ΑΓΙΟΥ ΊΩΑΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΟΜΙΛΙΑ Α'
ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Και εις τό Πάσχα και εις τήν παράδοσιν των μυστηρίων
καΐ περί τοΰ μή μνησικακεΐν. Τη άγία καί Μεγάλη Πέμπτη.
Είναι ανάγκη νά πώ στην άγάπη σας λίγα λόγια σήμερα. Λέω ότι είναι
ανάγκη νά πώ λίγα, όχι γιατί σάς κουράζουν οί μακρές πνευματικές
όμιλίες, άφοΰ δεν ύπάρχει άλλη πόλη, όπου βρίσκεις τόσο θερμούς άκροατές
πνευματικών λόγων, όσο στην πόλη μας. Δε θά σάς πώ λοιπόν λίγα, έπειδή
σάς κουράζουν τά πολλά, άλλα έπειδή είναι άναγκαΐο νά είμαι σύντομος
σήμερα, γιατί ύπάρχει αιτία σοβαρή, άφοΰ βλέπω πολλούς πιστούς νά
επείγονται για τήν κοινωνία τών φρικτών μυστηρίων. Γιά νά μή στερηθούν
λοιπόν έκείνη τήν τράπεζα, άλλα καί γιά νά μή στερηθούν άπό τήν τράπεζα
τών πνευματικών λόγων, πρέπει με συμμετρία νά πάρετε καί άπό τίς δύο
τράπεζες, γιά νά έχετε κέρδος διπλό. Νά έφοδιασθεΐτε λοιπόν άπό τήν
τράπεζα τών λόγων μου καί ύστερα νά έλθετε καί με φόβο καί τρόμο καί με
τήν εύλάβεια πού άρμόζει νά πλησιάσετε στή φοβερή καί φρικτή κοινωνία.
Σήμερα, άγαπητοί, ό Κύριος ήμών ’Ιησούς Χριστός παραδόθηκε. Τήν έπόμενη
άπό τούτο τό βράδυ οί ’Ιουδαίοι συλλάβανε τον Ίησοΰ. Όμως, μή γίνεσαι
κατηφής άκούγοντας ότι παραδόθηκε ό Ίησοΰς Χριστός. Μάλλον νά γίνεις
κατηφής καί νά κλάψεις πικρά, όχι γιά τον Χριστό πού παραδόθηκε, άλλα
γιά τον προδότη ’Ιούδα. Ό ένας παραδόθηκε καί εσωσε τήν Οίκουμένη. Ό
άλλος όμως με τήν προδοσία του έχασε τήν ψυχή του. Ό Ίησοΰς, πού
παραδόθηκε, κάθεται τώρα δεξιά τού Θεού Πατρός στούς Ούρανούς, ένω ό
προδότης βρίσκεται τώρα στον 'Άδη, περιμένοντας τήν αμείλικτη κόλαση.
Γι’ αύτόν λοιπόν κλάψε καί στέναξε, γιατί καί ό Δεσπότης μας γι’ αύτόν
δάκρυσε. «Μόλις τον είδε», λέει ή Γραφή, «ταράχθηκε καί εΐπε: ‘Κάποιος
άπό έσάς θά με παραδώσει’» Πόσο μεγάλη ή εύσπλαχνία τού Δεσπότη Χριστού!
Αύτός πού προδίνεται έχει στενοχώρια γιά αύτόν πού Τόν προδίνει. «Μόλις
τον είδε, ταράχθηκε και εΐπε: ‘Κάποιος άπό σάς θά με προδώσε». Γιά
ποιόν λόγο ό Κύριος αίσθάνθηκε θλίψη; Γιά νά μάς δείξει τή φιλοστοργία
Του καί τήν ίδια στιγμή νά μάς διδάξει ότι δεν πρέπει νά θρηνούμε γι’
αύτόν πού κακοπάθει, άλλα σε κάθε περίπτωση εΐναι σωστό νά θρηνούμε γι’
αύτόν πού ενεργεί κακές πράξεις. Γιατί τελικά άπό τά δύο αύτά τό ένα
εΐναι χειρότερο, δηλαδή δεν εΐναι καθόλου κακό τό νά κακοπάθεις, άλλά
εΐναι κακό τό νά προκαλέσεις σε άλλον κακό. Ή κακοπάθεια μάς οδηγεί στή
Βασιλεία των Ούρανών, ένω οί κακές πράξεις προετοιμάζουν τή γέεννα στήν
κόλαση. Τό Εύαγγέλιο λέει: «Μακάριοι όσοι διώκονται γιά τήν έπικράτηση
τού θελήματος τού Θεού, γιατί σ’ αύτούς άνήκει ή Βασιλεία τού Θεού»
Βλέπεις πόσο ή κακοπάθεια έπιβραβεύεται μέ τή Βασιλεία των Ούρανών;
Ακούσε τώρα πώς οί κακές πράξεις οδηγούν στήν κόλαση καί στήν τιμωρία. Ό
Απόστολος Παύλος λέει γιά τούς ’Ιουδαίους: «Έθανάτωσαν τόν Κύριο καΐ
έδιωξαν τούς προφήτες»'·, προσθέτοντας: «τό τέλος τους θά είναι ανάλογο
με τά έργα τoυς» Είδες πώς όσοι διώκονται παίρνουν έπαθλο τή Βασιλεία,
ένω όσοι γίνονται διώκτες κληρονομούν τήν οργή; Αύτά τά λόγια δεν τά
λέω άπλά γιά τήν περίσταση, άλλά γενικότερα γιά νά μήν όργιζόμαστε με
τούς έχθρούς μας, άντίθετα γιά νά τούς έλεοΰμε, νά θρηνούμε καί νά
συμπάσχουμε μαζί τους. Γιατί αύτοί είναι πού πραγματικά πάσχουν, αύτοί
δηλαδή πού μάς έχθρεύονται.
Καί άν προετοιμάσουμε τήν ψυχή μας νά τούς άντιμετωπίζει με αύτόν τόν
τρόπο, θά μπορούσαμε καί νά προσευχηθούμε γι’ αύτούς. Γι’ αύτό, τέσσερις
όλόκληρες μέρες έχω πού σάς μιλάω γιά τήν προσευχή ύπέρ των έχθρών μας,
ώστε μέ τή συνέχιση τής παραίνεσης νά ριζώσει μέσα μας ό λόγος αύτής
τής διδασκαλίας. Γι’ αύτό, συνέχεια έξαντλω ό,τι έχω νά σάς πω γιά τό
θέμα, γιά νά σπάσει τό οίδημα τής όργής καί νά άνακουφιστεΐ ή φλεγμονή,
ώστε νά είναι καθαρός άπό οργή όποιος έρχεται νά προσευχηθεί. Καί ή
παραίνεση αύτή τού Χριστού δεν ήταν μόνο γιά τό συμφέρον τού έχθρού μας
άλλά καί γιά τό δικό μας συμφέρον, άφού συγχωρώντας στούς έχθρούς μας
τήν όργή τους έναντίον μας, παίρνουμε περισσότερα άπό όσα δίνουμε. Θά
μού πείτε: «καί πώς παίρνουμε περισσότερα;» ’Εάν συγχωρήσουμε τά
άμαρτήματα των έχθρών μας, μάς συγχωρούνται οί άμαρτωλές μας πράξεις
άπέναντι στον Δεσπότη Χριστό. Έκεΐνα τά άμαρτήματα είναι άνίατα καί
άσυγχώρητα, ένώ σέ αύτά εύκολα δίνεται ή παρηγοριά καί ή συγγνώμη.
Ακούσε λοιπόν τί λέει ό προφήτης ’Ηλίας πρός τούς υίούς του: «’Εάν
σφάλλει ό άνθρωπος άπέναντι σέ κάποιον άλλον άνθρωπο, κάποιοι θά
προσευχηθούν, γιά νά συγχωρεθεΐ. Άν όμως άμαρτάνει άπέναντι στον ίδιο
τόν Θεό, ποιος θά προσευχηθεί γι’ αύτόν;» Ώστε τό τραύμα άπό την άμαρτία
άπέναντν στον Θεό οΰτε μέ την εύχη επουλώνεται εύκολα. Νά όμως πού, ένφ
μέ την προσευχή δέ θεραπεύεται, θεραπεύεται μέ τή συγχώρηση των
άμαρτημάτων τού πλησίον. Γι’ αύτό καΐ ό Χριστός τά άμαρτήματα άπέναντι
στον Θεό τα όνόμασε μύρια τάλαντα, ένφ τά άμαρτήματα τού πλησίον έκατό
δηνάρια. Χάρισε λοιπόν έσύ τά έκατό δηνάρια, γιά νά σου χαρισθοΰν τά
μύρια τάλαντα.
Β. Αρκετά όμως είπαμε γιά τήν προσευχή ύπέρ των έχθρών. Ας έπανέλθουμε
όμως, άν θέλετε, στόν λόγο γιά τήν προδοσία και νά δούμε πώς παραδόθηκε ό
Δεσπότης μας ’Ιησούς Χριστός. «Τότε ό ’Ιούδας ό Ίσκαριώτης, ένας άπό
τούς δώδεκα Μαθητές, πήγε στούς άρχιερεΐς καί τούς είπε: ‘Τί θέλετε νά
μού δώσετε και έγώ θά σάς τόν παραδώσω; Φαίνονται τά λόγια αύτά άπλά και
δέν ύπαινίσσονται κάτι περισσότερο. Άν όμως έξετάσουμε καθένα άπό τά
λόγια αύτά ξεχωριστά, θά διαπιστώσουμε ότι κρύβουν πολλή θεωρία καί
μεγάλο βάθος νοημάτων. Άς δούμε πρώτα τόν «καιρόν έκεΐνο», πού
διαδραματίζονται τά γεγονότα. Διότι ό Εύαγγελιστής δέν είπε άπλά ότι ό
’Ιούδας πήγε, άλλά πρόσθεσε καιτή φράση «Τότε πήγε».
Γιατί άλήθειανά άναφέρει τό «Τότε»; Πότε άκριβώς έννοεΐ; Γιά ποιόν λόγο
δηλώνει τόν χρόνο; Τί θέλει νά μάς διδάξει; Τό «Τότε» αύτό δέν τό είπε
έτσι άπλά, άφού ό Εύαγγελιστής εΐναι έμπνευσμένος άπό τό Άγιο Πνεύμα καί
τίποτα άπό όσα γράψει δέν εΐναι σχήμα λόγου, οΰτε γράφεται άσκοπα. Τί
εΐναι λοιπόν τό «Τότε»; Πριν άπό αύτή τή χρονική στιγμή, μιά πόρνη
κρατώντας άλάβαστρο μέ μύρο πλησίασε καί άδειασε όλο τό μύρο στήν κεφαλή
τού Κυρίου.
Ή πόρνη αύτή έδειξε μεγάλη περιποίηση στόν Κύριο, έδειξε πολλή πίστη,
πολλή ύπακοή καί εύλάβεια. Άλλαξε τήν παλιά της ζωή καί έγινε καλύτερη
καί πιό συνετή. Καί όταν ή πόρνη μετανόησε, όταν προσχώρησε στον Δεσπότη
Χριστό, τότε ό Μαθητής πρόδωσε τον Διδάσκαλο. Γι’ αυτόν τόν λόγο
άναφέρεται τό «Τότε». Γιά νά μήν κατηγορήσεις τόν Διδάσκαλο γιά
άδυναμία, όταν δεις τόν Μαθητή νά προδίνει τόν Διδάσκαλο. Ό Διδάσκαλος
είχε τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε άκόμα καΐ τίς πόρνες μπορούσε νά
προσελκύει σε μετάνοια καΐ ύπακοή. Μά, θά μοΰ πείτε: Αύτός πού κατάφερε
νά προσελκύει άκόμα καί τίς πόρνες, δεν μπόρεσε νά φέρει κοντά Του τόν
Μαθητή; Μπορούσε βέβαια, άλλά δεν ήθελε με τή βία νά κάνει τό καλό, ούτε
νά τόν εξαναγκάσει νά έλθει κοντά Του. Λέει στή συνέχεια: «Τότε
σηκώθηκε καί πήγε». ’Έχει καί αύτό τό «σηκώθηκε καί πήγε» μεγάλο βάθος.
Δεν τόν κάλεσαν οί άρχιερεΐς, ούτε τόν ύποχρέωσαν, ούτε τόν πίεσαν, άλλά
έντελώς μόνος του γέννησε τή δόλια σκέψη τής προδοσίας καί πήρε τήν
άπόφαση αύτή, χωρίς νά τόν συμβουλεύσει κανένας νά κάνει αύτήν τήν
αισχρότητα. «Τότε πήγε ένας άπό τούς δώδεκα.» Τί σημαίνει «ένας άπό τούς
δώδεκα»; Καί αύτό τό «ένας άπό τούς δώδεκα» άποδεικνύει ότι ήταν πολύ
μεγάλη ή κατηγορία γιά τόν Μαθητή.
Γιατί ύπήρχαν κι άλλοι έβδομήντα Μαθητές τού ’Ιησού, πού είχαν όμως
δευτερεύουσα θέση. Δεν είχαν τίς ίδιες τιμές, όπως οί δώδεκα, ούτε είχαν
τήν ’ίδια οικειότητα μέ τόν Διδάσκαλο, καί ούτε τούς φανέρωνε τά θεΐα
άπόρρητα, όσο τά φανέρωνε στούς δώδεκα. Αύτοί οί δώδεκα ήταν οί
δοκιμασμένοι Μαθητές Του, ό στενός κύκλος τού Βασιλέα, ή στενή συντροφιά
τού Διδασκάλου, καί άπό αύτή τή συντροφιά ξεπήδησε ό ’Ιούδας. Γιά νά
καταλάβεις ότι όχι άπλώς ένας Μαθητής πρόδωσε τόν Χριστό, άλλά ένας
Μαθητής τής πιό δοκιμασμένης τάξης, γι’ αύτό γράφει «ένας άπό τούς
δώδεκα». Καί δέν αίσθάνεται ντροττή ό Ματθαίος πού τά έγραψε αύτά. Καί
γιατί τάχα δέν αισθάνεται ντροπή; Γιά νά διδαχθούμε πάντοτε ότι τά πάντα
όσα άναφέρονται στά Εύαγγέλια είναι άληθινά καί δέν άποσιωπούνται, ούτε
καΐ έκεννα πού φαίνονται επονείδιστα. Μά καί αύτά πού φαίνονται
έπονείδιστα καΐ αύτά μαρτυρούν τή φιλανθρωπία τού Δεσπότη Χριστού. Ότι
κρατούσε δίπλα Του, μέχρι τήν τελευταία στιγμή, έναν προδότη, ληστή καί
κλέφτη, πού τον είχε άξιώσει με τόσες τιμές, τον νουθετούσε, τον
συμβούλευε καΐ μέ κάθε τρόπο καί μέχρι τέλους τόν περιποιόταν, δέν είναι
δείγμα φιλανθρωπίας Του; Άν βέβαια τελικά άποδείχθηκε άπρόσεκτος, δέν
είναι γι αύτό αίτιος ό Κύριος· Καί μάρτυρας αύτού είναι ή πόρνη, ή
οποία, επειδή πρόσεξε τόν έαυτό της, σώθηκε. Μήν έλθεις λοιπόν σε
απόγνωση, παραβλέποντας τή σωτηρία της πόρνης. Ούτε νά ξεθαρρεύεσαι μέ
τόν έαυτό σου, βλέποντας τό κατάντημα τού ’Ιούδα. Καί τά δύο είναι
ολέθρια, καί τό ξεθάρρεμα μέ τόν έαυτό σου καί ή απόγνωση. Γιατί αύτός
πού βασίζεται στόν έαυτό του είναι εύκολο, όταν στέκεται καλά, νά πέσει,
ένω ή άπόγνωση δέν άφήνει αύτόν πού ήδη έχει πέσει νά σηκωθεί. Γι’ αύτό
ό Παύλος έλεγε έτούτες τίς συμβουλές:
«Αύτός πού νομίζει ότι στέκεται όρθιος, άς προσέχει νά μήν πέσει».
’Έχετε καί τά δύο παραδείγματα: τού Μαθητή, πού νομίζοντας ότι στέκεται
καλά έπεσε, καί της πόρνης, ή όποία όντας πεσμένη άναστήθηκε. Ή άπόφασή
μας εύκολα γλιστρμ άπό δω κι άπό κεΐ καί ή προαίρεσή μας εύκολα άλλάζει.
Γι αύτό, πρέπει νά άσφαλίζουμε καί νά προστατεύουμε τούς έαυτούς μας
άπό όλες τίς μεριές. «Τότε σηκώθηκε καί πήγε ένας άπό τούς δώδεκα, ό
’Ιούδας ό Ίσκαριώτης». Βλέπετε άπό ποιόν χορό Μαθητών ξέπεσε; Βλέπετε
ποιά διδασκαλία περιφρόνησε; Βλέπετε πόσο κακό είναι ή χαύνωση καί ή
όλιγωρία; «’Ιούδας ό λεγόμενος Ίσκαριώτης». Γιά ποιόν λόγο μού λέει τήν
πόλη του; Μακάρι νά μήν τόν γνώριζα. «’Ιούδας ό λεγόμενος Ίσκαριώτης».
Γιά ποιόν λόγο άναφέρεις τήν πόλη του;Ηταν καί κάποιος άλλος ’Ιούδας
Μαθητής, πού τόν όνόμαζαν Ζηλωτή. Γιά νά μή γίνει λοιπόν σύγχυση άπό τη
συνωνυμία, τον ξεχώρισε άπό τόν άλλον. Τόν Ζηλωτή τον ονόμασε έτσι χάρη
στην άρετή του. Σε αυτόν όμως δεν έδωσε όνομα πού νά ταιριάζει στην
κακία του· δεν εΐπε δηλαδή Ιούδας ό προδότης. Φυσιολογικά θά έπρεπε,
όπως πήρε ό ένας τό όνομα Ζηλωτής άπό τήν άρετή, και ό άλλος νά πάρει τό
όνομα τής κακίας του και νά όνομασθεΐ ’Ιούδας ό προδότης. Αλλά, γιά νά
μάς διδάξει ότι πρέπει νά έχουμε καθαρή τή γλώσσα άπό κάθε κατηγορία,
προσέχει πώς θά μιλήσει άκόμα καί γιά τόν προδότη. «Τότε», λέει, «ένας
άπό τούς δώδεκα, ό ’Ιούδας ό Ίσκαριώτης, σηκώθηκε και πήγε στούς
άρχιερεΐς καί τούς εΐπε: ‘Τί θέλετε νά μου δώσετε καί έγώ θά σάς Τόν
παραδώσω;’». ’Ώ τί μιαρή φωνή! Καί πώς μπόρεσε νά βγει άπό τό στόμα
τέτοιος λόγος! Πώς ή γλώσσα ύπάκουσε καί κινήθηκε! Πώς δε ναρκώθηκε
όλόκληρο τό σώμα; Πώς δεν έπαναστάτησε ή διάνοια;
Γ. «Τί θέλετε νά μοΰ δώσετε καί έγώ θά σάς Τόν παραδώσω;» Πές μου, αύτά
σε δίδαξε ό Χριστός, ’Ιούδα; ’Ή μήπως, όταν έλεγε «μήν άποκτήστε
χρυσάφι, ούτε άσήμι, ούτε χάλκινα νομίσματα στίς ζώνές σας»’, αύτό δεν
ήταν μία ένέργειά Του, μέ σκοπό νά μήν καρποφορήσει μέσα σου τό πάθος
τής φιλαργυρίας; Αύτά δε νουθετούσε άδιάκοπα; Καί μετά άπό αύτά δεν
έλεγε: «Άν σέ χτυπήσει κάποιος στή δεξιά σιαγόνα, γύρισέ του καί τήν
άλλη»; Ένώ έσύ: «Τί θέλετε νά μοΰ δώσετε καί έγώ θά σάς Τόν παραδώσω;»
’Ώ πόση παραφροσύνη! Πές μου γιά ποιο πράγμα, μικρό ή μεγάλο, έχεις νά
κατηγορήσεις καί παραδίνεις τόν Διδάσκαλο; Γιατί σέ έκανε νά έχεις
έξουσία πάνω στούς δαίμονες; ’Επειδή γιάτρευε τίς άρρώστιες; ’Επειδή
καθάρισε άρρώστους άπό τή λέπρα; ’Επειδή άνάστησε νεκρούς; ’Επειδή
σταμάτησε τήν τυραννία τού θανάτου; Αντί γιά όλες τούτες τίς εύεργεσίες.
Τού δίνεις αύτές τίς άνταμοιβές;
«Τί θέλετε νά μου δώσετε καΐ εγώ νά σας Τον παραδώσω;». ’Ώ τής
παραφροσύνης, ή μάλλον, ώ τής φιλαργυρίας! Γιατί έκείνη γέννησε όλα τά
κακά. Αυτός, κυριευμένος άπό τήν επιθυμία τής φιλαργυρίας, πρόδωσε τόν
Διδάσκαλο. Τέτοια είναι ή πονηρή έκείνη ρίζα τής φιλαργυρίας, ώστε
διαστρέφει τις ψυχές πού κυριεύει περισσότερο άκόμα καΐ άπό τόν Δαίμονα
καί κάνει όλους τούς άνθρώπους νά άγνοοϋν καί τόν πλησίον καί τούς
νόμους τής φύσης καί τούς βγάζει όλότελα έξω άπό τά λογικά τους καί
άπεργάζεται συμφορές. Δές για παράδειγμα πόσα έδιωξε μέσα άπό τήν ψυχή
τού Ιούδα. Τή συναναστροφή με τόν Διδάσκαλο, τήν καλή συνήθεια, τήν
κοινωνία στήν τράπεζα, τά θαύματα, τή διδασκαλία, τήν παραίνεση καί τή
νουθεσία. Ή φιλαργυρία δλα αύτά τά έριξε στή λήθη. Για τούτο εύλογα ό
Παύλος έλεγε: «'Ρίζα όλων των κακών εΐναι ή φιλαργυρία»". «Τί
θέλετε νά μού δώσετε καί έγώ νά σάς Τόν παραδώσω;» Εΐναι έξωφρενική ή
παραφροσύνη αύτού τού λόγου. Παραδίνεις, πές μου, Αύτόν πού κυβερνά τά
πάντα, πού έξουσιάζει τούς δαίμονες, πού διατάζει τίς θάλασσες, πού
εΐναι ό Δεσπότης όλόκληρης τής φύσης; Για νά τού περιορίσει τήν
παραφροσύνη αύτή καί για νά δείξει ότι, αν δεν ήθελε ό 'Ίδιος, δε θά
παραδινόταν, ακούσε πώς ενεργεί ό Κύριος. ’Εκείνη τήν 'ίδια τή στιγμή
τής προδοσίας, όταν ήλθαν καταπάνω Του, κρατώντας ξύλα, λαμπάδες καί
πυρσούς, τούς λέει: «Ποιόν ζητείτε;'» Δε γνώριζαν δηλαδή ποιόν ήρθαν νά
συλλάβουν. Γιά τόν ’Ιούδα ήταν άδύνατον νά Τόν παραδώσει, άφού Αύτόν πού
έπρόκειτο νά παραδώσει δέν Τόν έβλεπε, παρότι ήταν παρών. Καί αύτά
συνέβαιναν, ένω ύπήρχαν λαμπάδες καί πυρσοί πού έριχναν άπλετο φώς. Αύτό
ύπαινίσσεται ό Εύαγγελιστής, φαίνεται, όταν λέει «είχαν λαμπάδες καί
πυρσούς, άλλα δέν Τόν έβλεπαν»'
Και κάθε μέρα Αύτός του θύμιζε μέ λόγια καΐ έργα, δείχνοντας ότι δε θά
λησμονήσει νά Τον προδώσει. ΚαΙ ούτε τον έλεγχε μέ φανερό τρόπο για όλα,
ώστε νά μή γίνει ακόμα περισσότερο άναίσχυντος. Ούτε σιωπούσε, γιά νά
μή νομίσει ότι Τού διαφεύγει και έτσι έπιχειρήσει την προδοσία χωρίς
δισταγμό, άλλά έλεγε συνεχώς ο Κύριος; «Ένας άπό εσάς θά μέ προδώσει»,
χωρίς νά φανερώνει ότι αύτός θά ήταν ό Ιούδας. Έκανε καί πολλούς λόγους
γιά τή μέλλουσα γέεννα καί γιά τή Βασιλεία των Ούρανών, καί έτσι
φανέρωνε τή δύναμη πού καθεμιά τους έκρυβε, ή μιά νά τιμωρεΐ τούς
άμαρτωλούς καί ή άλλη νά τιμωρεί όσους κατορθώνουν ζωή σύμφωνη μέ τό
θέλημα τού Θεού. Τά παραμέρισε όμως όλα αύτά καί ό Θεός δέ θέλησε νά τόν
τραβήξει κοντά Του μέ τή βία. Γιατί, άφού μάς έδωσε τό αύτεξούσιο,
είμαστε ύπεύθυνοι καί γιά τήν καλή καί γιά τήν κακή προαίρεση καί θέλει
νά είμαστε κοντά Του μέ τή θέλησή μας. Καί όταν αύτό δέν τό θέλουμε, δέ
μάς πιέζει καί δέ μάς εξαναγκάζει. Γιατί αύτός πού είναι ενάρετος μέ
εξαναγκασμό, δέν είναι δυνατόν νά είναι ενάρετος. ’Επειδή λοιπόν καί
αύτός ήταν κυρίαρχος της άπόφασής του καί μπορούσε νά μήν πεισθεΐ καί νά
μή στραφεί στή φιλαργυρία, γι αύτό τυφλώθηκε στή διάνοιά του καί
πρόδωσε τήν ύπόθεση τής σωτηρίας του. Καί λέει; «Τί θέλετε νά μού δώσετε
καί έγώ νά σάς Τόν παραδώσω;». ’Ελέγχοντας λοιπόν τήν τύφλωση τού νού
του καί τήν παραφροσύνη του, ό Εύαγγελιστής λέει ότι ό ’Ιούδας τή στιγμή
τής έφόδου είχε σταθεί κοντά τους, ό ίδιος πού είπε τή φράση; «Τί
θέλετε νά μού δώσετε καί έγώ νά σάς τόν παραδώσω».
Καί ή δύναμη τού Χριστού δέ φαίνεται μόνον άπό όσα άναφέρθηκαν, άλλά
καί άπό τό γεγονός ότι άρκεσε ή άπλή καί καθαρή φωνή Του «τίνα ζητείτε»
νά τούς κάνει νά οπισθοχωρήσουν καί νά πέσουν καταγής. ’Επειδή όμως ούτε
άκόμα καΐ ύστερα άπό αύτό δεν απαλλάχτηκαν άπό την άνανσχυντία τους,
παραδίνει αμέσως τόν Εαυτό Του λέγοντας: «Έγώ έκανα ό,τι έπρεπε νά κάνω.
Σάς άποκάλυψα τη δύναμή μου, σάς φανέρωσα ότι άποτολμάτε πράγματα
άδύνατα γιά σάς. Θέλησα νά σάς άπαλείψω την κακία, όμως επειδή έσεΐς δεν
τό θελήσατε, άλλά επιμένετε παραπαίοντας μέσα στά πάθη σας, νά λοιπόν,
παραδίνω τόν Εαυτό μου». Καί αύτά τά λέω, γιά νά μήν πει κανένας
κατηγορώντας τόν Χριστό: «Γιατί δεν άλλαξε ό Χριστός τόν Ιούδα, ώστε νά
μήν πέσει στην πράξη τής προδοσίας; Γιατί δεν τόν έκανε σώφρονα καί
λογικό;» Πώς έπρεπε νά τόν κάνει λογικό; Με τή βία ή με τή θέληση καί
τού ίδιου; Έάν έπρεπε νά τόν κάνει σώφρονα καί έπιεικη μέ τή βία, δεν
έπρόκειτο ό Ιούδας νά γίνει καλύτερος. Κανένας ποτέ δεν έγινε καλός μέ
τή βία.
Άν ήταν όμως νά γίνει σώφρονας μέ τή γνώμη του καί τή δική του
προαίρεση, ό Χριστός τού έδωσε όλα αύτά πού θά μπορούσαν νά διορθώσουν
τή γνώμη του καί τήν προαίρεσή του. Άν όμως δέ θέλησε νά δεχτεί τό
φάρμακο, τό έγκλημα δέν είναι τού γιατρού, άλλά αύτοΰ πού άπέκρουσε τή
θεραπεία. Δείτε λοιπόν πόσα έκανε, γιά νά τόν συνεφέρει καί νά τόν
σώσει. Τόν δίδασκε όλα τά θεϊκά πράγματα, μέ τήν πράξη καί τόν λόγο, τόν
έκανε άνώτερο άπό τούς δαίμονες, τού έκανε τήν παραχώρηση νά τού δείξει
πολλά θαύματα, τόν φόβισε μέ τήν άπειλή τής γέεννας καί τόν παρακίνησε
στήν άρετή μέ τήν έπαγγελία τής Βασιλείας τού Θεού. Τού έλεγξε τίς
κρυφές σκέψεις, καί έλέγχοντάς τον, τό έκανε διακριτικά χωρίς νά τό
δημοσιοποιεί στούς άλλους. Τά πόδια του μαζί μέ τά πόδια των άλλων
Μαθητών τά έπλυνε καί κάθισαν στήν ίδια τράπεζα σαν καρδιακοί φίλοι. Δέν
παρέλειψε τίποτα νά κάνει γι’ αύτόν, μικρό ή μεγάλο, καί όμως μέ τή
θέλησή του παρέμεινε άδιόρθωτος
Καί γιά νά μάθεις ότι, ένώ μπορούσε νά αλλάξει, όμως δεν τό θέλησε καί
πώς όλα άπδ τή δική του ραθυμία έγιναν, ακούσε καί τοΰτα. Όταν Τον
παρέδωσε, έριξε κάτω τά τριάντα άργύρια καί λέει: «Άμάρτησα,
παραδίνοντας στον θάνατο τον Δίκαιο»
Τί άκριβώς συνέβη; Όταν Τόν έβλεπες νά θαυματουργεί, δεν έλεγες
«άμάρτησα, παρέδωσα σε θάνατο τον Δίκαιο», άλλα «τί θέλετε νά μοΰ
δώσετε, καί εγώ θά σάς Τον παραδώσω». Καί όταν προχώρησε καί έγινε τό
κακό καί ή προδοσία έφτασε μέχρι τό τέλος της καί όταν ή άμαρτία
ολοκληρώθηκε, μόλις τότε συνειδητοποίησες τήν άμαρτία. Τί μαθαίνουμε
λοιπόν άπό τοΰτο; Ότι όταν ύπάρχει μέσα μας ραθυμία καί άπροθυμία, καμία
παραίνεση δε μάς ώφελεΐ. Όταν όμως έχουμε έγνοια καί προθυμία γιά τήν
άρετή, μπορούμε άπό μόνοι μας νά άναστηθοΰμε άπό τήν άμαρτία. Αυτός
λοιπόν, δσο ό Διδάσκαλος τόν παρότρυνε, δεν Τόν ακούε. Όταν κανένας δεν
τόν παραινούσε, ή ίδια ή συνείδησή του ξεσηκώθηκε. Καί χωρίς νά είναι
μπροστά ό Διδάσκαλος άλλαξε μέσα του, ήρθε σε συναίσθηση, είδε τί είχε
άποτολμήσει καί «έριξε κάτω τά τριάντα άργύρια»
«Τί θέλετε νά σάς δώσω καί έγώ θά σάς Τόν παραδώσω;» «Καί, λέει ό
Εύαγγελιστής, τού έδωσαν τριάντα άργύρια», πού ήταν ή τιμή πού πλήρωσαν
γιά τόν θάνατο τού Ατίμητου. Πώς δέχεσαι καί παίρνεις τά τριάντα άργύρια
Ιούδα; Ό Χριστός ήλθε γιά νά χύσει τό αΐμά Του ύπέρ της Οικουμένης
δωρεάν, ένώ έσυ με τό αΐμά Του κάνεις συναλλαγές άδιάντροπες; Υπάρχει
μεγαλύτερη άδιαντροπιά άπό τούτη τή συναλλαγή;
Δ. «Τότε έφτασαν οί Μαθητές.» Τότε; Πότε; Όταν αύτά έγιναν, όταν ή
προδοσία είχε προχωρήσει καί ό ’Ιούδας εΐχε ρίξει τόν έαυτό του στήν
άπώλεια. «Ηρθαν λοιπόν τότε οί Μαθητές καί Τού λένε: ‘Πού θέλεις νά Σου
έτοιμάσουμε τότραπέζι του Πάσχα;» Είδες τον Μαθητή, είδες καΐ τούς
άλλους Μαθητές. ’Εκείνος προδίδει τόν Δεσπότη Χριστό, αύτοΐ μεριμνούν
για τό Πάσχα. ’Εκείνος κλείνει συμφωνίες προδοσίας, οί άλλοι Μαθητές
έτοιμάζονταν για διακονία. Καί εκείνος καί οί άλλοι Μαθητές άπήλαυσαν τα
’ίδια θαύματα, τά ’ίδια διδάγματα, την ’ίδια έξουσία. Άπό πού όμως
έχουμε αύτή τή μεταβολή; Από τήν προαίρεση. Αυτή πάντοτε καί παντού
είναι αίτία καί των καλών καί των κακών. «Πού θέλεις νά σού έτοιμάσουμε
τό τραπέζι για τό Πάσχα;» Ή σημερινή έσπέρα ήταν άκριβώς τότε πού
διαδραματίζονταν τά γεγονότα. ’Επειδή δέν είχε σπίτι ό Δεσπότης, Τόν
ρωτούν: «Πού θέλεις νά σού έτοιμάσουμε τό τραπέζι τού Πάσχα;». Δέν
έχουμε καθορισμένο κατάλυμα, δέν έχουμε ούτε σκηνή, ούτε σπίτι.
Άς τό βλέπουν αύτό όσοι φτιάχνουν λαμπρά οικήματα μέ τΙς εύρύχωρες στοές
καί τΙς μεγάλες αύλές, ότι δηλαδή ό Χριστός δέν είχε πού τήν κεφαλήν
κλΐναι. Γι’ αύτό τόν ρωτούν καί έκεΐνοι: «Πού θέλεις νά Σού έτοιμάσουμε
τό τραπέζι τού Πάσχα;» Ποιό Πάσχα; Όχι τό σημερινό τό δικό μας Πάσχα,
άλλα τό ’Ιουδαϊκό πού ύπήρχε τότε. ’Εκείνο τότε οί Μαθητές τό έτοίμασαν.
Τό σημερινό όμως, τό δικό μας, τό έτοίμασε ό ’ίδιος ό Χριστός. ΚαΙ όχι
μόνο τό έτοίμασε, άλλα και ό ’ίδιος ό Χριστός έγινε τό δικό μας Πάσχα.
«Πού θέλεις νά σού έτοιμάσουμε τό τραπέζι τού Πάσχα;». ’Εκείνο ήταν τό
’Ιουδαϊκό Πάσχα, έκεΐνο ξεκίνησε άπό τήν Αίγυπτο. Για ποιόν λόγο τό
Πάσχα έκεΐνο τρώγει ό Χριστός; Γιατί ήθελε νά τηρήσει τόν νόμο. Διότι,
όταν βαπτιζόταν, έλεγε: «’Έτσι είναι πρέπον νά τηρήσουμε όλη τή θεία
δικαιοσύνη». Γιατί ήλθα νά εξαγοράσω τόν άνθρωπο άπό τήν κατάρα τού
νόμου. Γιατί ό Θεός «έστειλε τόν Υίό Του, πού γεννήθηκε άπό γυναίκα και
θέλησε νά τηρήσει τον νόμο, για νά εξαγοράσει όλους όσους ό νόμος δεν
μπορεί νά λυτρώσει» καΐ ακόμα νά θέσει τον νόμο σέ άχρηστεία. Γιά νά μή
διαλογιστεί όμως κανένας ότι κατάργησε τόν νόμο, γιατί τάχα δέν μπορούσε
νά τον τήρησει, έπειδή ήταν πιεστικός, βαρύς και άκατόρθωτος, τόν
κατέλυσε, όταν ολόκληρο τόν τήρησε.
Γι’ αύτό καΐ γιόρτασε τό Πάσχα, διότι ήταν άπαίτηση τού νόμου. Και γιά
ποιόν λόγο ό νόμος διέταζε ότι τό Πάσχα γίνεται Ιδιαίτερη τράπεζα; Οί
’Ιουδαίοι έδειχναν άγνωμοσύνη πρός τίς εύεργεσίες τού Θεού καΐ ξεχνούσαν
εύκολα τά προστάγματά Του. Όταν λοιπόν έφυγαν άπό τήν Αίγυπτο, καί ένω
έβλεπαν τή θάλασσα νά σχίζεται καί πάλι νά συνενώνεται και άλλα μύρια
θαύματα, όμως αύτοί έλεγαν: «Νά φτιάξουμε δικούς μας θεούς νά μάς
καθοδηγήσουν»· Πώς σάς φαίνεται; Νά έχεις τό θαύμα άκόμα μες στά χέρια
σου καί άμέσως νά ζεχνφ; τόν Εύεργέτη; ’Επειδή λοιπόν ήσαν τόσο
άναίσθητοι καί άγνώμονες, ό Θεός με τή θέσπιση των έορτών έκανε
ύποχρεωτική τήν ύπενθύμιση των δωρεών Του καί γι’ αύτό διέταξε νά
θυσιάζουν τό Πάσχα. «Καί άν σέ ρωτήσει τό παιδί σου τί είναι τό Πάσχα»,
νά τού άπαντήσεις ότι κάποτε οί πρόγονοί μας στήν Αίγυπτο είχαν βάψει μέ
αίμα τίς πόρτες τών σπιτιών, γιά νά μήν μπει μέσα ό έξολοθρευτής, μήπως
βλέποντας πώς δέν έχει αίμα, τολμήσει νά μπει μέσα καί νά καταφέρει
χτυπήματα.
Ηταν λοιπόν ή έορτή διαρκής ύπενθύμιση τής σωτηρίας τους. Καί δέν
κέρδιζαν μόνο άνάμνηση τών παλαιών εύεργετημάτων, άλλά ήταν ταυτόχρονα
άκόμα πιό σπουδαίο, άφού προτύπωνε τά μέλλοντα. Ηταν δηλαδή ό άμνός
εκείνος τύπος τού άλλου πνευματικού άμνού, τό πρόβατο τύπος τού άλλου
πνευματικού προβάτου. Καί τό ένα, τό ’Ιουδαϊκό, ήταν ή σκιά, τό άλλο
όμως ήταν ή Αλήθεια. Άφού λοιπόν φάνηκε ό 'Ήλιος τής δικαιοσύνης.
εξαφανίστηκε ή σκιά· Γιατί, όταν ό ήλιος ανεβαίνει στον ορίζοντα, ή σκιά
χάνεται. Γιατί καί σ’ αύτήν την ίδια τράπεζα, γίνονται καΐ τα δύο
Πάσχα, καί τού τύπου καί τής Αλήθειας. Καθώς οί ζωγράφοι και τΙς γραμμές
τραβούν καί τίς σκιές ζωγραφίζουν στον ίδιο πίνακα, άλλα καί βάζουν άπό
πάνω τά άληθινά χρώματα, έτσι έκαμε καί ό Χριστός- στήν ’ίδια Τράπεζα,
καί στο τυπικό Πάσχα ήταν παρών, άλλα πρόσθεσε έκεΐ καί τό άληθινό. «Πού
θέλεις νά Σου έτοιμάσουμε τραπέζι για τό Πάσχα;» Ηταν τότε τό ’Ιουδαϊκό
Πάσχα. Αλλά, όταν φανερώνεται ό "Ηλιος, άς μη φέγγει κανένα λυχνάρι. Άς
φύγει λοιπόν ή σκιά, άφοΰ έφθασε ή Αλήθεια.
Ε. Αύτά λέω καί άπευθύνομαι στους ’Ιουδαίους, έπειδή νομίζουν ότι κάνουν
Πάσχα καί επειδή μέ άναίσχυντη διάθεση περηφανεύονται γιά τά άζυμα,
αύτοί πού δέν έχουν ταπείνωση καρδιάς. Πού, ένω έχουν κάνει περιτομή, ή
καρδιά τους είναι άπερίτμητη. Πώς κάνεις λοιπόν, πές μου, τό Πάσχα
’Ιουδαίε; Ό ναός έχει εντελώς άνασκαφτεΐ, ό βωμός έχει πεταχτεΐ, τά Άγια
των Αγίων έχουν ποδοπατηθεϊ, όλα τά ε’ΐδη των θυσιών έχουν διαλυθεί.
Γιά ποιόν λόγο λοιπόν τολμάς πράγματα παράνομα; Κάποτε έφυγες αιχμάλωτος
στή Βαβυλώνα καί έκεί αύτοί πού σ’ αιχμαλώτισαν σού έλεγαν:
«Τραγουδήστέ μας τραγούδια άπό τις ωδές τής Σιών». Καί δέν τό άνέχτηκες.
Καί ό Δαβίδ τούτα φανέρωνε, όταν έλεγε: «Στούς ποταμούς τής Βαβυλώνας,
έκεί καθίσαμε καί κλάψαμε. Έκεί έπάνω στις ιτιές κρεμάσαμε τά όργανά
μας» δηλαδή τό ψαλτήρι, τήν κιθάρα, τή λύρα καί τά ύπόλοιπα. Αύτά τά
όργανα χρησιμοποιούσαν έκείνο τόν καιρό, όταν τραγουδούσαν τούς ψαλμούς.
Καί τούτα τά πήραν μαζί τους στήν αιχμαλωσία, όχι γιά νά τά
χρησιμοποιήσουν, άλλά γιά νά τούς θυμίζουν τή ζωή στήν πατρίδα. Γιατί,
καθώς λέει ό Δαβίδ, «έκεΐ μας ζήτησαν αύτοί πού μας αίχμαλώτισαν λόγους
άπό τίς ωδές» καΐ είπαμε; «Πώς μπορούμε νά ψάλουμε τήν ωδή τού Κυρίου σε
ξένη γή;»
Λοιπόν, πώς κάνεις τό Πάσχα σέ ξένη γη; Τί λές; Τήν ωδή τού Κυρίου σέ
ξένη γη δεν τήν τραγουδάς, άλλα κάνεις σέ ξένη γη τό Πάσχα τού Κυρίου;
Είδες πόση άγνωμοσύνη και πόση παρανομία; Όταν αύτοί πού τούς άνάγκαζαν
ήταν έχθροί, ούτε ψαλμό δέν μπορούσαν νά ψάλουν. Τώρα όμως, πού κανένας
δέν τούς άναγκάζει, κινούν πόλεμο κατά τού Θεού. Βλέπεις ότι τά Άζυμα
είναι άκάθαρτα, πώς είναι παράνομη ή έορτή και πώς δέν ύπάρχει ’Ιουδαϊκό
Πάσχα; Κάποτε ύπήρχε ’Ιουδαϊκό Πάσχα, άλλα αύτό καταλύθηκε καί ήλθε τό
πνευματικό Πάσχα πού τότε μας παρέδωσε ό Χριστός. Δηλαδή, ένώ οί Μαθητές
έτρωγαν καΐ έπιναν, πήρε άρτο, τον έκοψε σέ κομμάτια και είπε; «Αύτό
είναι τό σώμά μου πού κομματιάζεται γιά σάς, για τή συγχώρηση τών
άμαρτιών». Γνωρίζουν τά λόγια αύτά οί μυημένοι. Και πάλι πήρε τό ποτήριο
λέγοντας; «Αύτό είναι τό αΐμά μου, πού χύνεται ύπέρ τών πολλών γιά τή
συγχώρηση τών άμαρτιών». Καί ήταν παρών καί ό ’Ιούδας, όταν τά έλεγε
τούτα ό Χριστός. Αύτό είναι τό σώμα, πού έσύ ’Ιούδα πούλησες γιά τριάντα
άργύρια. Αύτό είναι τό αίμα, γιά τό όποιο έφτιαχνες τά άνομα συμβόλαια
μέ τούς άχάριστους Φαρισαίους. Πόσο μεγάλη ή φιλανθρωπία τού Χριστού καΐ
πόσο άπίστευτος ό παραλογισμός τού ’Ιούδα! Πόση μανία! Ένώ αύτός Τόν
πουλάει γιά τριάντα άργύρια, ό Χριστός καί μετά άπό αύτό δέ σταματάει νά
προσφέρει τό αΐμά Του, αύτό πού πουλήθηκε γιά νά συγχωρηθούν οί
άμαρτίες άκόμα καί αύτού πού τό πούλησε, άν βέβαια τό ήθελε καί ό
’ίδιος. Ό ’Ιούδας ήταν παρών καί πήρε μέρος στόν Μυστικό Δείπνο. Όπως
άκριβώς έπλυνε ό Κύριος τά πόδια των άλλων Μαθητών, μαζί καΐ του ’Ιούδα,
έτσι ακριβώς τον δέχτηκε νά βρίσκεται άνάμεσά τους στό τραπέζι τού
Μυστικού Δείπνου, για νά μήν έχει καμία πρόφαση δικαιολογίας, έάν
παρέμενε αμετακίνητος στήν κακοήθεια. Ό Χριστός έκανε ό,τι έπρεπε νά
γίνει, αυτός όμως έμεινε αναίσθητος, διατηρώντας τήν άμαρτωλή του γνώμη.
ΣΤ. Αλλά είναι καιρός νά πλησιάσουμε σ’ αύτη τή φρικτή τράπεζα. Όλοι άς
πλησιάσουμε μέ τη σωφροσύνη καί τή νήψη πού ταιριάζει. Καί κανένας νά
μή γίνει ένας άκόμα ’Ιούδας, κανένας πού νά έχει μέσα του δηλητήριο
κακίας. Όχι άλλα νά λέει μέ τό στόμα καί άλλα νά κρύβει μέσα στή διάνοιά
του. Ό Χριστός είναι παρών άνάμεσά μας. Καί τώρα, Αύτός πού κάποτε
κόσμησε έκείνη τήν Τράπεζα, Αύτός ό ’ίδιος είναι καί τώρα πού κοσμεί καί
τούτη τήν τράπεζα. Γιατί δεν είναι άνθρωπος Αύτός πού κάνει τά
προκεί-μενα δώρα νά γίνουν σώμα καί αίμα Χριστού, άλλά αύτός ό ’ίδιος ό
Χριστός, πού σταυρώθηκε γιά μάς. Ό ιερέας άκολουθώντας τό τυπικό λέει τά
λόγια αύτά, ή δύναμη όμως καί ή χάρη είναι άπό τόν Θεό. «Αύτό είναι τό
σώμά μου», λέει. Αύτός ό λόγος εΐναι πού άλλάζει τά προκείμενα δώρα.
Καί, όπως ή φωνή έκείνη πού λέει «αύξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε
τήν γήν» μιά μόνο φορά ειπώθηκε, άλλά ένεργεΐ πάντοτε καί κάνει τή φύση
μας νά έχει τήν ικανότητα τής παιδοποίίας, έτσι καί ή φωνή αύτή, ένώ
μιά μόνο φορά είπώθηκε, άπό έκείνη τή στιγμή μέχρι σήμερα καί μέχρι τή
Δευτέρα Παρουσία θά όλοκληρώνει κάθε φορά τή θυσία σέ κάθε Αγία Τράπεζα
στίς έκκλησίες.
Κανένας λοιπόν άς μήν εΐναι ύπουλος, κανένας νά μή γεμίζει μέ κακία,
κανένας άς μήν έχει τό δηλητήριο στή διάνοιά του, γιά να μή μεταλαβαίνει
καί τού γίνεται ή μετάληψη κατάκριμα, όπως έγινε τότε μέ τόν ’Ιούδα,
πού άμέσως μόλις πήρε τήν προσφορά άπό τόν Κύριο, πήδησε πάνω του ό
Διάβολος, δχι έπειδή ύποτίμησε τό σώμα τοΰ Δεσπότου Χριστού, άλλα επειδή
περιφρονοΰσε τον ’Ιούδα για την άναισχυντία του. Αύτό μάς διδάσκει ότι
σε αυτούς πού μεταλαμβάνουν άνάξια τά θεία μυστήρια, με ιδιαίτερη
σφοδρότητα πέφτει επάνω τους ό Διάβολος καί τούς κυριεύει ολοκληρωτικά,
όπως τότε τόν ’Ιούδα, καί άνεβαίνει πάνω τους διαρκώς. Γιατί οί τιμές
ώφελούν μέν τούς άξιους, άλλα έκείνους πού τις άπολαμβάνουν παρά τήν
άξία τους, τούς ύποβάλλουν σέ μεγαλύτερες τιμωρίες. Καί τούτα δεν τά λέω
γιά νά σάς τρομοκρατήσω, άλλά για νά σάς προφυλάξω. Άς μήν είναι λοιπόν
κανένας ’Ιούδας, κανένας νά μήν πλησιάσει τά μυστήρια έχοντας τό
δηλητήριο τής κακίας. Γιατί ή θυσία είναι τροφή ττνευματική. Καί, όπως ή
σωματική τροφή, όταν εισχωρήσει σέ στομάχι πού έχει έπιβλαβή ύγρά,
έπιδεινώνει τήν άρρώστια, όχι λόγω τής φύσης τής τροφής, άλλά έπειδή
είναι άρρωστο τό στομάχι, έτσι συμβαίνει πάντα καί μέ τά πνευματικά
μυστήρια. Όταν αύτά δοθούν σέ ψυχή πού είναι γεμάτη κακία, τήν
καταστρέφουν καί τήν άφανίζουν, όχι φυσικά γιατί άπό τή φύση τους
λειτουργούν έτσι τά μυστήρια, άλλά γιατί ή ψυχή είναι άρρωστη. Άς μήν
έχει λοιπόν κανένας πονηρούς λογισμούς, άλλά άς καθαρίσουμε τή διάνοιά
μας, άφού πλησιάζουμε μιά καθαρή θυσία. Άς κάνουμε άγια τήν ψυχή μας.