Πρωτότυπο κείμενο
Αδελφοί,
ἔχοντες οὖν ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, ᾿Ιησοῦν τὸν υἱὸν
τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας. οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον
συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, πεπειραμένον δὲ κατὰ πάντα καθ’
ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας. προσερχώμεθα οὖν μετὰ παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς
χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν. Πᾶς
γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ
πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν,
μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς
περίκειται ἀσθένειαν· καὶ διὰ ταύτην ὀφείλει, καθὼς περὶ τοῦ λαοῦ,
οὕτω καὶ περὶ ἑαυτοῦ προσφέρειν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν. καὶ οὐχ ἑαυτῷ τις
λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών.
οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα, ἀλλ’ ὁ
λαλήσας πρὸς αὐτόν· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε· καθὼς
καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.
Μετάφραση
Αδελφοί,
αφού λοιπόν έχουμε μέγα αρχιερέα, πού διάβηκε και πέρασε τους ουρανούς,
τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, ας κρατάμε καλά την πίστη μας.
Γιατί δεν έχουμε αρχιερέα, πού δεν μπορεί να συμπαθήσει τις αδυναμίες
μας, αλλά έχουμε αρχιερέα πού δοκίμασε πειρασμούς όμοια σαν κι εμάς,
χωρίς όμως να αμαρτήσει. Ας πλησιάζουμε λοιπόν, με θάρρος κι
εμπιστοσύνη στο θρόνο της Χάριτος για να πάρουμε, έλεος και για να
βρούμε Χάρη στην ώρα που θα έχουμε ανάγκη για βοήθεια. Κάθε αρχιερέας
που εκλέγεται ανάμεσα από τους ανθρώπους διορίζεται για να προσφέρει
στον Θεό δώρα και θυσίες για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Και, σαν
άνθρωπος, να μπορεί να συμπαθεί εκείνους πού βρίσκονται στην άγνοια και
την πλάνη. Επειδή και αυτός έχει επάνω του την ανθρώπινη ατέλεια. Και
γι’ αυτή την ατέλεια είναι υποχρεωμένος όπως για τον λαό, έτσι και για
τον εαυτό του, να προσφέρει θυσίες για τη συγχώρηση των αμαρτιών.
Κανένας δεν παίρνει μόνος του από τον εαυτό του την τιμή της ιερωσύνης,
άλλ’ από εκείνον πού τον καλεί, δηλ. από τον Θεό, καθώς ακριβώς έγινε
και με τον Ααρών. Έτσι και ο Χριστός δεν δόξασε μόνος του τον εαυτό του
να γίνει αρχιερέας, αλλά τον δόξασε μόνος του αυτός πού του είπε, Υιός
μου είσαι συ, εγώ σήμερα σε γέννησα. Καθώς και σ’ άλλο ψαλμό πού λέγει,
Εσύ είσαι αιώνιος ιερέας κατά την τάξη Μελχισεδέκ.
Εισαγωγή
Για τον
ρόλο του Αρχιερέως, του Επισκόπου, μέσα στην Εκκλησία, ομιλεί στο
Αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως, ο Απόστολος
Παύλος. Προηγουμένως, αναφέρεται στον κατ’ εξοχήν Μέγα Αρχιερέα Ιησού
Χριστό, ο οποίος διακρίνεται από την απόλυτη αγάπη και συμπάθεια προς
τον κάθε άνθρωπο, από την ταύτιση προς το ανθρώπινο γένος σε όλα παρ’
εκτός αμαρτίας. Εικονισμός και συνέχεια του Μεγάλου Αρχιερέως Χριστού
μέσα στην Εκκλησία είναι ο κάθε κανονικός Ορθόδοξος Επίσκοπος, ο οποίος,
κατά τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, «ίσταται εις τύπον και τόπον
Χριστού». Το μέγα αξίωμα του αρχιερέως αλλά και το μεγάλο κεφάλαιο της
ιεροσύνης θα προσπαθήσουμε να επεξεργαστούμε στη συνέχεια.
Ο Χριστός ως Αρχιερέας
Ας
έλθουμε όμως τώρα στον Χριστό ως Αρχιερέα. Αυτός δεν ανήκε στην φυλή
Λευΐ από την οποία προέρχονταν οι ιερείς και αρχιερείς των Ισραηλιτών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν έχει εκλεγεί από τους ανθρώπους. Έχει παρά
Θεού την ιεροσύνη μοναδική και ακατάλυτο, της οποίας τύπος υπήρξε ο
Μελχισεδέκ, αυτός που πρόσφερε θυσία προς τον Θεό άρτον και οίνον
(προεικόνισμα της θείας Ευχαριστίας), όταν ο Αβραάμ επέστρεψε από την
νίκη του κατά των τεσσάρων βασιλέων. Μένει αγενεαλόγητος και αδιάδοχος.
Τι να σημαίνει όμως το όνομα Μελχισεδέκ; Μελχισεδεκ σημαίνει βασιλεύς
της δικαιοσύνης, η δε Σαλήμ, της οποίας πόλης ήταν βασιλιάς σημαίνει
ειρήνη.
Επομένως ο
Μελχισεδεκ ήταν ιερέας παρά του Θεού του υψίστου, βασιλιάς της
δικαιοσύνης και της ειρήνης. Είναι τύπος και προεικόνισμα του Χριστού.
Προφητικά η Παλαιά Διαθήκη μαρτυρεί ότι ο Θεός παρουσιάζεται να ομιλεί
προς τον σαρκωθέντα Υιό του και να του λέγει: «συ ει ιερεύς είς τον
αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (Ψαλμ. 109:4). Ο ίδιος ο Πατήρ τον
ανακηρύττει αρχιερέα. Όχι κατά το πρότυπο των αρχιερέων του Ισραήλ, αλλά
κατά την τάξη και τον τύπο του Μελχισεδέκ. Έχει, λοιπόν, παρά
Θεού-Πατρός κατ’ ευθείαν μοναδική και παντοτινή την αρχιεροσύνη.
Έτσι, ο
Χριστός ως Αρχιερέας προσφέρει τη θυσία, ως αμνός προσφέρεται θυσία.
Είναι όπως λέγεται σε ευχή της θείας λειτουργίας, ο Χριστός είναι «ο
προσφέρων και προσφερόμενος» . Είναι, όπως λέγουν οι Πατέρες της
Εκκλησίας «θύτης και θύμα». Ως θύτης προσφέρει τη θυσία, ως άμωμον θύμα
προσφέρει τον εαυτό του θυσία. Χάριν αυτής της θυσίας αγοραστήκαμε
και λυτρωθήκαμε από την αιώνια κατάρα, εξασφαλίσαμε και εξασφαλίζουμε
άφεσιν αμαρτιών, αποκτήσαμε την υιοθεσία από τον Θεό-Πατέρα μας,
γίναμε πολίτες της βασιλείας των ουρανών.
Εφοδιασμένος
ευγνωμοσύνη ο Απόστολος Παύλος προς τον σαρκωθέντα και θυσιασθέντα
Κύριο, διαλαλεί προς όλους τους ανθρώπους όλων των γενεών: «εφ’ όσον
έχουμε μέγα Αρχιερέα, που έχει διαβεί τους ουρανούς, και ως μεσίτης
μεταξύ ημών και του Θεού εκάθισεν εκ δεξιών του Πατρός, ας κρατώμεν
σφικτά την ομολογία της πίστεως.
Η Ιεροσύνη στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη
Μέγιστο
θεωρούσαν το αξίωμα της αρχιεροσύνης οι Εβραίοι. Πρώτος αρχιερέας του
Ισραηλιτικού λαού αναδείχθηκε ο Ααρών, ο αδελφός του Μωϋσέως. Αυτόν
υπέδειξε στον Μωυσή ο Θεός, αυτόν ανέδειξε γενάρχη των αρχιερέων.
Βέβηλος και ιερόσυλος θα ήταν εκείνος, που θα τολμούσε να προχωρήσει
στο αξίωμα της αρχιεροσύνης, χωρίς να έχει κληθεί από τον Θεό. Η εβραϊκή
ιεροσύνη δεν είχε την δύναμη να συγχωρεί αμαρτίες, να απαλλάσσει τον
άνθρωπο από το αίσθημα της ενοχής, να καθαρίζει τη συνείδηση ἁπό των
νεκρών έργων της αμαρτίας», να μεταδίδει τη σωτήρια χάρη του Θεού
στους πιστούς. Μηδαμινή η σημασία της, περιορισμένη δε χρονικώς η ισχύς
της. Σύντομα θα την αντικαθιστούσε η αληθινή, η ουσιαστική και ύψιστη
δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού καθιερωμένη ιεροσύνη.
Πρώτος
και μέγιστος αρχιερέας, με αιώνια και αναφαίρετη την ιεροσύνη, θα ήταν ο
Χριστός, ο ιδρυτής και αρχηγός της Εκκλησίας μας. Προς τον
ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο παρουσιάζεται προφητικώς ομιλούμενος ο
Θεός-Πατηρ στην Παλαιά Διαθήκη και ενόρκως προαναγγέλλοντας την αιώνια
του Χριστού αρχιεροσύνη. «Ώμοσε Κύριος και ου μεταμεληθήσεται συ ιερεύς
εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδεκ.». (Ψαλμ. 109:4, Εβρ. 5:6).
Ως μέγας αρχιερέας ο Χριστός μετέδωσε την ιεροσύνη και ανέδειξε
οικουμενικούς αρχιερείς τους Αποστόλους. Και αυτοί με την σειρά τους
μετέδωσαν το ύψιστο αυτό αξίωμα στους πιστούς, ικανούς, και ενάρετους
μαθητές τους. Θεμέλιος λίθος και χορηγός της αρχιεροσύνης αυτής είναι ο
Χριστός. Έτσι δια μέσου των αιώνων αναδεικνύονται αρχιερείς, ιερείς,
διάκονοι. Ο Απόστολος Παύλος για να τονίσει την εξαιρετικά ύψιστη
σημασία που έχει το μυστήριο της ιεροσύνης χρησιμοποιεί τις εξής
προσωνυμίες «οικονόμους μυστηρίων Θεού», «διακόνους καινής διαθήκης»,
«λειτουργούς Ιησού Χριστού» ( Α’ Κορ.δ’1, Β Κορ. Γ 6 , Ρωμ.ιε’ 16,
Φιλιπ. Β’ 25 κ.α).
Το μυστήριο της Ιεροσύνης
Ιεροσύνη
είναι το μυστήριο στο οποίο με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος και την
επίθεση των χεριών του Επισκόπου στον χειροτονούμενο κατεβαίνει η θεία
Χάρη, τον σφραγίζει ανεξάλειπτα και τον εγκαθιστά σε έναν από τους
τρείς ιερατικούς βαθμούς, κάνοντας τον άξιο λειτουργό της Εκκλησίας.
Το μυστήριο της Ιεροσύνης ιδρύθηκε από τον Κύριο και ετελείτο από
τους Αποστόλους, οι οποίοι με τη χειροτονία και την προσευχή
εγκαθιστούσαν στις Εκκλησίες, Επισκόπους και Πρεσβύτερους και
Διακόνους. Μετέδιδαν σ’ αυτούς την τριπλή ιερατική εξουσία να
κηρύττουν το θείο λόγο να τελούν τα μυστήρια και να ποιμαίνουν την
Εκκλησία.
Η ἵδρυση
τοῦ μυστηρίου τῆς ἱεροσύνης ἀπό τόν Κύριο ἀπέβλεπε στό νά καλύψει μιά
βαθιά ἀνάγκη τῆς ζωῆς καί τῆς ὑπόστασης τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ως γνωρίζουμε,
ἡ ᾿Εκκλησία δέν εἶναι μόνο θεῖο καθίδρυμα ἀλλά καί ἀνθρώπινο, δηλαδή
θεανθρώπινο. Τή θεία της πλευρά ἀπαρτίζει ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος
ἱδρυτής της, καί τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο πού ἀποτελεῖ τή ζωογόνο πνοή καί
τήν ἁγιαστική της ἀρχή. ᾿Από τή θεία της πλευρά ἐξεταζόμενη ἡ᾿Εκκλησία
ἀποτελεῖ καθίδρυμα πνευματικό καί ἀόρατο, προσιτό στόν ἄνθρωπο μόνο διά
τῆς πίστεως, ἐνῶ ἀπό τήν ἀνθρώπινή της πλευρά παρουσιάζεται ὡς
καθίδρυμα ἱστορικό καί καταστηματικό, τοῦ ὁποίου μέλη εἶναι ἄνθρωποι
συγκεκριμένοι καί ἱστορικοί. Στήν τελευταία της διάσταση, ὡς
ἐξωτερικῆς κοινωνίας ἀνθρώπων, ἔχει ἀνάγκη, ὅπως καί κάθε ἄλλη
ἱεραρχημένη κοινωνία ἀνθρώπων, μιᾶς εἰδικῆς τάξεως μελῶν της, τοῦ
ἱερατείου, τό ὁποῖο μέ τή δύναμη καί τήν ἐξουσία πού ἔχει ἀπό τόν ἱδρυτή
της νά κηρύσσει τό λόγο τοῦ Θεοῦ, νά τελεῖ τά ἱερά μυστήρια, νά
ποιμαίνει πνευματικά τά μέλη της καί νά διοικεῖ τό σῶμα της. ῞Ολα αὐτά
ἐπιτυγχάνονται διά τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τῆς ἱεροσύνης. Θά λέγαμε, λοιπόν,
ὅτι τό μυστήριο τῆς ἱεροσύνης εἶναι ἡ θεοσύσταση ἐκείνη τελετή κατά
τήν ὁποία δι’ ὁρισμένης εὐχῆς καί τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ
ἐπισκόπου στίς κεφαλές τῶν προχειριζομένων κατέρχεται ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀναδεικνύει τόν ὑποψήφιο σέ ἕνα ἀπό τούς τρεῖς
ἱερατικούς βαθμούς, τόν Διάκονο, τόν Πρεσβύτερο καί τόν Ἐπίσκοπο.
Όσο και αν ψάξεις, δεν θα βρεις εδώ στην γη, άλλο αξίωμα σαν την ιεροσύνη υψηλό. Η ιεροσύνη είναι μια αρχή, που ο τόπος δράσης της είναι εδώ στη γη, αλλά οι αποφάσεις της ισχύουν, για πάντα, και εδώ στη γη και εκεί στον ουρανό. Ο ιερωμένος έδρα του έχει την γη. Και προηγείται. Ο Χριστός, παρ’ ότι είναι ο Κύριος και Δεσπότης, χρονικά έρχεται στις αποφάσεις δεύτερος και ακολουθεί και επικυρώνει τις αποφάσεις των επί γης αντιπροσώπων Του σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο (Εις Ησαΐαν, Ομιλία, 1).
Ο ιερέας (δεν είναι υπερβολή αυτό που λέμε), στέκει ανάμεσα στον Θεό
και σε όλο το γένος των ανθρώπων. Και γι’ αυτό, από τη μια παίρνει και
κατεβάζει όλα τα λαμπρά δώρα του Θεού σε μας και από την άλλη ανεβάζει
εκεί, στον ουρανό, τις ικεσίες τις δικές μας.Όσο και αν ψάξεις, δεν θα βρεις εδώ στην γη, άλλο αξίωμα σαν την ιεροσύνη υψηλό. Η ιεροσύνη είναι μια αρχή, που ο τόπος δράσης της είναι εδώ στη γη, αλλά οι αποφάσεις της ισχύουν, για πάντα, και εδώ στη γη και εκεί στον ουρανό. Ο ιερωμένος έδρα του έχει την γη. Και προηγείται. Ο Χριστός, παρ’ ότι είναι ο Κύριος και Δεσπότης, χρονικά έρχεται στις αποφάσεις δεύτερος και ακολουθεί και επικυρώνει τις αποφάσεις των επί γης αντιπροσώπων Του σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο (Εις Ησαΐαν, Ομιλία, 1).
Η
ιεροσύνη είναι μυστήριο με την πιο περιεκτική σημασία του όρου. Είναι
ένα μέγα και συνεχές θαύμα που απεργάζεται μέσα στην Εκκλησία η
φιλανθρωπία του Θεού. Αυτό αποτελεί την πίστη και την εμπειρία της
Εκκλησίας. Ο άνθρωπος, το οστράκινο σκεύος, να γίνεται ο μεσίτης Θεού
και ανθρώπων, ο λειτουργός των μυστηρίων, ο οικονόμος της χάριτος, ο
ποιμήν αθανάτων ψυχών «αίματι Χριστού εξηγορασμένων» (Μ. Βασιλείου. Όροι
κατ’ επιτομήν ΡΠΔ´, ΒΕΠΕΣ 53, 305). Είναι απροσμέτρητο το ύψος της
ιεροσύνης. Και απερίγραπτα μεγάλη η τιμή που γίνεται στον άνθρωπο, τον
οποίο αξιώνει ο Θεός να γίνει ιερεύς Του. Και όσο εμβαθύνει στο μυστήριο
της ιεροσύνης και συνειδητοποιεί το θαύμα της ιερατικής κλίσεώς του,
τόσο κατανοεί και το μέγεθος της τιμής με την οποία τον τίμησε ο Θεός.
Η ιεροσύνη
είναι ακόμη χάρισμα και δωρεά. Και χάρισμα σημαίνει κάτι που μας
δίδεται κατά χάριν και παρ’ αξίαν. Κανείς δεν δικαιούται το χάρισμα.
Ούτε μπορεί να το απαιτήσει ή να το εξαγοράσει. Όποιος κι αν είναι
αυτός. Όσα προσόντα κι αν διαθέτει. Όσο μεγάλη κι αν είναι η προσωπική
του αρετή. «Ουχ εαυτώ τις λαμβάνει την τιμήν, αλλά καλούμενος υπό του
Θεού, καθάπερ και Ααρων» (Εβρ. 5,4).
Στην
κλήση αυτή του Θεού και της Εκκλησίας ανταποκρινόμενος ο πιστός,
προσφέρει τον εαυτό του με πολλή συντριβή και βαθιά ταπείνωση.
Συντρίβεται για την ανθρώπινη ευτέλεια και την αναξιότητά του.
Ταπεινώνεται ενώπιον της δυνάμεως του Θεού που καταδέχεται να σκηνώσει
στην αδύναμη ύπαρξή του. Συνειδητοποιεί βαθιά μέσα του πως η ιεροσύνη
που λαμβάνει αποτελεί χάρισμα και δωρεά που η φιλανθρωπία του Θεού
παρέχει χάριν του λαού Του και όχι επιβράβευση της αξιοσύνης ή των
προσόντων του.
«Α γαρ
εγκεχείρισται ο ιερεύς, Θεού μόνου εστί δωρείσθαι και όπουπερ αν η
ανθρωπίνη φθάση φιλοσοφία, ελάττων της χάριτος εκείνης φανείται… Και τι
λέγω τούς ιερείς; Ούτε άγγελος, ούτε αρχάγγελος εργάσασθαί τι δύναται
εις τα δεδομένα παρά Θεού αλλά Πατήρ και Υιός και Άγιον Πνεύμα πάντα
οικονομεί, ο δε ιερεύς την εαυτού δανείζει γλώτταν και την εαυτού
παρέχει χείρα» (Ιω. Χρυσοστόμου, εις Ιω. Ομιλ. 86,4 ΡG 59, 472).
Η
ιεροσύνη είναι και αποστολή, αποστολική κλίση, αποστολικό χάρισμα και
αποστολικό έργο. Λαμβάνοντας το χάρισμα της ιεροσύνης κατά την ώρα της
χειροτονίας μας, συμμετέχουμε στην αποστολή του Χριστού την αποστολή που
με την κλήση τους αναδέχτηκαν και υπηρέτησαν οι Απόστολοι και στη
συνέχεια μεταβίβασαν στούς διαδόχους τους, τούς ποιμένες της Εκκλησίας.
Στα
πρόσωπα των επισκόπων και εν γένει των κληρικών της Εκκλησίας
συνεχίζεται η αποστολή του Χριστού. Είναι αυτό ακριβώς που ονομάζουμε
Αποστολική Διαδοχή ότι δηλαδή το χάρισμα της ιεροσύνης, που υπάρχει και
συνεχίζει να λειτουργεί μέσα στην Εκκλησία, προέρχεται κατά συνεχή και
αδιάκοπη διαδοχή από αυτούς τούς Αποστόλους. Είναι η συνέχιση και
επέκταση του έργου που πραγματοποίησε «ο απόστολος και αρχιερεύς της
ομολογίας ημών ‘Ιησους» (Εβρ. 3,1). Αυτό που λέει ο απ. Παύλος για τούς
Αποστόλους, «δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών ελάβομεν χάριν και
αποστολήν εις υπακοήν πίστεως εν πάσι τοις έθνεσιν υπέρ του ονόματος
αυτού» (Ρωμ. 1,5), μπορούν να το επαναλαμβάνουν και οι ποιμένες της
Εκκλησίας για τον εαυτό τους.
Η
ιερατική κλίση, λοιπόν, αποτελεί συμμετοχή στην αποστολή του Χριστού.
Το ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας είναι έργο αποστολικό, είναι η συνέχιση
και η προέκταση του έργου του Χριστού. Ο Ιερεύς ποιμαίνει τα δικά Του
λογικά πρόβατα. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο μέγας και αιώνιος αρχιερεύς
της Εκκλησίας. Και το δικό Του αρχιερατικό αξίωμα συνεχίζεται δια μέσου
του θεσμού της ιεροσύνης.
Η
ιεροσύνη ως αποστολή νοούμενη είναι πρωτίστως έργο αγάπης· αγάπης προς
τον Χριστό και αγάπης προς το ποίμνιο του Χριστού, το οποίο οι κληρικοί
καλούνται να διαποιμάνουν. Όποιος δεν αγαπά ολόθερμα τον Χριστό δεν
μπορεί να είναι απόστολός Του. Μόνο η αγάπη του Χριστού γεννά και
συντηρεί στην καρδιά του ιερωμένου τη βαθιά συναίσθηση της ιερατικής
ευθύνης του. Και με τη δύναμη που παρέχει πάλι η αγάπη του Χριστού
μπορεί ο εργάτης της Εκκλησίας να υπομένει τούς κόπους και τις θλίψεις
-πολλές φορές ακόμη και το διωγμό -που συνεπάγεται η γνήσια ιερατική
ζωή.
Από τα
βασικά γνωρίσματα της ιεροσύνης είναι ο διακονικός χαρακτήρας της. Η
ιεροσύνη είναι «έργον διακονίας» (Εφ. 4,12), που σημαίνει ταπεινή
υπηρεσία και θυσιαστική προσφορά προς τούς άλλους, τούς αδελφούς μας,
τούς οποίους ως κληρικοί αναλαμβάνουμε να διακονήσουμε. Πρότυπά μας και
ως προς αυτή την πλευρά του ιερατικού χαρίσματος είναι ο Κύριος Ιησούς
και οι Απόστολοι Του.
Το έργο
του Χριστού στον κόσμο είναι υπηρεσία και διακονία. «Ο υιός του
ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι», είπε ο ίδιος αναφερόμενος στην αποστολή
Του, «αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών»
(Μαρκ. 10,45). Εν μέσω των Αποστόλων και εν μέσω της Εκκλησίας είναι και
θα παραμένει «ως ο διακονών» (Λουκ. 22,27). Και ο ίδιος στη Βασιλεία
Του «περιζώσεται και ανακλινεί …, και παρελθών διακονήσει» τούς πιστούς
δούλους Του (Λουκ. 12,38).
Η ιεροσύνη
είναι και πρέπει να παραμένει στα πρόσωπα όλων μας διακονία και ως
διακονία Ιησού Χριστού και της Εκκλησίας Του, του λαού του Θεού, θα
πρέπει να ασκείται. Είναι, για να θυμηθούμε τις ωραίες εκφράσεις του
αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «αρετής τύπος» και όχι «αφορμή βίου»,
«λειτουργία υπεύθυνος» και όχι «αρχή ανεξέταστος» (Απολογ. 8, ΒΕΠΕΣ 58,
248-249).
Η
ιεροσύνη, τέλος, είναι έ ρ γ ο ν, δηλαδή εργασία. Και αν κάθε έργο
προϋποθέτει αίσθημα ευθύνης, ζήλο, κόπο και μόχθο, πολύ περισσότερο η
ιεροσύνη. Είναι έ ρ γ ο Θ ε ο ύ, έργο που κατά τον ιερό Χρυσόστομο
«αυτής άπτεται της ψυχής και διαβαίνει τούς ουρανούς» (Περί ιερωσύνης
λογ. 3,5 ΡG 48, 643). Η φύση αυτή της ιερατικής διακονίας, ότι δηλαδή
είναι έργο Θεού και ότι ενώ ασκείται στη γη οι συνέπειές της έχουν
αιώνες προεκτάσεις, απαιτεί από αυτούς που την επωμίζονται να ασκούν το
λειτούργημά τους με βαθύ αίσθημα ευθύνης και να μη φείδονται κόπων και
θυσιών για την πληρέστερη και αποτελεσματικότερη άσκησή τους. Συχνά ο
Κύριος ονομάζει την αποστολή Του έργον. Αυτό γίνεται κυρίως στο τέταρτο
Ευαγγέλιο (Ιω. 4, 34, 36 9,4 10, 37-38). Η ομολογία επίσης που κάνει ο
Ιησούς Χριστός στην αρχιερατική Του προσευχή είναι: «το έργον ετελείωσα
ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω» (Ιω. 17,4). Είναι φανερό ότι ως έργο ο
Χριστός εννοεί τη σωτηρία του κόσμου, τον θεμελιώδη δηλαδή σκοπό για
τον οποίο ενανθρώπησε.
Με την
ίδια σημασία χρησιμοποιεί τον όρο και ο απόστολος Παύλος (Α´ Κορ. 3,
13-15). Η αποστολή του στο κήρυγμα είναι «έργον Κυρίου» (Α´ Κορ. 16,
10). Η ύπαρξη της χριστιανικής κοινότητας της Κορίνθου ήταν το «εν Κυρίω
έργον» του Αποστόλου, δηλαδή ο καρπός του ιεραποστολικού του μόχθου.
Και ο Τιμόθεος προτρέπεται να ασκήσει έργο ευαγγελιστή: «έργον ποίησον
ευαγγελιστού» (Β´ Τιμ. 4,5).
Έργο,
λοιπόν, είναι και η ιεροσύνη ένα έργο υπεύθυνο, λεπτό και κοπιώδες. Στο
πρόσωπο του καλού ποιμένος, του Αρχιποίμενος Κυρίου, ο κόπος του έργου
και ο βαθμός προσφοράς φθάνει μέχρι την αυτοθυσία (Ιω. 10, 11). Το ίδιο
επαναλαμβάνεται και στη ζωή των Αποστόλων. Υπηρέτησαν το κήρυγμα του
Ευαγγελίου «εν υπομονή πολλή, εν θλίψεσιν, εν ανάγκαις, εν στενοχωρίαις,
εν πληγαίς, εν φυλακαίς, εν ακαταστασίαις, ε ν κ ό π ο ι ς ….» (Β´
Κορ. 6, 4-5). Συχνά ο απόστολος Παύλος υπενθυμίζει στούς παραλήπτες των
επιστολών του τον κόπο και το μόχθο που δοκίμαζε εργαζόμενος για την
εξάπλωση του Ευαγγελίου του Χριστού (Α´ Κορ. 15, 10, 58 Γαλ. 4,11 Κολ.
1,29 Α´ Θεσσ. 3,5). Ο κόπος και ο μόχθος που κατέβαλαν και οι ιδρώτες
που έχυσαν οι Απόστολοι, πότισαν τον σπόρο του θείου λόγου και
συνέργησαν στην αύξηση και την καρποφορία της εκκλησιαστικής σποράς.
Ένα
γνήσιο ιερατικό ήθος εμπερικλείει όλα εκείνα τα στοιχεία που
χαρακτηρίζουν την ιεροσύνη ως έργον: το πνεύμα της αυταπάρνησης, την
αποστολική κακοπάθεια, το βαθύ αίσθημα ευθύνης, την ακατάβλητη
εργατικότητα. Η ιεροσύνη δεν μας δίνει το δικαίωμα να διεκδικούμε τιμές,
προνόμια και ανέσεις. Αποτελεί έργον που συνεπάγεται κόπους, θυσίες
και όχι σπάνια τη χλεύη και το διωγμό του κόσμου.
Η ιεροσύνη στην πατερική γραμματεία
Ας
προχωρήσουμε όμως να δούμε τι λένε δύο καταξιωμένοι άγιοι πατέρες για
το μυστήριο της ιεροσύνης ο αγ. Γρηγόριος Νύσσης και ο ιερός
Χρυσόστομος. Συγκεκριμένα ο αγ. Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι : «με την
τέλεση και μετάδοση του μυστηρίου αυτού, αναδεικνύεται ο τέως λαϊκός,
ιερέας σεβαστός και έντιμος εντός της κοινωνίας. Ξεχωρίζει από τους
πολλούς και παίρνει διακεκριμένη θέση. Ενώ μέχρι χθές ήταν ένας από
τους πολλούς, αναδεικνύεται ξαφνικά σε πνευματικό ηγέτη και
προεξάρχοντα μεταξύ των πιστών, διδάσκαλος της ευσεβείας, τελετουργός
των ιερών μυστηρίων. Είναι εξωτερικά αυτός που ήταν και προηγουμένως. Εν
τούτοις με την αόρατο χάρη, έχει μεταμορφωθεί εσωτερικά προς το
καλύτερο.»
Ο ιερός
Χρυσόστομος, από την άλλη, ο οποίος έχει συντάξει επτά πολυσήμαντους
και σοφούς λόγους για το μυστήριο της ιεροσύνης, απευθυνόμενος στους
πιστούς λέγει: «όταν βλέπεις τον Κύριο να θυσιάζεται και να κείται πάνω
στην Αγία τράπεζα, και τον ιερέα τελετουργό του μυστηρίου της Θείας
Ευχαριστίας, να ίσταται ενώπιον του θυσιασθέντος και να εύχεται, όταν
βλέπεις όλους να ερυθραίνωνται με το πάντιμο εκείνο αίμα, νομίζεις
ότι βρίσκεσαι με άνθρωπον;… Δεν βλέπεις ποια τιμή και εξουσία έδωσε ο
Θεός στους ιερείς; Αυτοί , και κανείς άλλος, τελούν με τα άγια χέρια
τους τα ιερά μυστήρια. Πως λοιπόν, χωρίς αυτούς είναι δυνατό να ξεφύγει
κανείς το πυρ της γέεννης ή να αποκτήσει τους παρά Θεού ετοιμασμένους
στεφάνους; Η εξουσία, που έχει ο ιερέας υπερβαίνει και των αγγέλων την
εξουσία, διότι κανένας άγγελος δεν έχει το δικαίωμα και την εξουσία να
δώσει άφεσιν αμαρτιών και να τελέσει το μυστήριο της θείας
Ευχαριστίας. Πληρεξούσιοι του Θεού επί της γης είναι οι ιερείς. Και όσα
αυτοί θα τελέσουν επί της γης αυτά θα τα επικυρώσει εκ του ουρανού ο
Θεός. Θα συγχωρήσει εκείνους, τους οποίους αυτοί δια του μυστηρίου της
μετάνοιας συγχωρούν!…».
Πρέπει,
λοιπόν, με βαθειά συναίσθηση και μεγάλη προπαρασκευή, με ιερό δέος και
φόβο Θεού, να βλέπουν οι υποψήφιοι προς το μέγα αξίωμα της ιεροσύνης.
Προσεκτικότατα πρέπει να εξετάζουν τον εαυτό τους, να ρωτούν τους γύρω
τους αν έχουν τα προσόντα της ιεροσύνης, όπως τα αναφέρει ο Απόστολος
Παύλος στις τρείς Ποιμαντορικές επιστολές του, και όπως τα ζητεί η
Ορθόδοξη Εκκλησία. Να βυθομετρούν τη συνείδηση τους, για να
διακριβώσουν, αν έχουν την εσωτερική κλίση εκ μέρους του Θεού και την
καλή μαρτυρία εκ μέρους των πιστών. Διότι είναι φοβερό , να σπεύδουν
προς το υπούργημα της αρχιεροσύνης και ιεροσύνης από ταπεινά και φαύλα
ελατήρια φιλοδοξίας και φιλοχρηματίας.
Σταυρός και Ιεροσύνη
Τον τίμιο
και ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου προβάλλει ανθοστόλιστο κατά την ημέρα
αυτή η Ορθόδοξη Εκκλησία, για να μας υπενθυμίσει την ανεκτίμητη δωρεά
της λυτρώσεως, το άνοιγμα του τότε κλειστού παραδείσου και την
πρόσκληση να απολαύσουμε τα απερίγραπτα και αφάνταστα αγαθά του. Και όλα
αυτά, χάρη στη θυσία εκείνου, ο οποίος κρεμάσθηκε επί του σταυρού και
ως μέγας Αρχιερέας έχει γίνει θυσία για μας, κινούμενος από την αγάπη
του προς εμάς. Και αυτό μας δίνει θάρρος στον αγώνα και πεποίθηση για τη
σωτηρία. «Ου γάρ έχομεν αρχιερέα, γράφει ο Απόστολος Παύλος, μη
δυνάμενον συμπαθήσαι τας ασθενείας ημών». Παρέβαλλε τον εαυτό του, αυτός
ο Μέγας Αρχιερέας, προς τον καλό ποιμένα, ο οποίος ενδιαφέρεται
συνεχώς, όχι μόνο για τη βοσκή και το πότισμα των προβάτων, αλλά και για
την περιφρούρηση και ασφάλεια τους από τους εφορμώντας, για να
κατασπαράξουν, λύκους». «Εγώ ειμί, έλεγε, ο ποιμήν ο καλός. Ο ποιμήν ο
καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων» (Ιωανν. 10:11). Και
πρόβατα του θεωρεί ο Μέγας Αρχιερέας και καλός Ποιμήν όλους ανεξαιρέτως
τους ανθρώπους, τον κάθε άνθρωπο, όπου και αν κατοικεί, και σε
οποιαδήποτε κατάσταση και αν βρίσκεται. Ο αγράμματος εργάτης και ο
μορφωμένος επιστήμονας, ο γεωργός και ο επαγγελματίας, ο έμπορος και ο
στρατιώτης, ο άρχοντας και ο απλός πολίτης, ο κληρικός και ο λαϊκός,
όλοι οι άνθρωποι της οικουμένης περικλείονται και θα περικλείονται
στην αγάπη του Μεγάλου Αρχιερέα και για όλους εμάς πρόσφερε τον εαυτό
του ως θυσία.
Συγκινητική
είναι η αγάπη του και βαθύς ο πόνος του ειδικώτερα για τους
αμαρτωλούς, τους οποίους έβλεπε να πάσχουν και να βασανίζονται στο
παρόν και στο μέλλον. Έλεγε και ξανάλεγε ότι ήλθε «ζητήσαι και σώσαι
το απολωλός», ότι «ουκ ήλθε καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις
μετάνοιαν», ότι «χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι».
Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος έγραφε και τόνιζε ότι ο Αρχιερέας και
Σωτήρας μας, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, είναι γεμάτος στοργή και
συμπάθεια προς εμάς τους αμαρτωλούς ανθρώπους. Η διαβεβαίωση αυτή του
Παύλου είναι παρήγορη και ενθαρρυντική.
Επίλογος
Αρκετές
φορές, σε ώρες που η καθημερινή μέριμνα έχει υποχωρήσει και ο θόρυβος
του κόσμου έχει καθησυχάσει, επανερχόμαστε στον εαυτό μας. Κάνουμε μία
αναγνώριση, αναλογιζόμαστε πως περάσαμε την ημέρα μας και σε ποια
πνευματική κατάσταση βρισκόμαστε. Σκεφτόμαστε αυτούς που αδικήσαμε,
εκείνους που με τα λόγια μας πληγώσαμε, τους άλλους που καταφρονήσαμε
και παραμερίσαμε και όσους με το παράδειγμα μας σκανδαλίσαμε.
Θυμόμαστε τα καλά έργα που μπορούσαμε να κάνουμε και δεν κάναμε, μια
βοήθεια στον φτωχό, τη συμπαράσταση μας στον θλιβωμένο, την καλή
συμβουλή και καθοδήγηση που μπορούσαμε να δώσουμε και δεν την δώσαμε.
Δυσθεώρητος ο όγκος, αναρίθμητο το πλήθος των κακών που διαπράξαμε, και
των καλών που δεν πράξαμε. Βαρύ το φορτίο της ενοχής μας. Και ακούμε τη
συνείδηση να μας καταλογίζει ευθύνες και να μας τύπτει. Και
διερωτόμαστε: Υπάρχει για μένα τον αμαρτωλό σωτηρία; Θα συγχωρήσει ο
Θεός τις αμαρτίες μου; Την απάντηση, θεόπνευστη και απόλυτα αληθινή,
στα ερωτήματα αυτά, την δίνει ο Απόστολος Παύλος. Αυτός διαβεβαιώνει
όλους μας ότι «ουκ έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον συμπαθήσαι τας
ασθενείας ημών».
Κανείς
μας ας μην κλείσει τα αυτιά της ψυχής και του σώματος στην στοργική
αυτή πρόσκληση του Κυρίου μας. Αλλά με θάρρος και πίστη και πεποίθηση
στην αγάπη του ας προσέλθουμε «μετά παρρησίας τω θρόνω της χάριτος, ίνα
λάβωμεν έλεον, και χάριν εύρωμεν εις εύκαιρον βοήθειαν».
Μητρόπολη Κωνσταντίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου