ή προπορευόμενος, συναγωνιζόμενος τον καλό συναγωνισμό. Κι αν σε προλάβει στην ταχύτητα, νίκησε με το ζήλο σου, όχι παρασκύβοντας στο μνημείο, αλλά μπαίνοντας μέσα. Κι αν σαν Θωμάς χωρισθείς απ' τους συγκεντρωμένους μαθητές, στους οποίους εμφανίζεται ο Χριστός, όταν τον δεις, μην απιστήσεις. Κι αν απιστήσεις, πίστεψε σ' αυτούς που στο λένε. Κι αν ούτε και σ' αυτούς πιστέψεις, δείξε εμπιστοσύνη στα σημάδια των καρφιών. Αν κατεβαίνει στον Άδη, κατέβα μαζί Του. Γνώρισε και τα εκεί μυστήρια του Χριστού, ποιο είναι το σχέδιο της διπλής καταβάσεως, ποιος είναι ο λόγος της: απλώς σώζει τους πάντες με την εμφάνιση Του ή κι εκεί ακόμα αυτούς που τον πιστεύουν;
29. Είναι πολλά μεν λοιπόν τα θαύματα της τότε εποχής: Θεός που σταυρώνεται, ήλιος που σκοτίζεται και πάλι ανατέλλει (γιατί έπρεπε και τα κτίσματα να συμπάσχουν με τον Κτίστη). Καταπέτασμα που σχίζεται, αίμα και νερό που χύνεται απ' την πλευρά (το μεν αίμα, γιατί ήταν άνθρωπος, το δε νερό γιατί ήταν πάνω απ' τον άνθρωπο). Γη, που σείεται, πέτρες που σχίζονται για χάρη της πέτρας (που είναι ο Χριστός), νεκροί που ανασταίνονται, ως επιβεβαίωση της τελευταίας και κοινής αναστάσεως. Τα σημεία δε στον τάφο, τα μετά τον τάφο, ποιος θα μπορούσε επάξια να τα υμνήσει; Τίποτε δε δεν υπάρχει σαν το θαύμα της σωτηρίας μου: λίγες σταγόνες αίματος αναπλάθουν τον κόσμο όλο και γίνονται σαν χυμός γάλακτος για όλους τους ανθρώπους, που συνδέουν και συνάγουν εμάς σε μια ενότητα.
30. Αλλ' ω Πάσχα, το μέγα και ιερό, που καθαρίζεις τον κόσμο όλο! Γιατί θα σου μιλήσω σαν κάτι έμψυχο. Ω Λόγε Θεού και φως και ζωή και σοφία και δύναμη! Γιατί χαίρομαι μ' όλα σου τα ονόματα! Ω, γέννημα κι ορμή και σφραγίδα του μεγάλου νου! Ω, Λόγε που νοείσαι κι άνθρωπε που φαίνεσαι, ο οποίος φέρεις τα πάντα προσδεδεμένα στο λόγο της δυνάμεώς σου! Τώρα μεν ας δεχθείς το λόγο αυτό, όχι ως απαρχή, αλλ' ως συμπλήρωση ίσως της δικιάς μας καρποφορίας, ευχαριστία το ίδιο κι ικεσία, για να μην κακοπάθουμε εμείς τίποτε περισσότερο πέρα απ' τους αναγκαίους κόπους κι ιερούς πόνους για τις εντολές σου, με τους οποίους ζήσαμε μέχρι τώρα. Κι ας σταματήσεις την εναντίον μας τυραννία του σώματος (βλέπεις, Κύριε, πόσο μεγάλη είναι και πόσο μας λυγίζει), ή την κρίση σου, αν θέλαμε να καθαρισθούμε από σένα. Αν δε τερματίσουμε άξια με τον πόθο μας και γίνουμε δεκτοί στις ουράνιες σκηνές, αμέσως κι εδώ θα σου προσφέρουμε θυσίες δεκτές στο άγιό σου θυσιαστήριο. Πατέρα και Λόγε και Πνεύμα άγιο. Γιατί σε σένα αρμόζει κάθε δόξα, τιμή και εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
[Μετάφραση: Πρωτοπρ. Γεώργιος Δορμπαράκης]
Από το βιβλίο «Μιλάει ο Γρηγόριος Θεολόγος», Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1991.

ΠΑΣΧΑ - ΣΜΕΜΑΝ

Πασχάλια πίστηΤις μέρες μετά το Πάσχα, επιστρέφω συνεχώς και ασυνείδητα στο ίδιο ερώτημα: αν η πρωτάκουστη διαβεβαίωση «Χριστός ανέστη» περιέχει ολόκληρη την ουσία, το βάθος και το νόημα της χριστιανικής πίστης, αν κατά τα λόγια του αποστόλου Παύλου «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, … κενή δε και η πίστις υμων» (Α’ Κορ. 15,14), τι να σημαίνει τότε άραγε αυτό το γεγονός για τη ζωή μου;
Άλλο ένα Πάσχα ήρθε και έφυγε. Για άλλη μια φορά ζήσαμε αυτή την εκπληκτική νύχτα, τη θάλασσα των αναμμένων κεριών, τη μεγάλη συγκίνηση, εκεί ήμασταν ξανά, στο μέσο μιας ακολουθίας ακτινοβόλας χαράς, που ολόκληρο το περιεχόμενό της ήταν σαν ένας ύμνος αγαλλιάσεως: «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια, εορταζέτω γουν πασα κτίσις την έγερσιν Χριστου, εν ω εστερέωται».
Τι χαρούμενα νικητήρια λόγια! Τα πάντα ενώνονται: ουρανός, γη και το υποχθόνιο βασίλειο του θανάτου. Ολόκληρος ο κόσμος συμμετέχει σ’ αυτή τη νίκη και στην ανάσταση του Χριστού ανακαλύπτει το δικό του νόημα και τη δική του αυτοπεποίθηση.
Όμως πέρασε, η νύχτα τέλειωσε, η γιορτή ολοκληρώθηκε, αφήνουμε το φως και επιστρέφουμε στον κόσμο, κατεβαίνουμε στη γη και εισερχόμεθα πάλι στην ομαλότητα, στην καθημερινότητα, στην πραγματικότητα της ζωής μας. Και τι βρίσκουμε; Όλα είναι ίδια, τίποτε δεν άλλαξε, και φαίνεται πώς τίποτε, απολύτως τίποτε δεν έχει κάτι το κοινό με τον ύμνο που ακούσαμε στην εκκλησία, «εορταζέτω γουν πασα κτίσις την έγερσιν Χριστου, εν ω εστερέωται».
Και τώρα αμφιβολίες αρχίζουν να εισβάλλουν στην ψυχή μας. Αυτά τα τόσο όμορφα και υπέροχα λόγια –πιο όμορφα και υπέροχα από κάθε άλλο λόγο πάνω στη γη- μπορούν να είναι απλώς μια ψευδαίσθηση, ένα όνειρο; Η ψυχή και η καρδιά πίνουν παθιασμένα απ’ αυτά τα λόγια, αλλά η ψυχρή λογική αποφαίνεται: όνειρα, αυταπάτη! Δυο χιλιάδες χρόνια πέρασαν και τι μπόρεσαν να κάνουν αυτά τα λόγια; Άφησέ μας μόνους, μοιάζει να λένε στον κόσμο, άφησέ μας το τελευταίο πράγμα που μας απόμεινε, την άνεση και τη χαρά! Μην ανακατεύεσαι τη στιγμή που διακηρύσσουμε στις εκκλησιές, πίσω από κλειστές πόρτες, πως ολόκληρος ο κόσμος αγάλλεται. Αν δεν ανακατευτείς, δε θα ανακατευτούμε κι εμείς στον τρόπο με τον οποίο ευχαριστείσαι να κτίζεις, να κατευθύνεις και να ζεις σ’ αυτόν τον κόσμο…
Στη βαθύτερη όμως γωνιά της συνείδησής μας, γνωρίζουμε πώς αυτή η ατολμία και αυτός ο μινιμαλισμός, αυτή η εσωτερική φυγή σ’ ένα μυστικό εορτασμό είναι ασυμβίβαστη με το αυθεντικό νόημα και τη χαρά του Πάσχα. Ο Χριστός ή ανέστη ή δεν ανέστη. Ή το ένα ή το άλλο! Αν ανέστη (γιατί άλλωστε θα είχαμε την πασχαλινή αγαλλίαση να γεμίζει ολόκληρη τη νύχτα με φως, θρίαμβο και νίκη;), αν σε μια αποφασιστική και μοναδική στιγμή στην ανθρώπινη και παγκόσμια ιστορία, αυτή η ανήκουστη νίκη πάνω στο θάνατο συνέβη πραγματικά, τότε όλα τα πράγματα του κόσμου έχουν γίνει όντως διαφορετικά και νέα, είτε οι άνθρωποι το γνωρίζουν είτε όχι. Τότε όμως εμείς, ως πιστοί, ως αυτοί που χαρήκαμε και γιορτάσαμε, έχουμε την ευθύνη να γνωρίσουν και να πιστέψουν και άλλοι, να δουν, να ακούσουν και να εισέλθουν σ’ αυτή τη νίκη και σ’ αυτή τη χαρά.
Οι πρώτοι χριστιανοί δεν αποκαλούσαν την πίστη τους θρησκεία, αλλά Καλά Νέα («Ευαγγέλιον»), και είχαν σκοπό να το διαδώσουν και να το διακηρύξουν στον κόσμο. Γνώριζαν και πίστευαν πως η ανάσταση του Χριστού δεν ήταν απλώς ευκαιρία για μία ετήσια γιορτή, αλλά πηγή μιας ενεργητικής και μεταμορφωμένης ζωής. Αυτό που άκουγαν να ψιθυρίζεται, το φώναζαν «από των δωμάτων» (Ματθ. 10, 27)…
«Και τι μπορώ να κάνω;» απαντά η σώφρων και ρεαλιστική λογική. «Πώς μπορώ να διακηρύξω ή να φωνάξω ή να μαρτυρήσω; Εγώ, ένας αδύνατος μικρός κόκκος άμμου, χαμένος ανάμεσα στις μάζες;» Η ένσταση όμως αυτή της λογικής και του «υγιούς μυαλού» είναι ένα ψέμα, ίσως το τρομερότερο και δαιμονικότερο ψέμα του σημερινού κόσμου. Ο κόσμος μας έχει κατά κάποιο τρόπο πείσει πως η δύναμη και η σπουδαιότητα προέρχεται μόνο από τους μεγάλους αριθμούς, τα πλήθη, τις μάζες. Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος ενάντια σε όλους τους άλλους; Είναι όμως σωστό πως, παρά το ψέμα, η θεμελιώδης βεβαιότητα του Χριστιανισμού πρέπει να κηρυχθεί με όλη τη δύναμη και την απαράμιλλη λογική της. Ο Χριστιανισμός ισχυρίζεται πως ένας άνθρωπος μπορεί να είναι δυνατότερος από κάθε άλλον, και πως αυτός ο ισχυρισμός είναι ακριβώς τα καλά νέα του Χριστού. (...)
 «Μπορεί ν’ ανάψει τις καρδιές στο δρόμο…». Στη φράση «μπορεί ν’ ανάψει» βρίσκουμε το κλειδί της απάντησης στις αμφιβολίες της «σώφρονος» λογικής. Τι θα συνέβαινε αν ο καθένας που έχει ζήσει τη χαρά της ανάστασης, που έχει ακούσει για τη νίκη της, που πίστεψε σ’ αυτό που επιτελέστηκε, άγνωστο στον κόσμο, αλλά μέσα στον κόσμο και χάριν αυτού, αν ο καθένας μας, ξεχνώντας τους μεγάλους αριθμούς, τα πλήθη και τις μάζες, μετέδιδε αυτή τη χαρά και αυτή την πίστη μόνο σε έναν άλλον άνθρωπο, άγγιζε μόνο μια άλλη ανθρώπινη ψυχή; Αν αυτή η πίστη και η χαρά μπορούσε να είναι μυστικά παρούσα σε κάθε συζήτηση, ακόμη και στην πιο ασήμαντη, στις κοινές πραγματικότητες της καθημερινής μας ζωής, θα άρχιζε αμέσως, εδώ και τώρα, σήμερα να μεταμορφώνεται ο κόσμος και η ζωή. Ο Χριστός είπε, «ουκ έρχεται η βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως» (Λουκ.17,20). Η Βασιλεία του Θεού έρχεται με δύναμη, φως και νίκη κάθε φορά που οι πιστοί τη μεταφέρουν μαζί τους από την εκκλησία στον κόσμο, και αρχίζουν να τη ζουν στη ζωή τους. Τότε τα πάντα, πάντοτε και κάθε στιγμή «μπορούν ν’ ανάψουν τις καρδιές στο δρόμο…»
(+) π. Αλέξανδρος Σμέμαν

: «Ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίζεται εἰς τὴν ὁδὸν πρὸς Ἐμμαούς»

Τρίτη της Διακαινησίμου: «Ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίζεται εἰς τὴν ὁδὸν πρὸς Ἐμμαούς» [Κατά Λουκάν (κδ΄ 12 - 35)]
Το Ευαγγέλιο
Κατά Λουκάν (κδ΄ 12 - 35)
Ὁ Ἰησος μφανζεται ες τν δν πρς μμαούς
 
Triti Diakenisimou 1Εν ταῖς ημέραις ἐκεῖναις, ἀναστὰς ὁ Πέτρος ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός.
Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς. Καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν καὶ αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς· οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν.
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες καί ἐστε σκυθρωποί; Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν· σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις;
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ποῖα; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ, ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν. Ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ· ἀλλά γε σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο. Ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον, αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον.
Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται! Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωυσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ.
Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο πορρωτέρω πορεύεσθαι· καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν. Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.
 
Απόδοση στη νεοελληνική:
 
Triti Diakenisimou 2Τις ημέρες ἐκείνες, ἐσηκώθηκε ὁ Πέτρος καὶ ἔτρεξε εἰς τὸ μνῆμα καὶ ὅταν ἔσκυψε, εἶδε μόνον τὰ σάβανα καὶ ἐπῆγες σπίτι του θαυμάζων διὰ τὸ γεγονός.
Τὴν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπ’ αὐτούς, ἐπῆγαν σ’ ἕνα χωριὸ ποὺ ἀπεῖχε ἑξῆντα στάδια ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ὠνομάζετο Ἐμμαούς. Καὶ μιλοῦσαν μεταξύ τους δι’ ὅλα αὐτὰ τὰ συμβάντα. Καὶ ἐνῷ ἐμιλοῦσαν καὶ συζητοῦσαν, ὁ Ἰησοῦς ὁ ἴδιος τοὺς ἐπλησίασε καὶ ἐβάδιζε μαζί τους. Ἀλλὰ κάτι ἐκρατοῦσε τὰ μάτια τους, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν.
Τοὺς ἐρώτησε, «Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ συζητεῖτε μεταξύ σας κατὰ τὴν πορείαν καὶ γιατὶ εἶσθε σκυθρωποί;». Ὅ ἕνας, ὁ ὀνομαζόμενος Κλεώπας, τοῦ ἀπεκρίθη, «Σὺ εἶσαι ὁ μόνος ποὺ κατοικεῖ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ χωρὶς νὰ ξέρῃ ὅσα συνέβησαν ἐκεῖ αὐτὰς τὰς ἡμέρας;»
Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Ποιά;». Ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν, «Τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον, ὁ ὁποῖος ἦτο προφήτης δυνατὸς εἰς ἔργα καὶ λόγους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλου τοῦ λαοῦ καὶ πῶς οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντές μας τὸν παρέδωκαν νὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον καὶ τὸν ἐσταύρωσαν. Ἐμεῖς δὲ ἐλπίζαμεν ὅτι αὐτὸς εἶναι ποὺ μέλλει νὰ λυτρώσῃ τὸν Ἰσραήλ. Καὶ σὰν νὰ μὴν ἦτο αὐτὸ ἀρκετόν, εἶναι σήμερα ἡ τρίτη ἡμέρα ἀφ’ ὅτου συνέβησαν αὐτά. Καὶ μερικὲς γυναῖκες ἀπὸ τὸν κύκλον μας μᾶς ἐξέπληξαν· ἐπῆγαν πολὺ πρωί εἰς τὸ μνῆμα ἀλλὰ δὲν εὑρῆκαν τὸ σῶμα του καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν ἔλεγαν ὅτι εἶδαν καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι εἶπαν ὅτι αὐτὸς ζῆ. Ἐπῆγαν καὶ μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἦσαν μαζί μας εἰς τὸ μνῆμα καὶ τὸ εὑρῆκαν ὅπως εἶχαν πῆ οἱ γυναῖκες, αὐτὸν ὅμως δὲν τὸν εἶδαν».
Triti Diakenisimou 3Αὐτὸς τότε τοὺς εἶπε, «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδύνοοι εἰς τὸ νὰ πιστεύετε εἰς ὅλα ὅσα ἐλάλησαν οἱ προφῆται! Δὲν ἔπρεπε ὁ Χριστὸς νὰ πάθῃ ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν δόξαν του;» Ὕστερα ἄρχισε ἀπὸ τὸν Μωϋσῆν καὶ ὅλους τοὺς προφήτας καὶ τοὺς ἐρμήνευε ὅσα ἀνεφέροντο γι’ αὐτὸν εἰς ὅλας τὰς γραφάς.
Καὶ ἐπλησίασαν εἰς τὸ χωριὸ εἰς τὸ ὁποῖον ἐπήγαιναν, αὐτὸς δὲ προσποιήθηκε ὅτι πηγαίνει μακρύτερα. Ἀλλὰ τὸν ἐπίεζαν καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Μεῖνε μαζί μας, διότι πλησιάζει ἡ ἑσπέρα, καὶ ἡ ἡμέρα εἶναι σχεδὸν εἰς τὸ τέλος». Καὶ ἐμπῆκε διὰ νὰ μείνῃ μαζί τους. Ὅταν ἐκάθησε εἰς τὸ τραπέζι μαζί τους, ἐπῆρε τὸ ψωμί, τὸ εὐλόγησε καὶ ἀφοῦ τὸ ἔκοψε τοὺς τὸ ἔδωκε. Τότε ἀνοίχθηκαν τὰ μάτια τους καὶ τὸν ἀνεγνώρισαν, ἀλλ’ αὐτὸς ἔγινε ἄφαντος. Καὶ εἶπαν μεταξύ τους, «Δὲν ἔκαιε μέσα μας ἡ καρδιά μας καθὼς μᾶς ἐμιλοῦσε εἰς τὸν δρόμον καὶ μᾶς ἐξηγοῦσε τὰς γραφάς;». Καὶ ἐσηκώθηκαν ἀμέσως καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εὑρῆκαν τοὺς ἕνδεκα καὶ ὅσους ἦσαν μαζί τους νὰ εἶναι μαζεμμένοι καὶ νὰ λέγουν ὅτι ἀληθῶς ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καὶ ἐμφανίσθηκε εἰς τὸν Σίμωνα. Τότε αὐτοὶ διηγήθηκαν ὅσα συνέβησαν εἰς τὸν δρόμον καὶ πῶς τὸν ἀνεγνώρισαν ὅταν ἔκοβε τὸ ψωμί.

ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΤΗ ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Να μοιραστούμε με τους άλλους τη μεγάλη χαρά της Ανάστασης...
Ανάσταση ΧριστοὐΕπειδή ο Χριστός, ο Θεός μας, είναι αληθινός άνθρωπος, πέθανε μ' ένα πλήρη και γνήσιο  ανθρώπινο θάνατο πάνω στο Σταυρό. Αλλά επειδή δεν είναι μόνο αληθινός άνθρωπος αλλά και αληθινός Θεός, επειδή είναι η ίδια η ζωή και η πηγή της ζωής, αυτός ο θάνατος δεν ήταν, και δεν θα μπορούσε να είναι, το τελικό κλείσιμο.
 Η ίδια η Σταύρωση είναι μια νίκη αλλά ενώ τη Μ. Παρασκευή η νίκη είναι κρυμμένη, το πρωί του Πάσχα διακηρύσσεται. Ο Χριστός ανασταίνεται από τους νεκρούς και με την ανάστασή του μας λυτρώνει από την αγωνία και τον τρόμο η νίκη του Σταυρού βεβαιώνεται, η αγάπη φανερώνεται ανοιχτά, ότι είναι πιο δυνατή απ' το μίσος και η ζωή πιο δυνατή απ' το θάνατο. Ο ίδιος ο Θεός πέθανε και αναστήθηκε από τους νεκρούς κι έτσι δεν υπάρχει πια θάνατος ακόμη κι ο θάνατος γέμισε από το Θεό. Αφού ο Χριστός αναστήθηκε, δεν είναι ανάγκη πια να φοβόμαστε καμιά σκοτεινή ή δαιμονική δύναμη μέσα στο σύμπαν. Όπως διακηρύττουμε κάθε χρόνο στην πασχαλινή Λειτουργία τα μεσάνυχτα, με λόγια που αποδίδονται στον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο:
Μηδείς φοβείσθω θάνατον
ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος
Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες
Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν άγγελοι...
 Εδώ, όπως και αλλού, η Ορθοδοξία τονίζει το απόλυτο. Επαναλαμβάνουμε με τον Απ. Παύλο, «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις ημών» (Α' Κορ. 15,14). Πώς θα συνεχίσουμε να είμαστε Χριστιανοί, αν πιστεύουμε ότι ο Χριστιανισμός έχει θεμελιωθεί πάνω σε μια πλάνη; Έτσι, όπως δεν είναι σωστό ν' αντιμετωπίζουμε το Χριστό απλώς σαν ένα προφήτη ή δάσκαλο ηθικής και όχι σαν ενσαρκωμένο Θεό, έτσι δεν είναι αρκετό να ερμηνεύουμε την Ανάσταση, λέγοντας ότι «το πνεύμα» του Χριστού κατά κάποιο τρόπο συνέχισε να ζει ανάμεσα στους μαθητές του. Κάποιος που δεν είναι «Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», που δε νίκησε το θάνατο πεθαίνοντας και ανασταίνοντας τον εαυτό του από τους νεκρούς, δεν μπορεί να είναι η σωτηρία μας και η ελπίδα μας. Εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι υπήρξε αληθινή ανάσταση εκ των νεκρών, με την έννοια ότι το ανθρώπινο σώμα του Χριστού ξαναενώθηκε με την ανθρώπινη ψυχή του και ότι ο τάφος βρέθηκε αδειανός.
 «Υμείς δέ εστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. 24,48). Ο αναστημένος Χριστός μας στέλνει μέσα στον κόσμο να μοιραστούμε με άλλους τη «μεγάλη χαρά» της Ανάστασής του. Ο πατήρ Alexander Schmeman γράφει: «Από την αρχή-αρχή ο Χριστιανισμός υπήρξε η διακήρυξη της χαράς, της μόνης δυνατής χαράς πάνω στη γη... Δίχως τη διακήρυξη αυτής της χαράς ο Χριστιανισμός είναι ακατανόητος. Μόνον ως χαρά η Εκκλησία έγινε νικήτρια μέσα στον κόσμο κι έχασε τον κόσμο όταν έχασε τη χαρά, όταν έπαψε να είναι μάρτυρας αυτής της χαράς. Απ' όλες τις κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών, η πιο τρομερή εκφράστηκε από τον Nietzsche όταν είπε ότι οι Χριστιανοί δεν είχαν χαρά ... «Μη φοβείσθε ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην» -έτσι αρχίζει το ευαγγέλιο και τελειώνει: «και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης...» (Λουκ. 2,10,24,52). Κι εμείς πρέπει να επανακτήσουμε το μήνυμα της μεγάλης χαράς».
 Γράφει ο π. Δημήτριος Staniloae: «Η βαθειά προέλευση της ελπίδας και της χαράς που χαρακτηρίζουν την Ορθοδοξία και που εισχωρούν σ' όλη τη λατρεία της είναι η Ανάσταση. Το Πάσχα, το κέντρο της Ορθόδοξης Λατρείας, είναι μία έκρηξη χαράς, είναι η ίδια χαρά που ένιωσαν οι Απόστολοι όταν είδαν τον αναστημένο Σωτήρα. Είναι η έκρηξη της χαράς του σύμπαντος στο θρίαμβο της ζωής, έπειτα από τη συντριπτική θλίψη για το θάνατο -το θάνατο που ακόμη και ο Κύριος της ζωής έπρεπε να υποφέρει όταν έγινε άνθρωπος. «Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω εορταζέτω δε κόσμος, ορατός τε άπας και αόρατος Χριστός γαρ εγήγερται, ευφροσύνη αιώνιος». Τώρα όλα τα πράγματα έχουν γεμίσει με τη βεβαιότητα της ζωής, ενώ πριν όλα πήγαιναν σταθερά προς το θάνατο.
Η Ορθοδοξία δίνει έμφαση με ιδιαίτερη επιμονή στην πίστη του Χριστιανισμού για το θρίαμβο της ζωής.»
(Από το βιβλίο «Ο Ορθόδοξος Δρόμος», του Επισκόπου Διοκλείας Καλλἰστου Γουέαρ)


Διαβάστηκε 1035 φορές
Τελευταία Ενημέρωση στις Πέμπτη, 15 Δεκέμβριος 2011 12:32
 

Χριστός ανέστη!

Χριστός ανέστη!
pasxa11Όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα για να πάνε ν’ αλείψουν το σώμα του Ιησού. Και πολύ πρωΐ, την επόμενη μέρα μετά το Σάββατο, μόλις ανέτειλε ο ήλιος, ήρθαν στο μνήμα. Έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλήσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;» Γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη.
Μόλις όμως κοίταξαν προς τα ‘κεί, παρατήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλήσει από τον τόπο της. Μόλις μπήκαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό με λευκή στολή να κάθεται στα δεξιά και τρόμαξαν.
Αυτός όμως τους είπε: «Μην τρομάζετε. Ψάχνετε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, το σταυρωμένο. Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Να και το μέρος όπου τον είχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα να πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο: «πηγαίνει πριν από εσάς στη Γαλιλαία και σας περιμένει. Εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είπε». Αυτές βγήκαν κι έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος και σε κανέναν δεν είπαν τίποτε, γιατί ήταν φοβισμένες.
Μετά την ανάστασή του ο Ιησούς, το πρωΐ της Κυριακής, εμφανίστηκε πρώτα στη Μαρία τη Μαγδαληνή, την οποία είχε θεραπεύσει από εφτά δαιμόνια. Εκείνη πήγε και το είπε στους μαθητές, που ήταν λυπημένοι και έκλαιγαν. Αυτοί όμως, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς ζει και τον είδε η Μαρία, δεν την πίστεψαν.
Κατόπιν ο Ιησούς εμφανίστηκε με διαφορετική μορφή σε δύο απ’ αυτούς, καθώς περπατούσαν και πήγαιναν έξω στα χωράφια. Εκείνοι πήγαν και τα διηγήθηκαν στους υπολοίπους, αλλά ούτε κι αυτούς τους πίστεψαν.
Τέλος, εμφανίστηκε ο Ιησούς στους έντεκα μαθητές καθώς έτρωγαν και τους επέπληξε γιατί αμφέβαλλαν κι επέμεναν να μην πιστεύουν αυτούς που τον είδαν αναστημένο. Μετά τους είπε: «Πορευθείτε σ’ ολόκληρο τον κόσμο και διακηρύξτε το χαρμόσυνο μήνυμα σ’ όλη την κτίση. Όποιος πιστέψει και βαπτισθεί θα σωθεί. Όποιος δεν πιστέψει θα καταδικασθεί. Να και τα θαύματα που θα κάνουν όποιοι πιστέψουν: Με την επίκληση του ονόματός μου θα διώχνουν δαιμόνια, θα μιλούν νέες γλώσσες κι αν παίρνουν φίδια στα χέρια τους ή πίνουν κάτι δηλητηριώδες δε θα παθαίνουν τίποτε. Θα βάζουν τα χέρια τους πάνω σε αρρώστους και θα τους θεραπεύουν».
(Ευαγγέλιο κατά Μάρκον, κεφ. ιστ’, στ. 1-18)
Σύντομα σχόλια
• «Αν δεν είχε αναστηθεί ο Χριστός, θα ήταν μάταιη η πίστη μας και το κήρυγμά μας». (Α’ Κορ. ιε’ 17)
• Η ορθόδοξη εικόνα της Αναστάσεως παρουσιάζει την κάθοδο του Χριστού στον Άδη. Πρώτον, γιατί κανείς δεν είδε τον Χριστό την ώρα που αναστήθηκε, αφού βγήκε από τον Τάφο «εσφραγισμένου του μνήματος». Δεύτερον, γιατί, όταν η ψυχή του Χριστού ενωμένη με την θεότητα κατέβηκε στον Άδη, συνέτριψε το κράτος του θανάτου και του διαβόλου, αφού με τον δικό Του θάνατο νίκησε τον θάνατο. Αυτή εξάλλου είναι η ουσιαστική συνέπεια της Αναστάσεως. Τρίτον, ο Χριστός με την κάθοδό Του στον Άδη ελευθέρωσε τον Αδάμ και την Εύα από τον θάνατο. Έτσι, όπως από τον Αδάμ προήλθε η πτώση ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, έτσι με την ανάσταση του Αδάμ γευόμαστε τους καρπούς της ανάστασης και της σωτηρίας. Λόγω της ενότητας της ανθρώπινης φύσης ό,τι έγινε στον προπάτορα έγινε σε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση.
• Ο Χριστός αναστήθηκε μετά από τρεις μέρες, για να μην μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός του θανάτου Του (όπως θα γινόταν αν έμενε λιγότερο) ούτε και να κατηγορηθεί το μυστήριο της Αναστάσεως (όπως αν αργούσε η Ανάσταση πάνω από τρεις μέρες).
• Η Εκκλησία κάθε Κυριακή με τα τροπάριά της γιορτάζει την Ανάσταση του Κυρίου.
• Τον Αναστημένο Χριστό είδαν πρώτες οι Μυροφόρες γυναίκες. Οι Απόστολοι, φοβισμένοι από τα γεγονότα που προηγήθηκαν, κλείστηκαν στο υπερώο, ενώ οι γυναίκες με την αγάπη, τη θερμότητα και την ανδρεία, πριν ακόμα ξημερώσει καλά, πήγαν στο μνημείο για να αλείψουν με αρώματα το Σώμα του Χριστού. Δεν φοβήθηκαν ούτε το σκοτάδι ούτε την ερημιά ούτε τους στρατιώτες. Αυτό σημαίνει ότι, για να αξιωθεί κανείς να δει τον Αναστάντα Χριστό, χρειάζεται να έχει αγάπη και ανδρεία.
• Ο Χριστός αναστήθηκε με το Σώμα Του (άρα δεν ήταν πνεύμα, φάντασμα). Όμως το Αναστημένο Σώμα του Χριστού ήταν απαθές και αθάνατο, στολισμένο με τη θεία δόξα. Είχε αποβάλει όλα τα αδιάβλητα πάθη, το θνητό (δηλ. το να μπορεί να πεθάνει) και το παθητό (δηλ. το να έχει πάθη και ανάγκες), όμως παρέμεινε σώμα που μπορούσε να περιγραφεί. Είχε όλα τα διακριτικά γνωρίσματα που είχε και πριν. (Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος)
Αναστάσιμες προσευχές
Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασι, ζωήν χαρισάμενος.
Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν Άγιον Κύριον Ιησούν τον μόνον αναμάρτητον. Τον Σταυρόν Σου, Χριστέ, προσκυνούμεν και την αγίαν Σου Ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν. Συ γαρ ει Θεός ημών, εκτός Σου άλλον ουκ οίδαμεν· το όνομά Σου ονομάζομεν. Δεύτε πάντες οι πιστοί, προσκυνήσωμεν την του Χριστού αγίαν Ανάστασιν· ιδού γαρ ήλθε διά του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω. Διά παντός ευλογούντες τον Κύριον, υμνούμεν την Ανάστασιν Αυτού· Σταυρόν γαρ υπομείνας δι’ ημάς, θανάτω θάνατον ώλεσεν.
Αναστάς ο Ιησούς από του Τάφου, καθώς προείπεν, έδωκεν ημίν την αιώνιον ζωήν και το μέγα έλεος.

ΥΠΗΚΟΟΣ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ


Υπήκοος μέχρι θανάτου
Η Ενσάρκωση του Χριστού είναι ήδη μια πράξη σωτηρίας. Προσλαμβάνοντας τη διασπασμένη ανθρώπινη φύση μας, ο Χριστός την ανακαινίζει και, με τα λόγια ενός άλλου Χριστουγεννιάτικου ύμνου, ανασταίνει «την πριν πεσούσαν εικόνα». Αλλά τότε γιατί ήταν αναγκαίος πάνω στο Σταυρό; Δεν ήταν αρκετό για έναν από την Τριάδα να ζήσει σαν άνθρωπος πάνω στη γη, να σκέπτεται, να αισθάνεται και να επιθυμεί σαν ένας άνθρωπος, χωρίς να πρέπει επίσης να πεθάνει σαν άνθρωπος;
Σ' ένα κόσμο που δεν θα είχε πέσει, η Ενσάρκωση του Χριστού πραγματικά θα ήταν αρκετή σαν τέλεια έκφραση της αγάπης του Θεού που εκτείνεται προς τα έξω. Αλλά μέσα σ' ένα πεσμένο και αμαρτωλό κόσμο η αγάπη του έπρεπε να φτάσει ακόμη πιο πέρα. Εξ αιτίας της τραγικής παρουσίας της αμαρτίας και του κακού, το έργο της αποκατάστασης του ανθρώπου χρειαζόταν μια θυσιαστική πράξη θεραπείας, μια θυσία τέτοια που μόνον ένας οδυνώμενος και σταυρωμένος Θεός μπορούσε να προσφέρει.
Η Ενσάρκωση, έχει ειπωθεί, είναι μια πράξη ταύτισης και μετοχής. Ο Θεός μας σώζει καθώς ταυτίζεται μαζί μας, γνωρίζοντας την ανθρώπινη εμπειρία μας εκ των ένδον. Ο Σταυρός συμβολίζει με τον πιο τέλειο και απόλυτο τρόπο, ότι αυτή η πράξη της μετοχής φτάνει ως τα έσχατα όρια. Ο ενσαρκωμένος Θεός εισχωρεί σ' όλες μας τις εμπειρίες.
Ο Ιησούς Χριστός, ο σύντροφός μας, δεν μετέχει μόνο σ' ολόκληρη την ανθρώπινη ζωή αλλά και σ'ολόκληρο τον ανθρώπινο θάνατο: «ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται» (Ησ. 53,4) -σ' όλες τις θλίψεις μας, όλες τις λύπες μας.
«Το απρόσληπτον και αθεράπευτον»· ο Χριστός, όμως, ο γιατρός μας, έχει επωμισθεί το κάθε τι, ακόμη και το θάνατο.
Ο θάνατος έχει και φυσική και πνευματική όψη, και από τις δυο η πνευματική είναι η πιο τρομερή. Φυσικός θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής του ανθρώπου από το σώμα του - πνευματικός θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το Θεό. Όταν λέμε ότι ο Χριστός έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου» (Φιλ. 2,8), δεν πρέπει να περιορίσουμε αυτά τα λόγια μόνο στο φυσικό θάνατο. Δεν θάπρεπε ν' αναλογιζόμαστε μόνο τις σωματικές οδύνες που ο Χριστός υπέφερε στο Πάθος του -το μαστίγωμα, το τρέκλισμα κάτω απ' το βάρος του Σταυρού, τα καρφιά, τη δίψα και τη ζέστη, το μαρτύριο του να κρέμεται τεντωμένος πάνω στο ξύλο. Το αληθινό νόημα του Πάθους πρέπει να βρεθεί όχι μόνο μέσα σ' αυτό, αλλά πιο πολύ μέσα στην πνευματική οδύνη- στο συναίσθημα της αποτυχίας, της απομόνωσης και της έσχατης μοναξιάς, τον πόνο της αγάπης που προσφέρθηκε κι αποκρούστηκε.
Τα Ευαγγέλια είναι, δικαιολογημένα επιφυλακτικά όταν μιλούν γι' αυτή την εσωτερικήν οδύνη, αλλά μας δίνουν ορισμένες νύξεις. Πρώτα, υπάρχει η Αγωνία του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανή, όπου κατακλύζεται από τρόμο και απόγνωση, όταν προσεύχεται με αγωνία στον Πατέρα του, «ει δυνατόν παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο» (Ματθ. 26,39), και όταν ο ιδρώτας του πέφτει στο έδαφος «ωσεί θρόμβοι αίματος» (Λουκ. 22,44). Η Γεθσημανή, καθώς τόνισε ο Μητροπολίτης Αντώνιος του Κιέβου, δίνει το κλειδί για όλο το δόγμα της εξιλαστήριας θυσίας του Θεού. Εδώ ο Χριστός έρχεται αντιμέτωπος με μια εκλογή. Δίχως νάναι καταναγκασμένος να πεθάνει, διαλέγει ελεύθερα να το κάνει· και μ' αυτή την πράξη της εκούσιας αυτοπροσφοράς μεταβάλλει αυτό που θα μπορούσε να είχε γίνει μια αυθαίρετη βία, μια δολοφονία από δικαστική πλάνη, σε μια λυτρωτική θυσία. Αλλ' αυτή η πράξη της ελεύθερης εκλογής είναι τρομερά δύσκολη. Αποφασίζοντας να προχωρήσει στη σύλληψη και τη σταύρωση, ο Ιησούς νιώθει την εμπειρία, με τα λόγια του William Law, «του γεμάτου αγωνία τρόμου μιας χαμένης ψυχής... της πραγματικότητας του αιώνιου θανάτου». Πρέπει να δοθεί πολύ βάρος στα λόγια του Χριστού στη Γεθσημανή: «Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» (Ματθ. 26,38). Ο Ιησούς αυτή τη στιγμή αποκτά ολοκληρωτική εμπειρία του πνευματικού θανάτου. Αυτή τη στιγμή ταυτίζεται μ' ολόκληρη την απόγνωση και την πνευματική οδύνη της ανθρωπότητας κι αυτή η ταύτιση είναι πολύ πιο σημαντική για μας από τη συμμετοχή του στο φυσικό μας πόνο.
Μια δεύτερη νύξη μας δένεται στη Σταύρωση, όταν ο Χριστός φωνάζει δυνατά: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46). Άλλη μια φορά, μεγάλη σημασία θάπρεπε να δοθή σ' αυτά τα λόγια. Εδώ είναι το έσχατο σημείο της απελπισίας του Χριστού, όταν νιώθει αποδιωγμένος όχι μόνο από τους ανθρώπους αλλά κι απ' το Θεό. Δεν μπορούμε ν' αρχίσουμε να εξηγούμε πώς είναι δυνατόν, για κάποιον που είναι ο ίδιος ο ζωντανός Θεός, να χάσει την επίγνωση της θείας παρουσίας. Αλλά τουλάχιστον αυτό είναι φανερό. Στο Πάθος του Χριστού δεν παίζεται θέατρο, δεν γίνεται τίποτε για εξωτερική επίδειξη. Η κάθε λέξη από το Σταυρό εννοεί αυτό που λέει. Κι αν η κραυγή: «Θεέ μου, Θεέ μου...» θέλει κάτι να δείξει, πρέπει να σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή ο Ιησούς αληθινά νιώθει την εμπειρία του πνευματικού θανάτου που είναι ο χωρισμός από το Θεό. Δεν χύνει μόνο το αίμα του για μας, αλλά για χάρη μας δέχεται ακόμη και την απώλεια του Θεού.
«Κατήλθεν εις τον Άδην» (Αποστ. Σύμβολο). Αυτό σημαίνει απλώς ότι ο Χριστός πήγε να κηρύξει στα πνεύματα των κεκοιμημένων, στο διάστημα ανάμεσα στη Μ. Παρασκευή και την Κυριακή του Πάσχα (βλ. Α' Πετρ. 3,19); Σίγουρα έχει κι ένα βαθύτερο νόημα. Η κόλαση είναι ένα σημείο όχι μέσα στο χώρο αλλά μέσα στην ψυχή. Είναι ο τόπος όπου δεν βρίσκεται ο Θεός. (Κι όμως ο Θεός βρίσκεται παντού!) Αν στ' αλήθεια ο Χριστός «κατήλθεν εις τον Άδην», αυτό σημαίνει ότι κατέβηκε στα βάθη της απουσίας του Θεού. Ολοκληρωτικά, ανεπιφύλακτα, ταυτίστηκε με όλη την αγωνία και την αλλοτρίωση του ανθρώπου. Την προσέλαβε και προσλαμβάνοντάς την τη γιάτρεψε. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τη γιατρέψει παρά κάνοντάς την δική του.
Αυτό είναι το μήνυμα του Σταυρού στον καθένα μας. Όσο μακριά κι αν πρέπει να ταξιδέψω μεσ' από την κοιλάδα της σκιάς του θανάτου, δεν είμαι ποτέ μόνος. Έχω ένα σύντροφο. Κι αυτός ο σύντροφος δεν είναι μόνο ένας αληθινός άνθρωπος όπως εγώ, αλλά και Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού. Τη στιγμή της πιο βαθειάς ταπείνωσής του πάνω στο Σταυρό, ο Χριστός είναι ο ίδιος αιώνιος και ζωντανός Θεός όπως στη Μεταμόρφωσή του μέσα σε δόξα στο Όρος Θαβώρ. Ατενίζοντας το σταυρωμένο Χριστό, δεν βλέπω μόνο έναν οδυνώμενο άνθρωπο αλλά ένα Θεό οδυνώμενο.
(Από το βιβλίο «Ο Ορθόδοξος Δρόμος», του Επισκόπου Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ)
 

Το Ευαγγέλιο της Ανάστασης

Το Ευαγγέλιο της Ανάστασης
pasxa10 ΚΑΙ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ. (ευαγγελιστής Μάρκος 16, 1-8)
Απόδοση στα νεοελληνικά
Όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα για να πάνε να αλείψουν το σώμα του Ιησού. Ήρθαν στο μνήμα πολύ πρωί την επομένη του Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος. Και έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλίσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;» Γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις όμως κοίταξαν προς τα εκεί, παρατήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλίσει από τον τόπο της. Μόλις μπήκαν στο μνήμα, είδαν έναν νεαρό με λευκή στολή στα δεξιά, και τρόμαξαν. Αυτός όμως τους είπε: «Μην τρομάζετε. Ψάχνετε τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, το σταυρωμένο. Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Να το μέρος όπου τον είχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα και πείτε στους μαθητές και τον Πέτρο, πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία και σας περιμένει, εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είπε». Οι γυναίκες βγήκαν και έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος, δεν είπαν όμως τίποτα σε κανέναν, γιατί ήταν φοβισμένες. 
 
Ερμηνεία της εικόνας
Ανάμεσα σε απότομους βράχους ανοίγεται ο Άδης όπου κατέβηκε ο Χριστός για να κηρύξει τη σωτηρία στους νεκρούς.
Στη μέση και πάνω από το σπήλαιο βρίσκεται ο Χριστός, ολόλαμπρος, μέσα στη δόξα του και με λευκά ρούχα. Έχει τη θριαμβευτική όψη του νικητή του θανάτου.
Με τα δυό του χέρια κρατά τον Αδάμ και την Εύα. Τα χέρια του και τα πόδια του έχουν τα σημάδια του πάθους.
Πίσω από τον Αδάμ και την Εύα βρίσκονται οι δίκαιοι και οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο Άβελ, ο Δαβίδ και ο Σολομών με τα στέματά τους, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος αριστερά ακριβώς από τον Χριστό.
Στα πόδια του Χριστού βρίσκονται οι δύο θύρες του Άδη πεσμένες κάτω και με σπασμένες τις κλειδαριές τους, και κάτω από αυτές αλυσσοδεμένος και νικημένος ο Άδης.
 
Απολυτίκιο
Χριστός ανέστη εκ νεκρών, Θανάτω θάνατον πατήσας, Και τοις εν τοις μνήμασι Ζωήν χαρισάμενος.
Ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, Αφού με το δικό του θάνατο κατήργησε το θάνατο Και σε αυτούς που ήταν στα μνήματα Χάρισε την αιώνια ζωή.
 
Οι εμφανίσεις του Αναστημένου Ιησού
Μετά την ανάστασή του ο Ιησούς, το πρωΐ της Κυριακής, εμφανίστηκε πρώτα στη Μαρία τη Μαγδαληνή, την οποία είχε θεραπεύσει από εφτά δαιμόνια. Εκείνη πήγε και το είπε στους μαθητές, που ήταν λυπημένοι και έκλαιγαν. Αυτοί όμως, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς ζει και τον είδε η Μαρία, δεν την πίστεψαν. Κατόπιν ο Ιησούς εμφανίστηκε με διαφορετική μορφή σε δύο απ’ αυτούς, καθώς περπατούσαν και πήγαιναν έξω στα χωράφια. Εκείνοι πήγαν και τα διηγήθηκαν στους υπολοίπους, αλλά ούτε κι αυτούς τους πίστεψαν. Τέλος, εμφανίστηκε ο Ιησούς στους έντεκα μαθητές καθώς έτρωγαν και τους επέπληξε γιατί αμφέβαλλαν κι επέμεναν να μην πιστεύουν αυτούς που τον είδαν αναστημένο. Μετά τους είπε: «Πορευθείτε σ’ ολόκληρο τον κόσμο και διακηρύξτε το χαρμόσυνο μήνυμα σ’ όλη την κτίση. Όποιος πιστέψει και βαπτισθεί θα σωθεί. Όποιος δεν πιστέψει θα καταδικασθεί. Να και τα θαύματα που θα κάνουν όποιοι πιστέψουν: Με την επίκληση του ονόματός μου θα διώχνουν δαιμόνια, θα μιλούν νέες γλώσσες κι αν παίρνουν φίδια στα χέρια τους ή πίνουν κάτι δηλητηριώδες δε θα παθαίνουν τίποτε. Θα βάζουν τα χέρια τους πάνω σε αρρώστους και θα τους θεραπεύουν». (Ευαγγέλιο κατά Μάρκον, κεφ. ιστ’, στ. 1-18)
 
Η Αγία και Μεγάλη Κυριακή του Πάσχα
Το Πάσχα ήταν αρχαιότατη ιουδαϊκή γιορτή που τελούνταν τη νύχτα της 14ης προς τη 15η του μηνός Νισάν. Οι Ιουδαίοι γιόρταζαν την απελευθέρωσή τους από την δουλεία των Αιγυπτίων κατόπιν της σφαγής των πρωτότοκων των Αιγυπτίων, απ’ την οποία διέφυγαν τα δικά τους πρωτότοκα χάρη στο αίμα του αμνού με το οποίο άλειψαν τις πόρτες των σπιτιών τους.
Η λέξη πάσχα (=διάβαση) υπενθυμίζει τη θαυμαστή διάβαση της Ερυθράς θάλασσας από τους Ισραηλίτες και γενικότερα τη διάβασή τους από τη δουλεία στην ελευθερία.
Όμως τα γεγονότα εκείνα ήταν συμβολικά και προφητικά. Το ιουδαϊκό Πάσχα ήταν τύπος του χριστιανικού. Ο πασχάλιος αμνός των Ιουδαίων ήταν σύμβολο και τύπος του αληθινού πασχάλιου αμνού, του Χριστού, που θυσιάστηκε για μας και με το αίμα του εξαγόρασε την ελευθερία μας από την δουλεία της αμαρτίας.
Κατά δε θεία οικονομία η θυσία του Κυρίου συνέπεσε με το ιουδαϊκό πάσχα, που εκείνο το έτος έτυχε να είναι Σάββατο. Ο Κύριος σταυρώθηκε και πέθανε την Παρασκευή, το βράδυ όπου οι Ιουδαίοι έτρωγαν τον πασχάλιο αμνό και αναστήθηκε μετά το Σάββατο, δηλ. την πρώτη μέρα της εβδομάδας η οποία γι’ αυτό το λόγο ονομάστηκε Κυριακή.
Η πασχαλινή ακολουθία είναι ιδιαιτέρως λαμπρή. Ξεκινά στις 12, μεσάνυχτα του Μ. Σαββάτου με τον Όρθρο και συνεχίζει με τη Θ. Λειτουργία.
Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα τελείται ο Εσπερινός της Αγάπης. Κατά τη διάρκειά του διαβάζεται η ευαγγελική περικοπή που εξιστορεί την εμφάνιση του Κυρίου στους δώδεκα μαθητές την ημέρα της Ανάστασής Του. Το Ευαγγέλιο αυτό διαβάζεται σε όσο το δυνατόν περισσότερες γλώσσες για να κηρυχθεί σ’ όλα τα έθνη ότι
«Χριστός εγερθείς εκ νεκρών
απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο.
Αυτώ η δόξα και το κράτος
εις τους αιώνας. Αμήν».
Το θαύμα της Αναστάσεως του Κυρίου αποτελεί το κέντρο των εορτών στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας.
Η χαρά της Αναστάσεως, «Χαίρετε», δεν είναι μια συναισθηματική ευφροσύνη, αλλά η βεβαιότητα ότι ο Χριστός κατήργησε το θάνατο. Μέχρι τότε όλοι οι άνθρωποι ήξεραν πως έτσι τελειώνει η επίγεια ζωή τους.
Ο Χριστός με την Ανάστασή του μας ενσωμάτωσε στην αιώνια ζωή του Θεού. Αυτό γίνεται όταν κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου.
Ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη για να συντρίψει τις πύλες του Άδη και να καταργήσει το θάνατο.
Οι θεοφόροι Πατέρες ονομάζουν τον Ζωοδόχο Τάφο του Χριστού «εργαστήριον της αναστάσεως».
Η ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού είναι εορτή εορτών και πανήγυρις πανηγύρεων. Αυτή τη λαμπρή εορτή έχουμε τη δυνατότητα να εορτάζουμε σε κάθε Θεία Λειτουργία και να κοινωνούμε τον αναστάντα Χριστό. Και μπορούμε να ελπίζουμε, ότι θα μετέχουμε φανερώτερα στη Βασιλεία του Κυρίου.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ - ΝΙΚΗ - ΚΑΛΛ. ΓΟΥΕΡ

pasxa5Ο θάνατος του Χριστού πάνω στο Σταυρό δεν είναι μια αποτυχία που αποκαταστάθηκε κάπως μετά την Ανάστασή του. Ο ίδιος ο θάνατος πάνω στο Σταυρό είναι μια νίκη. Νίκη τίνος πράγματος; Μόνο μια απάντηση μπορεί να υπάρξει: Η νίκη της οδυνώμενης αγάπης. «Κραταιά ως θάνατος αγάπη...ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην» (Άσμα Ασμ. 8, 6-7). Ο Σταυρός μας δείχνει μιαν αγάπη που είναι δυνατή σαν το θάνατο, μιαν αγάπη ακόμη πιο δυνατή.
Ο άγ. Ιωάννης κάνει την εισαγωγή της διηγήσης του για το Μυστικό Δείπνο και το Πάθος μ' αυτά τα λόγια: «...αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω, εις τέλος ηγάπησεν αυτούς» (Ιω. 13,1). Το ελληνικό κείμενο λέει εις τέλος, που σημαίνει «ως το τέλος», «ως το έσχατο σημείο». Κι αυτή η λέξη τέλος επαναλαμβάνεται αργότερα στην τελευταία κραυγή του Χριστού πάνω στο Σταυρό: «Τετέλεσται» (Ιω. 19,30). Αυτό πρέπει να εννοηθεί όχι σαν κραυγή αυτοεγκατάλειψης ή απόγνωσης, αλλά σαν κραυγή νίκης: Τελείωσε, κατορθώθηκε, εκπληρώθηκε!
Τι εκπληρώθηκε; Απαντάμε: Το έργο της οδυνώμενης αγάπης, η νίκη της αγάπης πάνω στο μίσος. Ο Ιησούς, ο Θεός μας, αγάπησε τους δικούς του ως το έσχατο σημείο. Από αγάπη δημιούργησε τον κόσμο, από αγάπη γεννήθηκε σαν άνθρωπος μέσα σ' αυτό τον κόσμο, από αγάπη πήρε πάνω του τη διασπασμένη ανθρώπινη φύση μας και την έκανε δική του. Από αγάπη ταυτίστηκε μ' όλη μας την απελπισία. Από αγάπη πρόσφερε τον εαυτό του θυσία, διαλέγοντας στη Γεθσημανή να πάει εκούσια προς το Πάθος του: «...την μου τίθημι υπέρ των προβάτων... ουδείς αίρει αυτήν απ' εμού, αλλ' εγώ τίθημι αυτήν απ' εμαυτού» (Ιω. 10: 15,18). Ήταν θεληματική αγάπη κι όχι καταναγκασμός αυτό που έφερε τον Ιησού στο θάνατό του. Στην αγωνία του μέσα στον κήπο και στη Σταύρωσή του οι σκοτεινές δυνάμεις του επιτίθενται μ' όλη τους την ορμή, αλλά δεν μπορούν ν' αλλάξουν τη συμπόνια του σε μίσος• δεν μπορούν να εμποδίσουν την αγάπη του να συνεχίσει να είναι η ίδια. Η αγάπη του δοκιμάζεται ως το έσχατο σημείο, αλλά δεν καταπνίγεται. «Το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιω. 1,5. Στη νίκη του Χριστού πάνω στο Σταυρό θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε τα λόγια που ειπώθηκαν από κάποιο Ρώσο ιερέα, όταν απελευθερώθηκε από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως: «Ο πόνος έχει καταστρέψει τα πάντα. Ένα μόνο πράγμα έχει μείνει σταθερό, η αγάπη».
Ο Σταυρός σαν νίκη μας θέτει το παράδοξο της παντοδυναμίας της αγάπης. Ο Dostoyevsky πλησιάζει την αληθινή έννοια της νίκης του Χριστού με μερικά λόγια, που βάζει στο στόμα του στάρετς Ζωσιμά: Μπροστά σε μερικές σκέψεις ο άνθρωπος στέκεται μπερδεμένος, ιδίως μπροστά στη θέα της ανθρώπινης αμαρτίας, και αναρωτιέται αναρωτιέται αν θα την πολεμήσει με βία ή με ταπεινή αγάπη. Παντα ν' αποφασίζεις: «Θα την πολεμήσω με ταπεινή αγάπη». Αν αποφασίσεις πάνω σ' αυτό μια για πάντα, μπορείς να κατακτήσεις ολόκληρο τον κόσμο. Η γεμάτη αγάπη ταπείνωση είναι μια τρομερή δύναμη: είναι το πιο δυνατό απ' όλα τα πράγματα και δεν υπάρχει τίποτε άλλο σαν κι αυτή.
Η γεμάτη αγάπη ταπείνωση είναι μια τρομερή δύναμη• όποτε θυσιάζουμε κάτι ή υποφέρουμε όχι μ' αίσθηση επαναστατικής πίκρας, αλλά με τη θέλησή μας και από αγάπη, αυτό μας κάνει πιο δυνατούς κι όχι πιο αδύνατους. Αυτό σημαίνει προπάντων στην περίπτωση του Ιησού Χριστού. «Η αδυναμία του ήταν από δύναμη», λέει ο άγ. Αυγουστίνος. Η δύναμη του Θεού φαίνεται όχι τόσο πολύ μέσα στη δημιουργία του κόσμου ή μέσα στα θαύματά του, όσο στο γεγονός ότι από αγάπη ο Θεός «εκένωσεν εαυτόν» (Φιλ. 2,7), πρόσφερε τον εαυτό του, με γενναιόδωρη αυτοδιάθεση, με τη δική του ελεύθερη εκλογή συγκατανεύοντας να υποφέρει και να πεθάνει. Κι αυτό το άδειασμα του εαυτού είναι συνάμα μία πλήρωση: η κένωση είναι πλήρωση. Ο Θεός δεν είναι ποτέ τόσο δυνατός, όσο όταν βρίσκεται στην έσχατη αδυναμία.
Η αγάπη και το μίσος δεν είναι απλώς υποκειμενικά συναισθήματα που επηρεάζουν το εσωτερικό σύμπαν αυτών που τα αισθάνονται, αλλά είναι και αντικειμενικές δυνάμεις που αλλάζουν τον κόσμο έξω από μας. Αγαπώντας ή μισώντας τον άλλο, τον κάνω, ως ένα σημείο, να γίνει αυτό που εγώ βλέπω μέσα του. Όχι μόνο για τον εαυτό μου, αλλά και για τις ζωές όλων γύρω μου, η αγάπη μου είναι δημιουργική, έτσι όπως το μίσος μου είναι καταστροφικό. Κι αν αυτό αληθεύει για τη δική μου αγάπη, αληθεύει σε ασύγκριτα μεγαλύτερη έκταση για την αγάπη του Χριστού. Η νίκη της γεμάτης πόνο αγάπης του πάνω στο Σταυρό δεν είναι απλώς ένα παράδειγμα για μένα που μου δείχνει τι θα μπορούσα να πετύχω εγώ ο ίδιος αν μπορούσα να τον μιμηθώ με τις δικές μου δυνάμεις. Πολύ περισσότερο απ' αυτό, η πονεμένη του αγάπη έχει πάνω μου ένα δημιουργικό αποτέλεσμα, μεταμορφώνοντας την καρδιά μου και τη θέλησή μου, ελευθερώνοντάς με από τα δεσμά, ολοκληρώνοντάς με, κάνοντας δυνατό για μένα ν' αγαπώ μ' ένα τρόπο που θα ήταν τελείως περ' από τις δυνάμεις μου, αν πρώτα δεν ειχ' αγαπηθεί απ' αυτόν. Γιατί μέσα στην αγάπη ταυτίστηκε μαζί μου• και η νίκη του είναι νίκη μου. Κι έτσι ο θάνατος του Χριστού πάνω στο Σταυρό είναι πράγματι, όπως τον περιγράφει η Λειτουργία του Μ. Βασιλείου, ένας «ζωοποιός θάνατος».
Επομένως η οδύνη του Χριστού και ο θάνατος έχουν αντικειμενική αξία• έκανε για μας κάτι που θάμασταν τελείως ανίκανοι να κάνουμε δίχως αυτόν. Ταυτόχρονα δεν θα ‘πρεπε να λέμε ότι ο Χριστός υπέφερε «αντί για μας», αλλ' ότι υπέφερε για χάρη μας. Ο Υιός του Θεού υπέφερε «έως θανάτου», όχι για ν' απαλλαγουμ' εμείς απ' την οδύνη, αλλά για νά ‘ναι η οδύνη μας σαν τη δική του. Ο Χριστός δεν μας προσφέρει ένα δρόμο που παρακάμπτει την οδύνη, αλλά ένα δρόμο μέσα απ' αυτήν• όχι υποκατάσταση, αλλά λυτρωτική συμπόρευση.
Αυτή είναι η αξία του Σταυρού του Χριστού για μας. Αν τη συνδέσουμε με την Ενσάρκωση και τη Μεταμόρφωση που προηγήθηκε, και με την Ανάσταση που την ακολουθεί -γιατί όλ' αυτά είναι αχώριστα μέρη μιας μοναδικής πράξης ή «δράματος»- η Σταύρωση πρέπει να κατανοηθή σαν ύψιστη και τέλεια νίκη, θυσία και πρότυπο. Και σε κάθε περίπτωση η νίκη, η θυσία και το πρότυπο είναι της αγάπης που πάσχει. Έτσι βλέπουμε το Σταυρό ως:
την τέλεια νίκη της ταπείνωσης που ξέρει ν' αγαπάει πάνω στο μίσος και το φόβο•
την τελεία θυσία ή την εκούσια αυτοπροσφορά της συμπόνιας που ξέρει ν'αγαπάει•
το τέλειο πρότυπο της δημιουργικής δύναμης της αγάπης.
Με τα λόγια της Julian του Norwich: Θάθελες να μάθεις το νόημα του Κυρίου σου πάνω σ' αυτό το πράγμα; Μάθε το καλά: Η αγάπη ήταν το νόημά του. Ποιος στο έδειξε; Η αγάπη. Τι σου έδειξε εκείνος; Αγάπη. Γιατί στο έδειξε; Από αγάπη. Κρατήσου απ' αυτό και θα μάθεις περισσότερα. Αλλά ποτέ δεν θα ξέρεις ούτε θα μάθεις μέσα σ' αυτό τιποτ' άλλο.
Τότε είπε ο καλός μας Κύριος Ιησούς Χριστός: Είσαι ευχαριστημένος που υπέφερα για σένα; Είπα: Ναι, Κύριέ μου, σ' ευχαριστώ• ναι, Κύριέ μου, ας είσαι ευλογημένος. Τότε είπε ο Ιησούς, ο Κύριος: Αν εσύ είσαι ευχαριστημένος, είμαι κι εγώ ευχαριστημένος: είναι μια χαρά, μια ευδαιμονία, μια ατέλειωτη ικανοποίηση για μένα το ότι κάτι υπέφερα για σένα• κι αν μπορούσα να υποφέρω περισσότερο, θα υπέφερα περισσότερο.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !
Επειδή ο Χριστός, ο Θεός μας, είναι αληθινός άνθρωπος, πέθανε μ' ένα πλήρη και γνήσιο ανθρώπινο θάνατο πάνω στο Σταυρό. Αλλά επειδή δεν είναι μόνο αληθινός άνθρωπος αλλά και αληθινός Θεός, επειδή είναι η ίδια η ζωή και η πηγή της ζωής, αυτός ο θάνατος δεν ήταν, και δεν θα μπορούσε να είναι, το τελικό κλείσιμο.
Η ίδια η Σταύρωση είναι μια νίκη• αλλά ενώ τη Μ. Παρασκευή η νίκη είναι κρυμένη, το πρωΐ του Πάσχα διακηρύσσεται. Ο Χριστός ανασταίνεται από τους νεκρούς και με την ανάστασή του μας λυτρώνει από την αγωνία και τον Τρόμο• η νίκη του Σταυρού βεβαιώνεται, η αγάπη φανερώνεται ανοιχτά, ότι είναι πιο δυνατή απ' το μίσος και η ζωή πιο δυνατή απ' το θάνατο. Ο ίδιος ο Θεός πέθανε και αναστήθηκε από τους νεκρούς κι έτσι δεν υπάρχει πια θάνατος• ακόμη κι ο θάνατος γέμισε από το Θεό. Αφού ο Χριστός αναστήθηκε, δεν είναι ανάγκη πια να φοβόμαστε καμιά σκοτεινή ή δαιμονική δύναμη μέσα στο σύμπαν. Όπως διακηρύττουμε κάθε χρόνο στην Πασχαλινή λειτουργία τα μεσάνυχτα, με λόγια που αποδίδονται στον άγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο:
Μηδείς φοβείσθω θάνατον•
ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος•
Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες•
Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν άγγελοι...
Εδώ, όπως και αλλού, η Ορθοδοξία τονίζει το απόλυτο. Επαναλαμβάνουμε με τον Απ. Παύλο, «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις ημών» (Α' Κορ. 15,14). Πώς θα συνεχίσουμε να είμαστε Χριστιανοί, αν πιστεύουμε ότι ο Χριστιανισμός έχει θεμελιωθεί πάνω σε μια πλάνη; Έτσι, όπως δεν είναι σωστό ν' αντιμετωπίζουμε το Χριστό απλώς σαν ένα προφήτη ή δάσκαλο ηθικής και όχι σαν ενσαρκωμένο Θεό, έτσι δεν είναι αρκετό να ερμηνεύουμε την Ανάσταση, λέγοντας ότι «το πνεύμα» του Χριστού κατά κάποιο τρόπο συνέχισε να ζει ανάμεσα στους μαθητές του. Κάποιος που δεν είναι «Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», που δε νίκησε το θάνατο πεθαίνοντας και ανασταίνοντας τον εαυτό του από τους νεκρούς, δεν μπορεί να είναι η σωτηρία μας και η ελπίδα μας. Εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι υπήρξε αληθινή ανάσταση εκ των νεκρών, με την έννοια ότι το ανθρώπινο σώμα του Χριστού ξαναενώθηκε με την ανθρώπινη ψυχή του και ότι ο τάφος βρέθηκε αδειανός. Για μας τους Ορθόδοξους, όταν ασχολούμεθα με «οικουμενικούς» διαλόγους, μια από τις πιο σημαντικές διαιρέσεις ανάμεσα στους σύγχρονους Χριστιανούς ειν' εκείνη μεταξύ αυτών που δεν πιστεύουν.
«Υμείς δέ εστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. 24,48). Ο αναστημένος Χριστός μας στέλνει μέσα στον κόσμο να μοιραστούμε με άλλους τη «μεγάλη χαρά» της Ανάστασής του. Ο π. Alexander Schmeman γράφει: Από την αρχή-αρχή ο Χριστιανισμός υπήρξε η διακήρυξη της χαράς, της μόνης δυνατής χαράς πάνω στη γη... Δίχως τη διακήρυξη αυτής της χαράς ο Χριστιανισμός είναι ακατανόητος. Μόνον ως χαρά η Εκκλησία έγινε νικήτρια μέσα στον κόσμο• κι έχασε τον κόσμο όταν έχασε τη χαρά, όταν έπαψε να είναι μάρτυρας αυτής της χαράς. Απ' όλες τις κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών, η πιο τρομερή εκφράστηκε από τον Nietzsche όταν είπε ότι οι Χριστιανοί δεν είχαν χαρά ... «Μη φοβείσθε• ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην» -έτσι αρχίζει το ευαγγέλιο και τελειώνει: «και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης...» (Λουκ. 2,10,24,52). Κι εμείς πρέπει να επανακτήσουμε το μήνυμα της μεγάλης χαράς.
(Από το βιβλίο «Ο Ορθόδοξος Δρόμος», του Επισκόπου Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ)

Η Ανάσταση στην εικονογραφία

Η Ανάσταση στην εικονογραφία
Αναστασιςα) Στην εκκλησιαστική παράδοση οι ιερές εικόνες χαρακτηρίστηκαν «βιβλία των αγραμμάτων». Διότι προφανώς μέσω της σχηματοποίησης, των χρωμάτων, των αγιασμένων μορφών και των ιερών συνθέσεων αισθητοποιείται το μυστήριο της ορθοδόξου πίστεως και καθίσταται οικείο και σε εκείνους που δεν έτυχαν κάποιας μορφώσεως ή δεν έχουν τη δυνατότητα να διαβάζουν βιβλία. Αλλά και οι μορφωμένοι χρειάζονται τις εικόνες ως μέσα μύησης στην πίστη και τη ζωή, στο δόγμα και το ήθος της Εκκλησίας. Εξάλλου η προσέγγιση των θείων αληθειών δεν γίνεται μόνο με τη διάνοια αλλά με ολόκληρο το είναι του ανθρώπου, με όλα τα μέρη της ψυχής και όλες τις σωματικές αισθήσεις.β) Ο λαός του Θεού τιμά με ιδιαίτερο σεβασμό τις εικόνες, τις οποίες λιτανεύει, διακοσμεί, προσκυνά, θυμιάζει και ανάβει σε αυτές καντήλι, επικαλούμενος τη βοήθεια των αγίων που αυτές απεικονίζουν. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδος, όπως λ.χ. στη Σιάτιστα, την Ελασσόνα κ.α., διασώζεται η συνήθεια στις παραμονές κάποιας μεγάλης εορτής ή μετά από αυτήν να μεταφέρεται η εικόνα της Παναγίας και στα σπίτια των χριστιανών για ευλογία και αγιασμό. Η θερμή ικεσία των ανθρώπων, όταν συνοδεύεται από αγνή και άδολη πίστη, έλκει τη θαυματουργική ενέργεια του Θεού με αποτέλεσμα να γίνονται και θαύματα.
γ) Στη βυζαντινή εκκλησιαστική παράδοση δημιουργήθηκαν διάφοροι εικονογραφικοί κύκλοι: ο δογματικός κύκλος, ο λειτουργικός κύκλος και ο εορταστικός ή ιστορικός κύκλος. Κάθε κύκλος περιλαμβάνει σειρά τοιχογραφιών και εικόνων, που τοποθετούνται σε συγκεκριμένα μέρη του ναού και έχουν ανάλογο συμβολισμό. Κεντρική θέση στον εορταστικό κύκλο κατέχει το Δωδεκάορτο, που ανοίγει με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, περιλαμβάνει τα κύρια γεγονότα της ζωής του Χριστού και ολοκληρώνεται με την Πεντηκοστή και κάποτε με την Κοίμηση της Θεοτόκου.
δ) Η εικόνα της Αναστάσεως ανήκει στο Δωδεκάορτο και απαντά σε διάφορες εκδοχές. Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, στην παραδοσιακή αγιογραφία η πραγματική στιγμή της Αναστάσεως ουδέποτε απεικονίστηκε. Στα ευαγγέλια περιγράφονται οι μαρτυρίες των μαθητριών και των μαθητών για τη συνάντηση με το πρόσωπο του αναστάντος Κυρίου. Στην εκκλησιαστική τέχνη ξεχωρίζουν τρεις παραστάσεις, που είναι και οι συνηθέστερες: Η πρώτη, η κατεξοχήν βυζαντινή, παρουσιάζει τον Χριστό στο Άδη να ελευθερώνει τον Αδάμ και την Εύα από τα δεσμά του θανάτου, αλλά και όλους τους δικαίους που ανέμεναν εναγωνίως την έλευση του λυτρωτή.
ε) Κλασικό δείγμα της σύνθεσης αυτής βρίσκεται στο παρεκκλήσιο της Μονής της Χώρας (φωτ.) στην Κωνσταντινούπολη. Στην εν λόγω νωπογραφία ο Χριστός λευκοφορεμένος και μέσα σε φωτεινή δόξα δεσπόζει ως νικητής του θανάτου, έλκοντας τον Αδάμ και την Εύα από τα δεσμά του θανάτου. Στα χέρια και τα πόδια του διακρίνονται τα σημάδια από τα καρφιά της σταύρωσης. Επάνω υπάρχει η επιγραφή «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ». Τόσο η επιγραφή αυτή όσο και οι χορείες των δικαίων που εικονίζονται, σαφώς παραπέμπουν στην Ανάσταση όχι μόνο του Χριστού αλλά και ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους. Στο κάτω μέρος εντός της σκοτεινής αβύσσου και μέσω από κρημνών βράχων κείτεται αλυσοδεμένος ο θάνατος. Εικόνες με το ίδιο περίπου περιεχόμενο διασώζονται στη Μονή Σταυρονικήτα (Θεοφάνης, 16ος αι.), στα Μετέωρα κ.α.
στ) Ο δεύτερος τύπος εικόνας, που είναι και αυτή βυζαντινή, στηρίζεται στα ευαγγέλια (βλ. Ματθ. 28,4). Παρουσιάζει άγγελο ενδεδυμένο στα λευκά να κάθεται πάνω στη βαριά πλάκα που κάλυπτε τον τάφο του Χριστού και να δείχνει στις έντρομες μυροφόρες το κενό μνήμα. Το μνήμα βρίσκεται μέσα σε σκοτεινή σχισμή ενός βράχου. Στο επάνω μέρος της εικόνας υπάρχει η επιγραφή, «ΙΔΕ Ο ΤΟΠΟΣ ΟΠΟΥ ΕΚΕΙΤΟ Ο ΚΥΡΙΟΣ». Σε άλλες εικόνες υπάρχει η επιγραφή: «Ηγέρθη ουκ έστιν ώδε». Οι πιο χαρακτηριστικές εικόνες του τύπου αυτού διασώζονται στη Ιερά Μονή Μιλέσεβα της Σερβίας (1235 μ.Χ.) και στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους, που είναι έργο του Θεοφάνη (1546 μ.Χ.)
ζ) Ο τρίτος τύπος εικόνας προέρχεται από την Αναγέννηση της Δύσεως και απαντά κυρίως στα Επτάνησα, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας. Ο Χριστός απεικονίζεται να εξέρχεται του τάφου κρατώντας κόκκινο λάβαρο ως σύμβολο της νίκης. Οι φυλάσσοντες τον τάφο στρατιώτες έντρομοι πέφτουν κάτω ή κοιμούνται. Η εικόνα της Αναγεννήσεως, γράφει η Μαρίνα Σκλήρη, εμπνέει την ιδέα της πρόσκαιρης νίκης πάνω στον θάνατο. Η Ανάσταση είναι θέμα της θαυματουργικής δύναμης του Χριστού και η συμμετοχή του ανθρωπίνου στοιχείου στη σύνθεση, στα πρόσωπα των στρατιωτών, είναι ότι η νίκη αυτή τους συντρίβει με την επιβολή του θαύματος. Ενώ η Ανάσταση του Χριστού στην ορθόδοξη παράδοση είναι άρρηκτα συνδεμένη με την ανάσταση του Αδάμ και της Εύας. Στη μία διακρίνεται η δύναμη και το θαύμα, στην άλλη η ελεύθερη σχέση και κοινωνία της αγάπης του Χριστού και των Αγίων του, όπως στη θαυμάσια σύνθεση της Μονής της Χώρας.
Γράφει ο π. Βασίλειος Καλλιακμάνης