Σάββατο 15 Απριλίου 2017

«Λαέ μου, τί ἐποίησά σοι, καί τί μοι ἀνταπέδωκας;»


image01.jpg
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΝ Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς
   
Ποτέ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν εἶχε λιγώτερο Θεό μέσα του ὁ ἄνθρωπος ἀπό σήμερα. Ποτέ λιγώτερος Θεός ἀπό σήμερα. Σήμερα ὁ διάβολος »σαρκώθηκε» μέσα στόν ἄνθρωπο, γιά νά ἀποσαρκώσῃ τόν Θεάνθρωπο.
Σήμερα ὅλο τό κακό μπῆκε στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά ἀποδιώξῃ τόν Θεό ἀπό τό σῶμα. Σήμερα ὅλος ὁ Ἅδης μεταφέρθηκε στήν γῆ. Ποιός νά θυμᾶται ὅτι ἡ γῆ κάποτε ἦταν παράδεισος; Ἡ σημερινή πτῶσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἀπό τήν πρώτη πτῶσι [τοῦ Ἀδάμ]. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀποστάτησε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά σήμερα ἐσταύρωσε τόν Θεό, σκότωσε τόν Θεό. Ἄνθρωπε, πῶς ἀλλοιῶς νά σέ ὀνομάσω παρά διάβολο; Μά καί αὐτό εἶναι ὕβρις γιά τόν διάβολο. Ὁ διάβολος ποτέ δέν ὑπῆρξε τόσο κακός, τόσο ἔντεχνα κακός ὅπως ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος κατέβηκε καί στόν Ἅδη, μά ἐκεῖ δέν τόν ἐσταύρωσαν. Ἐμεῖς ὅμως τόν ἐσταυρώσαμε! Δέν εἶναι λοιπόν οἱ ἄνθρωποι χειρότεροι ἀπό τόν διάβολο; Δέν εἶναι ἡ γῆ χειρότερος Ἅδης ἀπό τόν Ἅδη; Ἀπό τόν Ἅδη δέν ἔδιωξαν τόν Χριστό, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι σήμερα τόν ἔδιωξαν ἀπό τήν γῆ, τόν ἔδιωξαν ἀπό τό σῶμα τους, ἀπό τήν ψυχή, ἀπό τήν πόλι τους…
Στά κατάβαθα τῆς ψυχῆς μου, ἀδελφοί, κουλουριάσθηκε σάν φίδι ἕνα πονηρό ἐρώτημα καί χαιρέκακα μέ ἐρωτᾶ: Ὑπῆρξε ἄραγε ποτέ καλός ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ μπόρεσε νά σταυρώσῃ τόν Χριστό;
σύ [ὁ οὐμανιστής] πιστεύεις στόν ἄνθρωπο. Καυχιέσαι γι’ αὐτόν. Τοῦ δίνεις μεγάλη ἀξία; Ὤ…! κοίταξε τόν ἄνθρωπο, κοίταξέ τον τήν Μεγάλη Παρασκευή, κοίταξέ τον πῶς σκοτώνει τόν Θεάνθρωπο καί πές μου, ἀκόμη τοῦ δίνεις μεγάλη ἀξία; Δέν αἰσθάνεσαι ντροπή πού εἶσαι ἄνθρωπος; Δέν βλέπεις ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι χειρότερος ἀπό τόν διάβολο;
Ξεχᾶστε ὅλες τίς ἡμέρες πρίν καί μετά τήν Μεγάλη Παρασκευή, δεῖτε τόν ἄνθρωπο στό πλαίσιο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Δέν σᾶς φαίνεται ὁ ἄνθρωπος ἡ συμπύκνωσις ὅλων τῶν κακῶν, ὅλων τῶν πειρασμῶν, ὄλων τῶν ἀθλιοτήτων; Δέν δείχνει σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἡ γῆ ἀποτρελάθηκε; Δέν ἀπέδειξε σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὅτι, σκοτώνοντας τόν Θεάνθρωπο εἶναι στ’ ἀλήθεια ἡ παραφροσύνη τῆς γῆς;
Καί ἡ Μέλλουσα Κρίσις δέν θά εἶναι, ἀδελφοί, φοβερώτερη ἀπό τήν Μεγάλη Παρασκευή· δέν θά εἶναι. Ἀναμφίβολα θά εἶναι λιγώτερο φοβερή, διότι τότε ὁ Θεός θά κρίνῃ τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ σήμερα ὁ ἄνθρωπος κρίνει τόν Θεό. Σήμερα εἶναι ἡ Φοβερά Καταδίκη τοῦ Θεοῦ· Τόν καταδικάζει ὁ ἄνθρωπος. Σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὁρίζει ὅτι ὁ Θεός ἀξίζει τριάκοντα ἀργύρια. Ὁ Χριστός τριάκοντα ἀργύρια! Καί εἶναι τάχα ἡ τελευταία φορά; Μήπως ὁ Ἰούδας εἶναι ὁ τελευταῖος ἀπό ἐμᾶς πού ἀποτίμησε τόν Χριστό τριάκοντα ἀργύρια;
Σήμερα ὁ ἄνθρωπος κατεδίκασε τόν Θεό σέ θάνατο. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀνταρσία στόν οὐρανό καί στήν γῆ. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία στόν οὐρανό καί στήν γῆ.  Οὔτε οἱ πεπτωκότες ἄγγελοι δέν τό ἔκαναν αὐτό. Σήμερα ὡλοκληρώθηκε ἡ Φοβερά Δίκη κατά τοῦ Θεοῦ. Ποτέ δέν ὑπῆρξε πιό ἀθῶος κατάδικος. Ποτέ ὁ κόσμος δέν εἶδε πιό παράλογο δικαστή.
Περιγελᾶται σήμερα ὁ Θεός χειρότερα ἀπό κάθε ἄλλη φορά. Ὁ «παγγέλαστος Ἅδης» μπῆκε σήμερα στόν ἄνθρωπο καί περιγέλασε τόν Θεό καί κάθε τι τό θεϊκό. Περιγελᾶται σήμερα Ἐκεῖνος πού δέν ἐγέλασε ποτέ. Λένε πώς ὁ Κύριος ποτέ δέν ἐγέλασε, ἐνῶ συχνά τόν ἔβλεπαν νά κλαίει. Ὀνειδίζεται σήμερα Ἐκεῖνος πού ἦρθε νά μᾶς δοξάσῃ. Βασανίζεται σήμερα Ἐκεῖνος πού ἦρθε νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τά βάσανα. Παραδίδεται σήμερα σέ θάνατο Ἐκεῖνος πού ἔφερε τήν Αἰώνιο Ζωή. Ἄνθρωπε! ὑπάρχει τέλος στόν παραλογισμό σου; τέρμα στήν πτώση σου;
Σέ Ἐκεῖνον πού μᾶς ἐδώρισε τήν αἰώνια δόξα, ἀντιπροσφέραμε τόν Σταυρό, τό πιό εἰδεχθές ἀντίδωρο. Ἐσύ ὁ λεπρός, γι’ αὐτό τοῦ δωρίζεις τόν Σταυρό, ἐπειδή σέ ἐκαθάρισε ἀπό τήν λέπρα; Ἐσύ ὁ τυφλός, γι’ αὐτό σοῦ ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς, γιά νἄχεις μάτια νά φτιάξῃς τόν Σταυρό καί νά Τόν σταυρώσῃς ἐπάνω σ’ Αὐτόν. Ἐσύ ὁ νεκρός, γι’ αὐτό σέ ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν, γιά νά τόν στείλῃς στόν τάφο; Μέ χαρᾶς εὐαγγέλια ἐγλύκανε ὁ Γλυκύτατος Ἰησοῦς τό πικρό μυστήριο τῆς ζωῆς μας, ἀδελφοί, καί ἐμεῖς ἀντί αὐτῶν τοῦ προσφέρουμε τέτοια πίκρα;
            «Λαέ μου, τί ἐποίησά σοι, καί τί μοι ἀνταπέδωκας;»
Ἡ Μεγάλη Παρασκευή εἶναι ἡ ντροπή μας, ἀδελφοί, τό ὄνειδος καί ἡ ἀποτυχία μας. Κατά κάποιον τρόπο στόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη ἔχει μερίδιο ἡ ψυχή ὅλων μας. Ἄν δέν ἦταν ἔτσι, θά ἤμασταν ἀναμάρτητοι. Διά τοῦ Ἰούδα ὅλοι μας πέσαμε, ὅλοι μας προδώσαμε τόν Χριστό, ὅλοι μας καταλιμπάνουμε τόν Χριστό καί παραλαμβάνουμε τόν διάβολο, ἐναγκαλιζόμεθα τόν σατανᾶ. Ναί, τόν σατανᾶ. Γιατί στό ἱερό Εὐαγγέλιο γράφει: «καί μετά τό ψωμίον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον [τόν Ἰούδα] ὁ σατανᾶς» (Ἰω. ιγ΄ 27). Μετά ἀπό ποιό ψωμί; Μετά ἀπό ἐκεῖνο πού τοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός· μετά πού Κοινώνησε· μετά πού πῆρε τόν Χριστό. Ἄχ, ὑπάρχει μεγαλύτερη πτῶσις, μεγαλύτερη φρίκη;
Ὤ φιλαργυρία, ἐσύ πρόδωσες τόν Χριστό! Ἐσύ καί σήμερα τόν προδίδεις. Τόν Ἰούδα, πού ἦταν μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού ἐπί τρία χρόνια ἦταν μαζί Του, πού ἦταν παρών σέ ὅλα τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ, πού στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καθάριζε λεπρούς, θεράπευε ἀρρώστους, ἀνάσταινε νεκρούς, ἔδιωχνε ἀκάθαρτα πνεύματα, αὐτόν τόν Ἰούδα ἡ φιλαργυρία τόν ἔκανε προδότη καί Χριστοκτόνο. Πῶς λοιπόν νά μή κάνῃ καί μένα καί σένα προδότη καί Χιστοκτόνο, ἐμένα πού δέν εἶδα ἐπί τρία χρόνια τόν Θεό ἐν σαρκί, πού δέν λεπρούς ἐκαθάρισα στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε ἀσθενεῖς ἐθεράπευσα οὔτε νεκρούς ἀνέστησα; Ὁ Ἰούδας τόσον καιρό ἦταν μαζί μέ Ἐκεῖνον πού δέν εἶχε ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ, μαζί μέ Ἐκεῖνον πού καί μέ ἔργα καί μέ λόγια ἐδίδαξε πώς δέν πρέπει νά ἔχουμε πάνω μας οὔτε ἄργυρο οὔτε χρυσό. Ἐνῶ ἐγώ; Ἐνῶ ἐσύ; Δέν ξέρεις νά χαίρεσαι μέ τήν φτώχεια, ἀδελφέ, νά εἶσαι χαρούμενος μέ τήν φτώχεια; Ἔχε ὑπ’ ὄψιν σου πώς εἶσαι ὑποψήφιος Ἰούδας. Μή ρωτᾶς: «μή τι ἐγώ Κύριε;», διότι ἀναμφίβολα θά ἀκούσῃς τήν ἀπάντησι: ναί, «σύ εἶπας». Λαχταρᾶς τά πλούτη; Ἄναψε μέσα σου ἐπιθυμία γιά χρήματα; Νά ξέρεις ὅτι μέσα σου κυοφορεῖται ὁ Ἰούδας. Φίλε μου καί ἀδελφέ μου, μή ξεχνᾶς σέ ὅλη σου τήν ζωή: ἡ φιλαργυρία σταύρωσε τόν Χριστό, σκότωσε τόν Θεό· ἡ φιλαργυρία ἔκανε τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ ἐχθρό τοῦ Χριστοῦ, φονιά τοῦ Χριστοῦ. Καί ὄχι μόνο αὐτό: ἡ ἴδια σκότωσε καί τόν Ἰούδα. Ἡ φιλαργυρία ἔχει ἐκεῖνο τό καταραμένο ἰδίωμα, νά κάνει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο Χριστοκτόνο ἀλλά καί αὐτο-κτόνο. Αὐτή σκοτώνει πρῶτα μέσα στήν ἀνθρώπινη ψυχή τόν Θεό καί ὕστερα σκοτώνει τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο.
Ὁ θάνατος εἶναι φοβερό μυστήριο, ἀδελφοί. Πιό φοβερό ὅμως εἶναι νά παραδίδουν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό σέ θάνατο καί νά ἐπιθυμοῦν νά τόν ἐξαφανίσουν ἐντελῶς. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν φοβεροί γιά τόν Θεό, γιατί βασανίζουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν Τόν βασάνισε· φτύνουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν τόν ἔφτυσε· σκοτώνουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν τόν ἐσκότωσε. «Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία»! Κανείς νά μή καυχιέται γιά τόν ἄνθρωπο, κανείς νά μή καυχιέται γιά τήν ἀνθρωπότητα, διότι ἰδού! ἡ ἀνθρωπότης δέν ἀνέχεται τόν Θεό ἀνάμεσά της· τόν παραδίδει σέ θάνατο. Τί νά καυχηθῇς γιά μιά τέτοια ἀνθρωπότητα; Κανείς νά μή καυχιέται γιά τόν οὐμανισμό, γιατί εἶναι μόνο σατανισμός, σατανισμός, σατανισμός…
Σήμερα ὄχι δαίμονες, ὄχι θηρία, ὄχι τσακάλια, ἀλλά ἄνθρωποι ἔπλεξαν ἀκάνθινο στεφάνι καί τό φόρεσαν στήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἀκάνθινο στεφάνι στολίζουν Ἐκεῖνον πού ἐστόλισε τόν ἄνθρωπο μέ ἀθανασία. Ἀκάνθινο στεφάνι πλέκει ἡ ἀνθρωπότης γύρω ἀπό τήν κεφαλή Ἐκείνου πού περιέβαλλε τήν γῆ μέ στεφάνι ἀπό ἀστέρια! Ἀκάνθινο στεφάνι πλέκουμε γιά τόν Χριστό, καί ἐγώ καί ἐσύ φίλε, ἄν εἶμαι φιλάργυρος, ἄν εἶμαι πόρνος, ἄν εἶμαι μοιχός, ἄν εἶμαι βλάσφημος, ἄν εἶμαι συκοφάντης, ἄν εἶμαι κατάλαλος, ἄν εἶμαι μέθυσος, ἄν εἶμαι ἀνελεήμων, ἄν εἶμαι θυμώδης, ἄν κάνω ἁμαρτωλές σκέψεις, ἄν ἔχω ἀκάθαρτα αἰσθήματα, ἄν δέν ἔχω πίστι, ἄν δέν ἔχω ἀγάπη. Κάθε μου ἁμαρτία, κάθε μας ἁμαρτία, εἶναι ἀγκάθι στό καταραμένο στεφάνι πού ἡ παραλογιασμένη ἀνθρωπότητα πλέκει ἀδιάκοπα γύρω ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος βασανίζει τόν Θεό πιό ἀνοικτίρμονα καί ἀπό τόν διάβολο. Δέν τό πιστεύετε; Ἀκοῦστε τί λέει ἕνας αὐτόπτης: «τότε ἐνέπτυσαν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ» (Ματθ. κστ΄ 67), στό ἐξαίσιο καί ὡραιότατο Πρόσωπό Του… Κύριε, πῶς τά χείλη τους δέν γέμισαν λέπρα καί πληγές; Ἀσφαλῶς, γιά νά διδαχθοῦμε ἐμεῖς τήν ὑπομονή καί τήν πραότητα. Ἔφτυσαν σ’ ἐκεῖνο τό θαυμαστό, τό γλυκύ Πρόσωπο, τό ὁποῖο ἀξίζει πιό πολύ ἀπ’ ὅλους τούς γαλαξίες, ἀπ’ ὅλες τίς μακαριότητες. Τί λέγω; Μάλιστα! περισσότερο ἀπό ὅλες τίς μακαριότητες, διότι σ’ αὐτό τό πρᾶο Πρόσωπο ὑπάρχει ὅλη ἡ αἰωνία θεότης, ὅλη ἡ αἰωνία χαρά… Ἔφτυσαν σ’ ἐκεῖνο τό φωτεινό Πρόσωπο, μπροστά στό ὁποῖο ἡ θάλασσα γαλήνεψε· σ’ ἐκεῖνο τό Πρόσωπο πού εἰρήνευσε ταραγμένες ψυχές καί χορήγησε σέ ὅλους τήν ἀνάπαυσι.
Καί σεῖς πλέκετε ἐγκώμια στόν ἄνθρωπο; Ὤ, χαμηλῶστε τούς τόνους οὐτιδανοί… σκουλήκια! Κανείς καί τίποτα δέν πρέπει νά ντρέπεται τόσο, ὅσο ὁ ἄνθρωπος, οὔτε οἱ δαίμονες, οὔτε τά θηρία, οὔτε τά κτήνη… Οἱ ἄνθρωποι φτύνουν τόν Θεό! Ὑπάρχει πιό φοβερό ἀπό αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν τόν Θεό. Ὑπάρχει πιό σατανικό ἀπό αὐτό; Ἀδελφοί, ἄν δέν ὑπάρχει κόλασις, ἔπρεπε νά ἐπινοήσουμε μία γιά τούς ἀνθρώπους, ναί γιά τούς ἀνθρώπους…
Ἐκεῖνον, τόν Δημιουργό καί Σωτῆρα, τόν φτύνουν καί τόν φονεύουν, ἐνῶ Ἐκεῖνος ταπεινά καί σιωπηλά τά ὑπομένει ὅλα. Ποιά δικαιολογία ἔχεις ἐσύ πού σέ κάθε ὕβρι ἀνταποδίδεις ὕβρι, σέ κάθε κακό κακό, στό μίσος μίσος; Ὅταν ἀνταποκρίνεσαι μέ κακία στήν κακία, φτύνεις τόν Δεσπότη Χριστό· ὅταν μισῇς αὐτούς πού σέ μισοῦν, φονεύεις τόν Χριστό καί τόν βασανίζεις· ὅταν ὑβρίζῃς αὐτούς πού σέ ὑβρίζουν, ἐξευτελίζεις τόν Χριστό, ἀφοῦ Ἐκεῖνος δέν ἔκανε τό ἴδιο.
Παρέδωκε ὁ Πιλᾶτος τόν πρᾶο Κύριο, ἵνα σταυρωθῇ (Ἰω. ιθ΄ 16). Οἱ ἄνθρωποι τόν ὁδηγοῦν ἀπό τελώνιο σέ τελώνιο, ἀπό βάσανο σέ βάσανο, ἀπό χλεύη σέ χλεύη. Καί τόν ἐχλευασμένο Θεό τόν σταυρώνουν, τόν καρφώνουν στόν Σταυρό.
Καρφιά ἐμπήγετε στά χέρια τοῦ Χριστοῦ, στά χέρια πού τόσους ἀρρώστους ἐθεράπευσαν, τόσους λεπρούς ἐκαθάρισαν, τόσους νεκρούς ἀνέστησαν; Πῶς νά σιωπήσουν τά χείλη πού μίλησαν ὅπως κανείς ποτέ ἄλλος ἄνθρωπος; Ἰάειρε, ποῦ εἶσαι; Λάζαρε, ποῦ εἶσαι; Χήρα τῆς Ναΐν, ποῦ εἶσαι νά ὑπερασπισθῇς τόν δικό σου καί δικό μου Κύριο; Σταυρώνετε [ἄνθρωποι] Ἐκεῖνον, τήν ἐλπίδα τῶν ἀπηλπισμένων, τήν παρηγορία τῶν ἀπαρακλήτων, τόν ὀφθαλμό τῶν τυφλῶν, τό οὖς τῶν κωφῶν, τήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν; Καρφιά ἐμπήγετε σέ ἐκεῖνα τά ἅγια πόδια, πού ἔφεραν τήν εἰρήνη, πού ἔφεραν τό εὐαγγέλιο, πού περιεπάτησαν στήν θάλασσα σάν νἆταν ξηρά, πού ἔτρεξαν σέ ὅλους τούς ἀρρώστους, στόν νεκρό Λάζαρο, στόν δαιμονισμένο τῶν Γαδαρηνῶν;
Σταυρωμένος Θεός. Ἱκανοποιηθήκατε θεομάχοι; χαρήκατε θεοκτόνοι; Τί νομίζετε πώς εἶναι ὁ Χριστός πάνω στόν Σταυρό; Ἀπατεώνας; ἀδύναμος; σκανδαλοποιός; «Ὁ καταλύων τόν ναόν καί ἐν τρισίν ἡμέραις οἰκοδομῶν, σῶσον σεαυτόν, εἰ υἱός εἶ τοῦ Θεοῦ, καί κατάβηθι ἀπό τοῦ σταυροῦ» (Ματθ. κζ΄ 40).
Τί ὅμως σκέπτεται ὁ Κύριος ἐπί τοῦ Σταυροῦ γιά τούς ἀνθρώπους πού εἶναι κάτω ἀπό τόν Σταυρό; Ἐκεῖνο πού μόνο ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καί τῆς πραότητος μπορεῖ νά σκέπτεται: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι!» (Μάρκ. κγ΄ 34).
Πραγματικά, δέν ξέρουν τί κάνουν στόν σεσαρκωμένο Θεό.

Ομιλία Α΄Είς τήν προδοσίαν του Ιούδα ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ



ΑΓΙΟΥ ΊΩΑΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΟΜΙΛΙΑ Α' 
ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Και εις τό Πάσχα και εις τήν παράδοσιν των μυστηρίων 
καΐ περί τοΰ μή μνησικακεΐν. Τη άγία καί Μεγάλη Πέμπτη.
Είναι ανάγκη νά πώ στην άγάπη σας λίγα λόγια σήμερα. Λέω ότι είναι ανάγκη νά πώ λίγα, όχι γιατί σάς κουράζουν οί μακρές πνευματικές όμιλίες, άφοΰ δεν ύπάρχει άλλη πόλη, όπου βρίσκεις τόσο θερμούς άκροατές πνευματικών λόγων, όσο στην πόλη μας. Δε θά σάς πώ λοιπόν λίγα, έπειδή σάς κουράζουν τά πολλά, άλλα έπειδή είναι άναγκαΐο νά είμαι σύντομος σήμερα, γιατί ύπάρχει αιτία σοβαρή, άφοΰ βλέπω πολλούς πιστούς νά επείγονται για τήν κοινωνία τών φρικτών μυστηρίων. Γιά νά μή στερηθούν λοιπόν έκείνη τήν τράπεζα, άλλα καί γιά νά μή στερηθούν άπό τήν τράπεζα τών πνευματικών λόγων, πρέπει με συμμετρία νά πάρετε καί άπό τίς δύο τράπεζες, γιά νά έχετε κέρδος διπλό. Νά έφοδιασθεΐτε λοιπόν άπό τήν τράπεζα τών λόγων μου καί ύστερα νά έλθετε καί με φόβο καί τρόμο καί με τήν εύλάβεια πού άρμόζει νά πλησιάσετε στή φοβερή καί φρικτή κοινωνία. Σήμερα, άγαπητοί, ό Κύριος ήμών ’Ιησούς Χριστός παραδόθηκε. Τήν έπόμενη άπό τούτο τό βράδυ οί ’Ιουδαίοι συλλάβανε τον Ίησοΰ. Όμως, μή γίνεσαι κατηφής άκούγοντας ότι παραδόθηκε ό Ίησοΰς Χριστός. Μάλλον νά γίνεις κατηφής καί νά κλάψεις πικρά, όχι γιά τον Χριστό πού παραδόθηκε, άλλα γιά τον προδότη ’Ιούδα. Ό ένας παραδόθηκε καί εσωσε τήν Οίκουμένη. Ό άλλος όμως με τήν προδοσία του έχασε τήν ψυχή του. Ό Ίησοΰς, πού παραδόθηκε, κάθεται τώρα δεξιά τού Θεού Πατρός στούς Ούρανούς, ένω ό προδότης βρίσκεται τώρα στον 'Άδη, περιμένοντας τήν αμείλικτη κόλαση. 


Γι’ αύτόν λοιπόν κλάψε καί στέναξε, γιατί καί ό Δεσπότης μας γι’ αύτόν δάκρυσε. «Μόλις τον είδε», λέει ή Γραφή, «ταράχθηκε καί εΐπε: ‘Κάποιος άπό έσάς θά με παραδώσει’» Πόσο μεγάλη ή εύσπλαχνία τού Δεσπότη Χριστού! Αύτός πού προδίνεται έχει στενοχώρια γιά αύτόν πού Τόν προδίνει. «Μόλις τον είδε, ταράχθηκε και εΐπε: ‘Κάποιος άπό σάς θά με προδώσε». Γιά ποιόν λόγο ό Κύριος αίσθάνθηκε θλίψη; Γιά νά μάς δείξει τή φιλοστοργία Του καί τήν ίδια στιγμή νά μάς διδάξει ότι δεν πρέπει νά θρηνούμε γι’ αύτόν πού κακοπάθει, άλλα σε κάθε περίπτωση εΐναι σωστό νά θρηνούμε γι’ αύτόν πού ενεργεί κακές πράξεις. Γιατί τελικά άπό τά δύο αύτά τό ένα εΐναι χειρότερο, δηλαδή δεν εΐναι καθόλου κακό τό νά κακοπάθεις, άλλά εΐναι κακό τό νά προκαλέσεις σε άλλον κακό. Ή κακοπάθεια μάς οδηγεί στή Βασιλεία των Ούρανών, ένω οί κακές πράξεις προετοιμάζουν τή γέεννα στήν κόλαση. Τό Εύαγγέλιο λέει: «Μακάριοι όσοι διώκονται γιά τήν έπικράτηση τού θελήματος τού Θεού, γιατί σ’ αύτούς άνήκει ή Βασιλεία τού Θεού»
 Βλέπεις πόσο ή κακοπάθεια έπιβραβεύεται μέ τή Βασιλεία των Ούρανών; Ακούσε τώρα πώς οί κακές πράξεις οδηγούν στήν κόλαση καί στήν τιμωρία. Ό Απόστολος Παύλος λέει γιά τούς ’Ιουδαίους: «Έθανάτωσαν τόν Κύριο καΐ έδιωξαν τούς προφήτες»'·, προσθέτοντας: «τό τέλος τους θά είναι ανάλογο με τά έργα τoυς» Είδες πώς όσοι  διώκονται παίρνουν έπαθλο τή Βασιλεία, ένω όσοι  γίνονται διώκτες κληρονομούν τήν οργή; Αύτά τά λόγια δεν τά λέω άπλά γιά τήν περίσταση, άλλά γενικότερα γιά νά μήν όργιζόμαστε με τούς έχθρούς μας, άντίθετα γιά νά τούς έλεοΰμε, νά θρηνούμε καί νά συμπάσχουμε μαζί τους. Γιατί αύτοί είναι πού πραγματικά πάσχουν, αύτοί δηλαδή πού μάς έχθρεύονται. 
Καί άν προετοιμάσουμε τήν ψυχή μας νά τούς άντιμετωπίζει με αύτόν τόν τρόπο, θά μπορούσαμε καί νά προσευχηθούμε γι’ αύτούς. Γι’ αύτό, τέσσερις όλόκληρες μέρες έχω πού σάς μιλάω γιά τήν προσευχή ύπέρ των έχθρών μας, ώστε μέ τή συνέχιση τής παραίνεσης νά ριζώσει μέσα μας ό λόγος αύτής τής διδασκαλίας. Γι’ αύτό, συνέχεια έξαντλω ό,τι έχω νά σάς πω γιά τό θέμα, γιά νά σπάσει τό οίδημα τής όργής καί νά άνακουφιστεΐ ή φλεγμονή, ώστε νά είναι καθαρός άπό οργή όποιος έρχεται νά προσευχηθεί. Καί ή παραίνεση αύτή τού Χριστού δεν ήταν μόνο γιά τό συμφέρον τού έχθρού μας άλλά καί γιά τό δικό μας συμφέρον, άφού συγχωρώντας στούς έχθρούς μας τήν όργή τους έναντίον μας, παίρνουμε περισσότερα άπό όσα δίνουμε. Θά μού πείτε: «καί πώς παίρνουμε περισσότερα;» ’Εάν συγχωρήσουμε τά άμαρτήματα των έχθρών μας, μάς συγχωρούνται οί άμαρτωλές μας πράξεις άπέναντι στον Δεσπότη Χριστό. Έκεΐνα τά άμαρτήματα είναι άνίατα καί άσυγχώρητα, ένώ σέ αύτά εύκολα δίνεται ή παρηγοριά καί ή συγγνώμη. Ακούσε λοιπόν τί λέει ό προφήτης ’Ηλίας πρός τούς υίούς του: «’Εάν σφάλλει ό άνθρωπος άπέναντι σέ κάποιον άλλον άνθρωπο, κάποιοι θά προσευχηθούν, γιά νά συγχωρεθεΐ. Άν όμως άμαρτάνει άπέναντι στον ίδιο τόν Θεό, ποιος θά προσευχηθεί γι’ αύτόν;» Ώστε τό τραύμα άπό την άμαρτία άπέναντν στον Θεό οΰτε μέ την εύχη επουλώνεται εύκολα. Νά όμως πού, ένφ μέ την προσευχή δέ θεραπεύεται, θεραπεύεται μέ τή συγχώρηση των άμαρτημάτων τού πλησίον. Γι’ αύτό καΐ ό Χριστός τά άμαρτήματα άπέναντι στον Θεό τα όνόμασε μύρια τάλαντα, ένφ τά άμαρτήματα τού πλησίον έκατό δηνάρια. Χάρισε λοιπόν έσύ τά έκατό δηνάρια, γιά νά σου χαρισθοΰν τά μύρια τάλαντα.
Β. Αρκετά όμως είπαμε γιά τήν προσευχή ύπέρ των έχθρών. Ας έπανέλθουμε όμως, άν θέλετε, στόν λόγο γιά τήν προδοσία και νά δούμε πώς παραδόθηκε ό Δεσπότης μας ’Ιησούς Χριστός. «Τότε ό ’Ιούδας ό Ίσκαριώτης, ένας άπό τούς δώδεκα Μαθητές, πήγε στούς άρχιερεΐς καί τούς είπε: ‘Τί θέλετε νά μού δώσετε και έγώ θά σάς τόν παραδώσω; Φαίνονται τά λόγια αύτά άπλά και δέν ύπαινίσσονται κάτι περισσότερο. Άν όμως έξετάσουμε καθένα άπό τά λόγια αύτά ξεχωριστά, θά διαπιστώσουμε ότι κρύβουν πολλή θεωρία καί μεγάλο βάθος νοημάτων. Άς δούμε πρώτα τόν «καιρόν έκεΐνο», πού διαδραματίζονται τά γεγονότα. Διότι ό Εύαγγελιστής δέν είπε άπλά ότι ό ’Ιούδας πήγε, άλλά πρόσθεσε καιτή φράση «Τότε πήγε». Γιατί άλήθειανά άναφέρει τό «Τότε»; Πότε άκριβώς έννοεΐ; Γιά ποιόν λόγο δηλώνει τόν χρόνο; Τί θέλει νά μάς διδάξει; Τό «Τότε» αύτό δέν τό είπε έτσι άπλά, άφού ό Εύαγγελιστής εΐναι έμπνευσμένος άπό τό Άγιο Πνεύμα καί τίποτα άπό όσα γράψει δέν εΐναι σχήμα λόγου, οΰτε γράφεται άσκοπα. Τί εΐναι λοιπόν τό «Τότε»; Πριν άπό αύτή τή χρονική στιγμή, μιά πόρνη κρατώντας άλάβαστρο μέ μύρο πλησίασε καί άδειασε όλο τό μύρο στήν κεφαλή τού Κυρίου. 
Ή πόρνη αύτή έδειξε μεγάλη περιποίηση στόν Κύριο, έδειξε πολλή πίστη, πολλή ύπακοή καί εύλάβεια. Άλλαξε τήν παλιά της ζωή καί έγινε καλύτερη καί πιό συνετή. Καί όταν ή πόρνη μετανόησε, όταν προσχώρησε στον Δεσπότη Χριστό, τότε ό Μαθητής πρόδωσε τον Διδάσκαλο. Γι’ αυτόν τόν λόγο άναφέρεται τό «Τότε». Γιά νά μήν κατηγορήσεις τόν Διδάσκαλο γιά άδυναμία, όταν δεις τόν Μαθητή νά προδίνει τόν Διδάσκαλο. Ό Διδάσκαλος είχε τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε άκόμα καΐ τίς πόρνες μπορούσε νά προσελκύει σε μετάνοια καΐ ύπακοή. Μά, θά μοΰ πείτε: Αύτός πού κατάφερε νά προσελκύει άκόμα καί τίς πόρνες, δεν μπόρεσε νά φέρει κοντά Του τόν Μαθητή; Μπορούσε βέβαια, άλλά δεν ήθελε με τή βία νά κάνει τό καλό, ούτε νά τόν εξαναγκάσει νά έλθει κοντά Του. Λέει στή συνέχεια: «Τότε σηκώθηκε καί πήγε». ’Έχει καί αύτό τό «σηκώθηκε καί πήγε» μεγάλο βάθος. Δεν τόν κάλεσαν οί άρχιερεΐς, ούτε τόν ύποχρέωσαν, ούτε τόν πίεσαν, άλλά έντελώς μόνος του γέννησε τή δόλια σκέψη τής προδοσίας καί πήρε τήν άπόφαση αύτή, χωρίς νά τόν συμβουλεύσει κανένας νά κάνει αύτήν τήν αισχρότητα. «Τότε πήγε ένας άπό τούς δώδεκα.» Τί σημαίνει «ένας άπό τούς δώδεκα»; Καί αύτό τό «ένας άπό τούς δώδεκα» άποδεικνύει ότι ήταν πολύ μεγάλη ή κατηγορία γιά τόν Μαθητή. 
Γιατί ύπήρχαν κι άλλοι έβδομήντα Μαθητές τού ’Ιησού, πού είχαν όμως δευτερεύουσα θέση. Δεν είχαν τίς ίδιες τιμές, όπως οί δώδεκα, ούτε είχαν τήν ’ίδια οικειότητα μέ τόν Διδάσκαλο, καί ούτε τούς φανέρωνε τά θεΐα άπόρρητα, όσο τά φανέρωνε στούς δώδεκα. Αύτοί οί δώδεκα ήταν οί δοκιμασμένοι Μαθητές Του, ό στενός κύκλος τού Βασιλέα, ή στενή συντροφιά τού Διδασκάλου, καί άπό αύτή τή συντροφιά ξεπήδησε ό ’Ιούδας. Γιά νά καταλάβεις ότι όχι άπλώς ένας Μαθητής πρόδωσε τόν Χριστό, άλλά ένας Μαθητής τής πιό δοκιμασμένης τάξης, γι’ αύτό γράφει «ένας άπό τούς δώδεκα». Καί δέν αίσθάνεται ντροττή ό Ματθαίος πού τά έγραψε αύτά. Καί γιατί τάχα δέν αισθάνεται ντροπή; Γιά νά διδαχθούμε πάντοτε ότι τά πάντα όσα άναφέρονται στά Εύαγγέλια είναι άληθινά καί δέν άποσιωπούνται, ούτε καΐ έκεννα πού φαίνονται επονείδιστα. Μά καί αύτά πού φαίνονται έπονείδιστα καΐ αύτά μαρτυρούν τή φιλανθρωπία τού Δεσπότη Χριστού. Ότι κρατούσε δίπλα Του, μέχρι τήν τελευταία στιγμή, έναν προδότη, ληστή καί κλέφτη, πού τον είχε άξιώσει με τόσες τιμές, τον νουθετούσε, τον συμβούλευε καΐ μέ κάθε τρόπο καί μέχρι τέλους τόν περιποιόταν, δέν είναι δείγμα φιλανθρωπίας Του; Άν βέβαια τελικά άποδείχθηκε άπρόσεκτος, δέν είναι γι αύτό αίτιος ό Κύριος· Καί μάρτυρας αύτού είναι ή πόρνη, ή οποία, επειδή πρόσεξε τόν έαυτό της, σώθηκε. Μήν έλθεις λοιπόν σε απόγνωση, παραβλέποντας τή σωτηρία της πόρνης. Ούτε νά ξεθαρρεύεσαι μέ τόν έαυτό σου, βλέποντας τό κατάντημα τού ’Ιούδα. Καί τά δύο είναι ολέθρια, καί τό ξεθάρρεμα μέ τόν έαυτό σου καί ή απόγνωση. Γιατί αύτός πού βασίζεται στόν έαυτό του είναι εύκολο, όταν στέκεται καλά, νά πέσει, ένω ή άπόγνωση δέν άφήνει αύτόν πού ήδη έχει πέσει νά σηκωθεί. Γι’ αύτό ό Παύλος έλεγε έτούτες τίς συμβουλές: 
«Αύτός πού νομίζει ότι στέκεται όρθιος, άς προσέχει νά μήν πέσει». ’Έχετε καί τά δύο παραδείγματα: τού Μαθητή, πού νομίζοντας ότι στέκεται καλά έπεσε, καί της πόρνης, ή όποία όντας πεσμένη άναστήθηκε. Ή άπόφασή μας εύκολα γλιστρμ άπό δω κι άπό κεΐ καί ή προαίρεσή μας εύκολα άλλάζει. Γι αύτό, πρέπει νά άσφαλίζουμε καί νά προστατεύουμε τούς έαυτούς μας άπό όλες τίς μεριές. «Τότε σηκώθηκε καί πήγε ένας άπό τούς δώδεκα, ό ’Ιούδας ό Ίσκαριώτης». Βλέπετε άπό ποιόν χορό Μαθητών ξέπεσε; Βλέπετε ποιά διδασκαλία περιφρόνησε; Βλέπετε πόσο κακό είναι ή χαύνωση καί ή όλιγωρία; «’Ιούδας ό λεγόμενος Ίσκαριώτης». Γιά ποιόν λόγο μού λέει τήν πόλη του; Μακάρι νά μήν τόν γνώριζα. «’Ιούδας ό λεγόμενος Ίσκαριώτης». Γιά ποιόν λόγο άναφέρεις τήν πόλη του;Ηταν καί κάποιος άλλος ’Ιούδας Μαθητής, πού τόν όνόμαζαν Ζηλωτή. Γιά νά μή γίνει λοιπόν σύγχυση άπό τη συνωνυμία, τον ξεχώρισε άπό τόν άλλον. Τόν Ζηλωτή τον ονόμασε έτσι χάρη στην άρετή του. Σε αυτόν όμως δεν έδωσε όνομα πού νά ταιριάζει στην κακία του· δεν εΐπε δηλαδή Ιούδας ό προδότης. Φυσιολογικά θά έπρεπε, όπως πήρε ό ένας τό όνομα Ζηλωτής άπό τήν άρετή, και ό άλλος νά πάρει τό όνομα τής κακίας του και νά όνομασθεΐ ’Ιούδας ό προδότης. Αλλά, γιά νά μάς διδάξει ότι πρέπει νά έχουμε καθαρή τή γλώσσα άπό κάθε κατηγορία, προσέχει πώς θά μιλήσει άκόμα καί γιά τόν προδότη. «Τότε», λέει, «ένας άπό τούς δώδεκα, ό ’Ιούδας ό Ίσκαριώτης, σηκώθηκε και πήγε στούς άρχιερεΐς καί τούς εΐπε: ‘Τί θέλετε νά μου δώσετε καί έγώ θά σάς Τόν παραδώσω;’». ’Ώ τί μιαρή φωνή! Καί πώς μπόρεσε νά βγει άπό τό στόμα τέτοιος λόγος! Πώς ή γλώσσα ύπάκουσε καί κινήθηκε! Πώς δε ναρκώθηκε όλόκληρο τό σώμα; Πώς δεν έπαναστάτησε ή διάνοια;
Γ. «Τί θέλετε νά μοΰ δώσετε καί έγώ θά σάς Τόν παραδώσω;» Πές μου, αύτά σε δίδαξε ό Χριστός, ’Ιούδα; ’Ή μήπως, όταν έλεγε «μήν άποκτήστε χρυσάφι, ούτε άσήμι, ούτε χάλκινα νομίσματα στίς ζώνές σας»’, αύτό δεν ήταν μία ένέργειά Του, μέ σκοπό νά μήν καρποφορήσει μέσα σου τό πάθος τής φιλαργυρίας; Αύτά δε νουθετούσε άδιάκοπα; Καί μετά άπό αύτά δεν έλεγε: «Άν σέ χτυπήσει κάποιος στή δεξιά σιαγόνα, γύρισέ του καί τήν άλλη»; Ένώ έσύ: «Τί θέλετε νά μοΰ δώσετε καί έγώ θά σάς Τόν παραδώσω;» ’Ώ πόση παραφροσύνη! Πές μου γιά ποιο πράγμα, μικρό ή μεγάλο, έχεις νά κατηγορήσεις καί παραδίνεις τόν Διδάσκαλο; Γιατί σέ έκανε νά έχεις έξουσία πάνω στούς δαίμονες; ’Επειδή γιάτρευε τίς άρρώστιες; ’Επειδή καθάρισε άρρώστους άπό τή λέπρα; ’Επειδή άνάστησε νεκρούς; ’Επειδή σταμάτησε τήν τυραννία τού θανάτου; Αντί γιά όλες τούτες τίς εύεργεσίες. Τού δίνεις αύτές τίς άνταμοιβές;
«Τί θέλετε νά μου δώσετε καΐ εγώ νά σας Τον παραδώσω;». ’Ώ τής παραφροσύνης, ή μάλλον, ώ τής φιλαργυρίας! Γιατί έκείνη γέννησε όλα τά κακά. Αυτός, κυριευμένος άπό τήν επιθυμία τής φιλαργυρίας, πρόδωσε τόν Διδάσκαλο. Τέτοια είναι ή πονηρή έκείνη ρίζα τής φιλαργυρίας, ώστε διαστρέφει τις ψυχές πού κυριεύει περισσότερο άκόμα καΐ άπό τόν Δαίμονα καί κάνει όλους τούς άνθρώπους νά άγνοοϋν καί τόν πλησίον καί τούς νόμους τής φύσης καί τούς βγάζει όλότελα έξω άπό τά λογικά τους καί άπεργάζεται συμφορές. Δές για παράδειγμα πόσα έδιωξε μέσα άπό τήν ψυχή τού Ιούδα. Τή συναναστροφή με τόν Διδάσκαλο, τήν καλή συνήθεια, τήν κοινωνία στήν τράπεζα, τά θαύματα, τή διδασκαλία, τήν παραίνεση καί τή νουθεσία. Ή φιλαργυρία δλα αύτά τά έριξε στή λήθη. Για τούτο εύλογα ό Παύλος έλεγε: «'Ρίζα όλων των κακών εΐναι ή φιλαργυρία»". «Τί θέλετε νά μού δώσετε καί έγώ νά σάς Τόν παραδώσω;» Εΐναι έξωφρενική ή παραφροσύνη αύτού τού λόγου. Παραδίνεις, πές μου, Αύτόν πού κυβερνά τά πάντα, πού έξουσιάζει τούς δαίμονες, πού διατάζει τίς θάλασσες, πού εΐναι ό Δεσπότης όλόκληρης τής φύσης; Για νά τού περιορίσει τήν παραφροσύνη αύτή καί για νά δείξει ότι, αν δεν ήθελε ό 'Ίδιος, δε θά παραδινόταν, ακούσε πώς ενεργεί ό Κύριος. ’Εκείνη τήν 'ίδια τή στιγμή τής προδοσίας, όταν ήλθαν καταπάνω Του, κρατώντας ξύλα, λαμπάδες καί πυρσούς, τούς λέει: «Ποιόν ζητείτε;'» Δε γνώριζαν δηλαδή ποιόν ήρθαν νά συλλάβουν. Γιά τόν ’Ιούδα ήταν άδύνατον νά Τόν παραδώσει, άφού Αύτόν πού έπρόκειτο νά παραδώσει δέν Τόν έβλεπε, παρότι ήταν παρών. Καί αύτά συνέβαιναν, ένω ύπήρχαν λαμπάδες καί πυρσοί πού έριχναν άπλετο φώς. Αύτό ύπαινίσσεται ό Εύαγγελιστής, φαίνεται, όταν λέει «είχαν λαμπάδες καί πυρσούς, άλλα δέν Τόν έβλεπαν»'
Και κάθε μέρα Αύτός του θύμιζε μέ λόγια καΐ έργα, δείχνοντας ότι δε θά λησμονήσει νά Τον προδώσει. ΚαΙ ούτε τον έλεγχε μέ φανερό τρόπο για όλα, ώστε νά μή γίνει ακόμα περισσότερο άναίσχυντος. Ούτε σιωπούσε, γιά νά μή νομίσει ότι Τού διαφεύγει και έτσι έπιχειρήσει την προδοσία χωρίς δισταγμό, άλλά έλεγε συνεχώς ο Κύριος; «Ένας άπό εσάς θά μέ προδώσει», χωρίς νά φανερώνει ότι αύτός θά ήταν ό Ιούδας. Έκανε καί πολλούς λόγους γιά τή μέλλουσα γέεννα καί γιά τή Βασιλεία των Ούρανών, καί έτσι φανέρωνε τή δύναμη πού καθεμιά τους έκρυβε, ή μιά νά τιμωρεΐ τούς άμαρτωλούς καί ή άλλη νά τιμωρεί  όσους κατορθώνουν ζωή σύμφωνη μέ τό θέλημα τού Θεού. Τά παραμέρισε όμως όλα αύτά καί ό Θεός δέ θέλησε νά τόν τραβήξει κοντά Του μέ τή βία. Γιατί, άφού μάς έδωσε τό αύτεξούσιο, είμαστε ύπεύθυνοι καί γιά τήν καλή καί γιά τήν κακή προαίρεση καί θέλει νά είμαστε κοντά Του μέ τή θέλησή μας. Καί όταν αύτό δέν τό θέλουμε, δέ μάς πιέζει καί δέ μάς εξαναγκάζει. Γιατί αύτός πού είναι ενάρετος μέ εξαναγκασμό, δέν είναι δυνατόν νά είναι ενάρετος. ’Επειδή λοιπόν καί αύτός ήταν κυρίαρχος της άπόφασής του καί μπορούσε νά μήν πεισθεΐ καί νά μή στραφεί στή φιλαργυρία, γι αύτό τυφλώθηκε στή διάνοιά του καί πρόδωσε τήν ύπόθεση τής σωτηρίας του. Καί λέει; «Τί θέλετε νά μού δώσετε καί έγώ νά σάς Τόν παραδώσω;». ’Ελέγχοντας λοιπόν τήν τύφλωση τού νού του καί τήν παραφροσύνη του, ό Εύαγγελιστής λέει ότι ό ’Ιούδας τή στιγμή τής έφόδου είχε σταθεί κοντά τους, ό ίδιος πού είπε τή φράση; «Τί θέλετε νά μού δώσετε καί έγώ νά σάς τόν παραδώσω».
 Καί ή δύναμη τού Χριστού δέ φαίνεται μόνον άπό όσα άναφέρθηκαν, άλλά καί άπό τό γεγονός ότι άρκεσε ή άπλή καί καθαρή φωνή Του «τίνα ζητείτε» νά τούς κάνει νά οπισθοχωρήσουν καί νά πέσουν καταγής. ’Επειδή όμως ούτε άκόμα καΐ ύστερα άπό αύτό δεν απαλλάχτηκαν άπό την άνανσχυντία τους, παραδίνει αμέσως τόν Εαυτό Του λέγοντας: «Έγώ έκανα ό,τι έπρεπε νά κάνω. Σάς άποκάλυψα τη δύναμή μου, σάς φανέρωσα ότι άποτολμάτε πράγματα άδύνατα γιά σάς. Θέλησα νά σάς άπαλείψω την κακία, όμως επειδή έσεΐς δεν τό θελήσατε, άλλά επιμένετε παραπαίοντας μέσα στά πάθη σας, νά λοιπόν, παραδίνω τόν Εαυτό μου». Καί αύτά τά λέω, γιά νά μήν πει κανένας κατηγορώντας τόν Χριστό: «Γιατί δεν άλλαξε ό Χριστός τόν Ιούδα, ώστε νά μήν πέσει στην πράξη τής προδοσίας; Γιατί δεν τόν έκανε σώφρονα καί λογικό;» Πώς έπρεπε νά τόν κάνει λογικό; Με τή βία ή με τή θέληση καί τού ίδιου; Έάν έπρεπε νά τόν κάνει σώφρονα καί έπιεικη μέ τή βία, δεν έπρόκειτο ό Ιούδας νά γίνει καλύτερος. Κανένας ποτέ δεν έγινε καλός μέ τή βία. 
Άν ήταν όμως νά γίνει σώφρονας μέ τή γνώμη του καί τή δική του προαίρεση, ό Χριστός τού έδωσε όλα αύτά πού θά μπορούσαν νά διορθώσουν τή γνώμη του καί τήν προαίρεσή του. Άν όμως δέ θέλησε νά δεχτεί τό φάρμακο, τό έγκλημα δέν είναι τού γιατρού, άλλά αύτοΰ πού άπέκρουσε τή θεραπεία. Δείτε λοιπόν πόσα έκανε, γιά νά τόν συνεφέρει καί νά τόν σώσει. Τόν δίδασκε όλα τά θεϊκά πράγματα, μέ τήν πράξη καί τόν λόγο, τόν έκανε άνώτερο άπό τούς δαίμονες, τού έκανε τήν παραχώρηση νά τού δείξει πολλά θαύματα, τόν φόβισε μέ τήν άπειλή τής γέεννας καί τόν παρακίνησε στήν άρετή μέ τήν έπαγγελία τής Βασιλείας τού Θεού. Τού έλεγξε τίς κρυφές σκέψεις, καί έλέγχοντάς τον, τό έκανε διακριτικά χωρίς νά τό δημοσιοποιεί στούς άλλους. Τά πόδια του μαζί μέ τά πόδια των άλλων Μαθητών τά έπλυνε καί κάθισαν στήν ίδια τράπεζα σαν καρδιακοί φίλοι. Δέν παρέλειψε τίποτα νά κάνει γι’ αύτόν, μικρό ή μεγάλο, καί όμως μέ τή θέλησή του παρέμεινε άδιόρθωτος
Καί γιά νά μάθεις ότι, ένώ μπορούσε νά αλλάξει, όμως δεν τό θέλησε καί πώς όλα άπδ τή δική του ραθυμία έγιναν, ακούσε καί τοΰτα. Όταν Τον παρέδωσε, έριξε κάτω τά τριάντα άργύρια καί λέει: «Άμάρτησα, παραδίνοντας στον θάνατο τον Δίκαιο»
 Τί άκριβώς συνέβη; Όταν Τόν έβλεπες νά θαυματουργεί, δεν έλεγες «άμάρτησα, παρέδωσα σε θάνατο τον Δίκαιο», άλλα «τί θέλετε νά μοΰ δώσετε, καί εγώ θά σάς Τον παραδώσω». Καί όταν προχώρησε καί έγινε τό κακό καί ή προδοσία έφτασε μέχρι τό τέλος της καί όταν ή άμαρτία ολοκληρώθηκε, μόλις τότε συνειδητοποίησες τήν άμαρτία. Τί μαθαίνουμε λοιπόν άπό τοΰτο; Ότι όταν ύπάρχει μέσα μας ραθυμία καί άπροθυμία, καμία παραίνεση δε μάς ώφελεΐ. Όταν όμως έχουμε έγνοια καί προθυμία γιά τήν άρετή, μπορούμε άπό μόνοι μας νά άναστηθοΰμε άπό τήν άμαρτία. Αυτός λοιπόν, δσο ό Διδάσκαλος τόν παρότρυνε, δεν Τόν ακούε. Όταν κανένας δεν τόν παραινούσε, ή ίδια ή συνείδησή του ξεσηκώθηκε. Καί χωρίς νά είναι μπροστά ό Διδάσκαλος άλλαξε μέσα του, ήρθε σε συναίσθηση, είδε τί είχε άποτολμήσει καί «έριξε κάτω τά τριάντα άργύρια»
 «Τί θέλετε νά σάς δώσω καί έγώ θά σάς Τόν παραδώσω;» «Καί, λέει ό Εύαγγελιστής, τού έδωσαν τριάντα άργύρια», πού ήταν ή τιμή πού πλήρωσαν γιά τόν θάνατο τού Ατίμητου. Πώς δέχεσαι καί παίρνεις τά τριάντα άργύρια Ιούδα; Ό Χριστός ήλθε γιά νά χύσει τό αΐμά Του ύπέρ της Οικουμένης δωρεάν, ένώ έσυ με τό αΐμά Του κάνεις συναλλαγές άδιάντροπες; Υπάρχει μεγαλύτερη άδιαντροπιά άπό τούτη τή συναλλαγή;
Δ. «Τότε έφτασαν οί Μαθητές.» Τότε; Πότε; Όταν αύτά έγιναν, όταν ή προδοσία είχε προχωρήσει καί ό ’Ιούδας εΐχε ρίξει τόν έαυτό του στήν άπώλεια. «Ηρθαν λοιπόν τότε οί Μαθητές καί Τού λένε: ‘Πού θέλεις νά Σου έτοιμάσουμε τότραπέζι του Πάσχα;» Είδες τον Μαθητή, είδες καΐ τούς άλλους Μαθητές. ’Εκείνος προδίδει τόν Δεσπότη Χριστό, αύτοΐ μεριμνούν για τό Πάσχα. ’Εκείνος κλείνει συμφωνίες προδοσίας, οί άλλοι Μαθητές έτοιμάζονταν για διακονία. Καί εκείνος καί οί άλλοι Μαθητές άπήλαυσαν τα ’ίδια θαύματα, τά ’ίδια διδάγματα, την ’ίδια έξουσία. Άπό πού όμως έχουμε αύτή τή μεταβολή; Από τήν προαίρεση. Αυτή πάντοτε καί παντού είναι αίτία καί των καλών καί των κακών. «Πού θέλεις νά σού έτοιμάσουμε τό τραπέζι για τό Πάσχα;» Ή σημερινή έσπέρα ήταν άκριβώς τότε πού διαδραματίζονταν τά γεγονότα. ’Επειδή δέν είχε σπίτι ό Δεσπότης, Τόν ρωτούν: «Πού θέλεις νά σού έτοιμάσουμε τό τραπέζι τού Πάσχα;». Δέν έχουμε καθορισμένο κατάλυμα, δέν έχουμε ούτε σκηνή, ούτε σπίτι. 
Άς τό βλέπουν αύτό όσοι φτιάχνουν λαμπρά οικήματα μέ τΙς εύρύχωρες στοές καί τΙς μεγάλες αύλές, ότι δηλαδή ό Χριστός δέν είχε πού τήν κεφαλήν κλΐναι. Γι’ αύτό τόν ρωτούν καί έκεΐνοι: «Πού θέλεις νά Σού έτοιμάσουμε τό τραπέζι τού Πάσχα;» Ποιό Πάσχα; Όχι τό σημερινό τό δικό μας Πάσχα, άλλα τό ’Ιουδαϊκό πού ύπήρχε τότε. ’Εκείνο τότε οί Μαθητές τό έτοίμασαν. Τό σημερινό όμως, τό δικό μας, τό έτοίμασε ό ’ίδιος ό Χριστός. ΚαΙ όχι μόνο τό έτοίμασε, άλλα και ό ’ίδιος ό Χριστός έγινε τό δικό μας Πάσχα. «Πού θέλεις νά σού έτοιμάσουμε τό τραπέζι τού Πάσχα;». ’Εκείνο ήταν τό ’Ιουδαϊκό Πάσχα, έκεΐνο ξεκίνησε άπό τήν Αίγυπτο. Για ποιόν λόγο τό Πάσχα έκεΐνο τρώγει ό Χριστός; Γιατί ήθελε νά τηρήσει τόν νόμο. Διότι, όταν βαπτιζόταν, έλεγε: «’Έτσι είναι πρέπον νά τηρήσουμε όλη τή θεία δικαιοσύνη». Γιατί ήλθα νά εξαγοράσω τόν άνθρωπο άπό τήν κατάρα τού νόμου. Γιατί ό Θεός «έστειλε τόν Υίό Του, πού γεννήθηκε άπό γυναίκα και θέλησε νά τηρήσει τον νόμο, για νά εξαγοράσει όλους όσους ό νόμος δεν μπορεί νά λυτρώσει» καΐ ακόμα νά θέσει τον νόμο σέ άχρηστεία. Γιά νά μή διαλογιστεί όμως κανένας ότι κατάργησε τόν νόμο, γιατί τάχα δέν μπορούσε νά τον τήρησει, έπειδή ήταν πιεστικός, βαρύς και άκατόρθωτος, τόν κατέλυσε, όταν ολόκληρο τόν τήρησε. 
Γι’ αύτό καΐ γιόρτασε τό Πάσχα, διότι ήταν άπαίτηση τού νόμου. Και γιά ποιόν λόγο ό νόμος διέταζε ότι τό Πάσχα γίνεται Ιδιαίτερη τράπεζα; Οί ’Ιουδαίοι έδειχναν άγνωμοσύνη πρός τίς εύεργεσίες τού Θεού καΐ ξεχνούσαν εύκολα τά προστάγματά Του. Όταν λοιπόν έφυγαν άπό τήν Αίγυπτο, καί ένω έβλεπαν τή θάλασσα νά σχίζεται καί πάλι νά συνενώνεται και άλλα μύρια θαύματα, όμως αύτοί έλεγαν: «Νά φτιάξουμε δικούς μας θεούς νά μάς καθοδηγήσουν»· Πώς σάς φαίνεται; Νά έχεις τό θαύμα άκόμα μες στά χέρια σου καί άμέσως νά ζεχνφ; τόν Εύεργέτη; ’Επειδή λοιπόν ήσαν τόσο άναίσθητοι καί άγνώμονες, ό Θεός με τή θέσπιση των έορτών έκανε ύποχρεωτική τήν ύπενθύμιση των δωρεών Του καί γι’ αύτό διέταξε νά θυσιάζουν τό Πάσχα. «Καί άν σέ ρωτήσει τό παιδί σου τί είναι τό Πάσχα», νά τού άπαντήσεις ότι κάποτε οί πρόγονοί μας στήν Αίγυπτο είχαν βάψει μέ αίμα τίς πόρτες τών σπιτιών, γιά νά μήν μπει μέσα ό έξολοθρευτής, μήπως βλέποντας πώς δέν έχει αίμα, τολμήσει νά μπει μέσα καί νά καταφέρει χτυπήματα.
Ηταν λοιπόν ή έορτή διαρκής ύπενθύμιση τής σωτηρίας τους. Καί δέν κέρδιζαν μόνο άνάμνηση τών παλαιών εύεργετημάτων, άλλά ήταν ταυτόχρονα άκόμα πιό σπουδαίο, άφού προτύπωνε τά μέλλοντα. Ηταν δηλαδή ό άμνός εκείνος τύπος τού άλλου πνευματικού άμνού, τό πρόβατο τύπος τού άλλου πνευματικού προβάτου. Καί τό ένα, τό ’Ιουδαϊκό, ήταν ή σκιά, τό άλλο όμως ήταν ή Αλήθεια. Άφού λοιπόν φάνηκε ό 'Ήλιος τής δικαιοσύνης. εξαφανίστηκε ή σκιά· Γιατί, όταν ό ήλιος ανεβαίνει στον ορίζοντα, ή σκιά χάνεται. Γιατί καί σ’ αύτήν την ίδια τράπεζα, γίνονται καΐ τα δύο Πάσχα, καί τού τύπου καί τής Αλήθειας. Καθώς οί ζωγράφοι και τΙς γραμμές τραβούν καί τίς σκιές ζωγραφίζουν στον ίδιο πίνακα, άλλα καί βάζουν άπό πάνω τά άληθινά χρώματα, έτσι έκαμε καί ό Χριστός- στήν ’ίδια Τράπεζα, καί στο τυπικό Πάσχα ήταν παρών, άλλα πρόσθεσε έκεΐ καί τό άληθινό. «Πού θέλεις νά Σου έτοιμάσουμε τραπέζι για τό Πάσχα;» Ηταν τότε τό ’Ιουδαϊκό Πάσχα. Αλλά, όταν φανερώνεται ό "Ηλιος, άς μη φέγγει κανένα λυχνάρι. Άς φύγει λοιπόν ή σκιά, άφοΰ έφθασε ή Αλήθεια.
Ε. Αύτά λέω καί άπευθύνομαι στους ’Ιουδαίους, έπειδή νομίζουν ότι κάνουν Πάσχα καί επειδή μέ άναίσχυντη διάθεση περηφανεύονται γιά τά άζυμα, αύτοί πού δέν έχουν ταπείνωση καρδιάς. Πού, ένω έχουν κάνει περιτομή, ή καρδιά τους είναι άπερίτμητη. Πώς κάνεις λοιπόν, πές μου, τό Πάσχα ’Ιουδαίε; Ό ναός έχει εντελώς άνασκαφτεΐ, ό βωμός έχει πεταχτεΐ, τά Άγια των Αγίων έχουν ποδοπατηθεϊ, όλα τά ε’ΐδη των θυσιών έχουν διαλυθεί. Γιά ποιόν λόγο λοιπόν τολμάς πράγματα παράνομα; Κάποτε έφυγες αιχμάλωτος στή Βαβυλώνα καί έκεί αύτοί πού σ’ αιχμαλώτισαν σού έλεγαν: «Τραγουδήστέ μας τραγούδια άπό τις ωδές τής Σιών». Καί δέν τό άνέχτηκες. Καί ό Δαβίδ τούτα φανέρωνε, όταν έλεγε: «Στούς ποταμούς τής Βαβυλώνας, έκεί καθίσαμε καί κλάψαμε. Έκεί έπάνω στις ιτιές κρεμάσαμε τά όργανά μας» δηλαδή τό ψαλτήρι, τήν κιθάρα, τή λύρα καί τά ύπόλοιπα. Αύτά τά όργανα χρησιμοποιούσαν έκείνο τόν καιρό, όταν τραγουδούσαν τούς ψαλμούς. Καί τούτα τά πήραν μαζί τους στήν αιχμαλωσία, όχι γιά νά τά χρησιμοποιήσουν, άλλά γιά νά τούς θυμίζουν τή ζωή στήν πατρίδα. Γιατί, καθώς λέει ό Δαβίδ, «έκεΐ μας ζήτησαν αύτοί πού μας αίχμαλώτισαν λόγους άπό τίς ωδές» καΐ είπαμε; «Πώς μπορούμε νά ψάλουμε τήν ωδή τού Κυρίου σε ξένη γή;» 
Λοιπόν, πώς κάνεις τό Πάσχα σέ ξένη γη; Τί λές; Τήν ωδή τού Κυρίου σέ ξένη γη δεν τήν τραγουδάς, άλλα κάνεις σέ ξένη γη τό Πάσχα τού Κυρίου; Είδες πόση άγνωμοσύνη και πόση παρανομία; Όταν αύτοί πού τούς άνάγκαζαν ήταν έχθροί, ούτε ψαλμό δέν μπορούσαν νά ψάλουν. Τώρα όμως, πού κανένας δέν τούς άναγκάζει, κινούν πόλεμο κατά τού Θεού. Βλέπεις ότι τά Άζυμα είναι άκάθαρτα, πώς είναι παράνομη ή έορτή και πώς δέν ύπάρχει ’Ιουδαϊκό Πάσχα; Κάποτε ύπήρχε ’Ιουδαϊκό Πάσχα, άλλα αύτό καταλύθηκε καί ήλθε τό πνευματικό Πάσχα πού τότε μας παρέδωσε ό Χριστός. Δηλαδή, ένώ οί Μαθητές έτρωγαν καΐ έπιναν, πήρε άρτο, τον έκοψε σέ κομμάτια και είπε; «Αύτό είναι τό σώμά μου πού κομματιάζεται γιά σάς, για τή συγχώρηση τών άμαρτιών». Γνωρίζουν τά λόγια αύτά οί μυημένοι. Και πάλι πήρε τό ποτήριο λέγοντας; «Αύτό είναι τό αΐμά μου, πού χύνεται ύπέρ τών πολλών γιά τή συγχώρηση τών άμαρτιών». Καί ήταν παρών καί ό ’Ιούδας, όταν τά έλεγε τούτα ό Χριστός. Αύτό είναι τό σώμα, πού έσύ ’Ιούδα πούλησες γιά τριάντα άργύρια. Αύτό είναι τό αίμα, γιά τό όποιο έφτιαχνες τά άνομα συμβόλαια μέ τούς άχάριστους Φαρισαίους. Πόσο μεγάλη ή φιλανθρωπία τού Χριστού καΐ πόσο άπίστευτος ό παραλογισμός τού ’Ιούδα! Πόση μανία! Ένώ αύτός Τόν πουλάει γιά τριάντα άργύρια, ό Χριστός καί μετά άπό αύτό δέ σταματάει νά προσφέρει τό αΐμά Του, αύτό πού πουλήθηκε γιά νά συγχωρηθούν οί άμαρτίες άκόμα καί αύτού πού τό πούλησε, άν βέβαια τό ήθελε καί ό ’ίδιος. Ό ’Ιούδας ήταν παρών καί πήρε μέρος στόν Μυστικό Δείπνο. Όπως άκριβώς έπλυνε ό Κύριος τά πόδια των άλλων Μαθητών, μαζί καΐ του ’Ιούδα, έτσι ακριβώς τον δέχτηκε νά βρίσκεται άνάμεσά τους στό τραπέζι τού Μυστικού Δείπνου, για νά μήν έχει καμία πρόφαση δικαιολογίας, έάν παρέμενε αμετακίνητος στήν κακοήθεια. Ό Χριστός έκανε ό,τι έπρεπε νά γίνει, αυτός όμως έμεινε αναίσθητος, διατηρώντας τήν άμαρτωλή του γνώμη.
ΣΤ. Αλλά είναι καιρός νά πλησιάσουμε σ’ αύτη τή φρικτή  τράπεζα. Όλοι άς πλησιάσουμε μέ τη σωφροσύνη καί τή νήψη πού ταιριάζει. Καί κανένας νά μή γίνει ένας άκόμα ’Ιούδας, κανένας πού νά έχει μέσα του δηλητήριο κακίας. Όχι άλλα νά λέει μέ τό στόμα καί άλλα νά κρύβει μέσα στή διάνοιά του. Ό Χριστός είναι παρών άνάμεσά μας. Καί τώρα, Αύτός πού κάποτε κόσμησε έκείνη τήν Τράπεζα, Αύτός ό ’ίδιος είναι καί τώρα πού κοσμεί καί τούτη τήν τράπεζα. Γιατί δεν είναι άνθρωπος Αύτός πού κάνει τά προκεί-μενα δώρα νά γίνουν σώμα καί αίμα Χριστού, άλλά αύτός ό ’ίδιος ό Χριστός, πού σταυρώθηκε γιά μάς. Ό ιερέας άκολουθώντας τό τυπικό λέει τά λόγια αύτά, ή δύναμη όμως καί ή χάρη είναι άπό τόν Θεό. «Αύτό είναι τό σώμά μου», λέει. Αύτός ό λόγος εΐναι πού άλλάζει τά προκείμενα δώρα. Καί, όπως ή φωνή έκείνη πού λέει «αύξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γήν» μιά μόνο φορά ειπώθηκε, άλλά ένεργεΐ πάντοτε καί κάνει τή φύση μας νά έχει τήν ικανότητα τής παιδοποίίας, έτσι καί ή φωνή αύτή, ένώ μιά μόνο φορά είπώθηκε, άπό έκείνη τή στιγμή μέχρι σήμερα καί μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία θά όλοκληρώνει κάθε φορά τή θυσία σέ κάθε Αγία Τράπεζα στίς έκκλησίες. 
Κανένας λοιπόν άς μήν εΐναι ύπουλος, κανένας νά μή γεμίζει μέ κακία, κανένας άς μήν έχει τό δηλητήριο στή διάνοιά του, γιά να μή μεταλαβαίνει καί τού γίνεται ή μετάληψη κατάκριμα, όπως έγινε τότε μέ τόν ’Ιούδα, πού άμέσως μόλις πήρε τήν προσφορά άπό τόν Κύριο, πήδησε πάνω του ό Διάβολος, δχι έπειδή ύποτίμησε τό σώμα τοΰ Δεσπότου Χριστού, άλλα επειδή περιφρονοΰσε τον ’Ιούδα για την άναισχυντία του. Αύτό μάς διδάσκει ότι σε αυτούς πού μεταλαμβάνουν άνάξια τά θεία μυστήρια, με ιδιαίτερη σφοδρότητα πέφτει επάνω τους ό Διάβολος καί τούς κυριεύει ολοκληρωτικά, όπως τότε τόν ’Ιούδα, καί άνεβαίνει πάνω τους διαρκώς. Γιατί οί τιμές ώφελούν μέν τούς άξιους, άλλα έκείνους πού τις άπολαμβάνουν παρά τήν άξία τους, τούς ύποβάλλουν σέ μεγαλύτερες τιμωρίες. Καί τούτα δεν τά λέω γιά νά σάς τρομοκρατήσω, άλλά για νά σάς προφυλάξω. Άς μήν είναι λοιπόν κανένας ’Ιούδας, κανένας νά μήν πλησιάσει τά μυστήρια έχοντας τό δηλητήριο τής κακίας. Γιατί ή θυσία είναι τροφή ττνευματική. Καί, όπως ή σωματική τροφή, όταν εισχωρήσει σέ στομάχι πού έχει έπιβλαβή ύγρά, έπιδεινώνει τήν άρρώστια, όχι λόγω τής φύσης τής τροφής, άλλά έπειδή είναι άρρωστο τό στομάχι, έτσι συμβαίνει πάντα καί μέ τά πνευματικά μυστήρια. Όταν αύτά δοθούν σέ ψυχή πού είναι γεμάτη κακία, τήν καταστρέφουν καί τήν άφανίζουν, όχι φυσικά γιατί άπό τή φύση τους λειτουργούν έτσι τά μυστήρια, άλλά γιατί ή ψυχή είναι άρρωστη. Άς μήν έχει λοιπόν κανένας πονηρούς λογισμούς, άλλά άς καθαρίσουμε τή διάνοιά μας, άφού πλησιάζουμε μιά καθαρή θυσία. Άς κάνουμε άγια τήν ψυχή μας.

Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

Η άρνηση του Πέτρου και το τέλος του Ιούδα

 
titlos_3_arnisi
Ο Πέτρος καθόταν στην αυλή με τους υπηρέτες. Κάποια υπηρέτρια τον πλησίασε και του είπε: «Και συ είσαι με τον Ιησού, τον Γαλιλαίο;». Μπροστά σε όλους αρνήθηκε ο Πέτρος λέγοντας: «Δεν ξέρω τι λες». Πήγε λίγο πιο έξω, αλλά κι εκεί μια άλλη υπηρέτρια φώναξε: «Κι αυτός ήταν μαζί με τον Ιησού το Ναζωραίο». Και πάλι αρνήθηκε ο Πέτρος κι ορκίστηκε κιόλας ότι δεν γνωρίζει αυτόν τον άνθρωπο. Ύστερα από λίγο τον πλησίασαν κάποιοι που στέκονταν δίπλα στην πόρτα και του είπαν: «Πραγματικά είσαι κι εσύ από αυτούς. Η προφορά σου σε φανερώνει».
3_PetrosΟ Πέτρος άρχισε να καταριέται τον εαυτό του και να ορκίζεται ότι δεν γνωρίζει αυτόν τον άνθρωπο. Αμέσως τότε λάλησε ο πετεινός. Θυμήθηκε ο Πέτρος τα λόγια του Ιησού κι αφού βγήκε έξω έκλαψε πικρά.
΄Οταν ο Ιούδας έμαθε πως καταδικάστηκε ο Ιησούς, μεταμελήθηκε και επέστρεψε τα τριάντα αργύρια στους αρχιερείς, λέγοντας: «Αμάρτησα, γιατί έστειλα έναν αθώο στον θάνατο». Ο Ιούδας τότε πέταξε τα αργύρια στον ναό, έφυγε και πήγε και κρεμάστηκε.

Ιερός Νιπτήρας: ο πλησίον είναι ο μυσταγωγός μας προς τον Θεό Φώτιος Αποστολός, Δρ. Θεολογίας


 Η ακολουθία του Ιερού Νιπτήρος αποτελεί μια από τις ωραιότερες και παραστατικότερες ακολουθίες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι ρίζες της εντοπίζονται στους πρώτους αιώνες διάδοσης του χριστιανισμού· με ποικίλες προσθήκες, αφαιρέσεις και παραλλαγές η συγκεκριμένη ακολουθία αναπαριστάται αδιαλείπτως από αιώνων με μεγάλη επισημότητα το πρωινό της Μεγάλης Πέμπτης στην Αγία Αυλή του Ναού της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα και στο ιερό νησί της Πάτμου· τελείται επίσης με κατάνυξη το απόγευμα της Μεγάλης Τετάρτης σε κάθε ορθόδοξο ναό σε ανάμνηση της πράξης του Κυρίου, που έπλυνε τα πόδια των μαθητών του στο υπερώο του Μυστικού Δείπνου.
Apostolos_niptiras 2
Σε ένδειξη ταπεινοφροσύνης και αγάπης ο Κύριος μας, Ιησούς Χριστός, σηκώνεται από το τραπέζι του δείπνου, αποχωρίζεται τα ιμάτια Του, ζώνεται το λέντιον και πλένει τα πόδια των μαθητών Του. Δεν είναι μια τελετουργική πράξη, αλλά συμβολική έκφραση ταπεινοφροσύνης και αντιαυταρχικής νοοτροπίας. Εάν, λοιπόν, έπλυνα τα πόδια σας εγώ, που είμαι ο Κύριος και ο Διδάσκαλος, πολύ περισσότερο οφείλετε να κάνετε τούτο εσείς και να πλύνετε ο ένας τα πόδια του άλλου με αγάπη και ταπεινοφροσύνη και να έχετε την διάθεση να κάνετε την πλέον ταπεινωτική υπηρεσία χάριν των άλλων ανθρώπων. Με αυτό που έκαμε, τους έδωσε  το τέλειο παράδειγμα, για να κάνουν και αυτοί  το ίδιο. Ὑπόδειγμα γάρ δέδωκα ὑμῖν(Iω.13,15).
Συγκλονιστικό ήταν το παράδειγμα του Κυρίου για τους Μαθητές. Η ταπείνωσή Του, τους επανέφερε στη θεία ατμόσφαιρα, τους έκανε να αισθανθούν απέραντο σεβασμό προς τον ταπεινωθέντα Κύριο και τους προετοίμασε να παρακολουθήσουν με λατρευτική κατάνυξη την παράδοση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, που θεμελίωσε τη Λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Ο υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι(Ματθ.10:45). Και αυτή είναι η προτροπή Του προς όλους μας.
Η ταπείνωση και η φιλανθρωπία είναι η βάση των αρετών. Τίποτα δεν εξαγιάζει τον άνθρωπο τόσο, όσο η αρετή της ταπείνωσης. Ο Κύριος αποτελεί ύψιστο παράδειγμα ταπείνωσης. Γεννήθηκε  σε ένα σπήλαιο, έζησε απλά, αθόρυβα και φτωχικά την ζωή του, διακόνησε τον άνθρωπο, δηλαδή κήρυξε, θεράπευσε, ανέστησε, λίγο πριν το Πάθος Του έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του και τέλος πέθανε ως τελευταίος κακούργος πάνω στον Σταυρό. Η ταπείνωση είναι, λοιπόν, μίμηση του Χριστού. Σαφές το μήνυμα της ακολουθίας του Νιπτήρος, πως για να κληρονομήσει ο άνθρωπος την επουράνιο και ανέσπερο βασιλεία του Θεού, πρέπει απαραίτητα να αποκτήσει ταπείνωση, που ανεβάζει τον άνθρωπο στον Θεό και τον καθιστά δεκτικό της χάρης Του.
Η ταπείνωση βέβαια δεν έχει σχέση με την ταπεινοσχημία ούτε με ατομικά συμπλέγματα κατωτερότητας. Την ταπείνωση ο χριστιανός την βιώνει ως πρόσωπο – υπόσταση στις σχέσεις του με τον Θεό και τον πλησίον. Και όπως επιμένουν ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής και ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ: οι σχέσεις με τον πλησίον προηγούνται και είναι αυτές που μας ανάγουν και μας μυσταγωγούν στην σχέση μας με τον Θεό. Ο Χριστός πριν ταπεινωθεί και υπακούσει στο θέλημα του Ουρανίου Πατρός στην Γεθσημάνειο Προσευχή, ταπεινώθηκε και έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του. Πέρασε σε αυτούς βιωματικά το μήνυμα της καταλλαγής του Θεού με τους ανθρώπους. Ετοίμασε με αυτόν τον τρόπο τα αισθητήριά τους για το μέγα και ακατάληπτο μυστήριο του Σταυρού. Τον τρόπο του Χριστού ακολουθούν και οι άγιοι, σύγχρονοι και παλαιοί. Πρώτα αγκαλιάζουν τον άνθρωπο και τον διακονούν ώστε να δει την αγάπη του Θεού στο δικό τους πρόσωπο και ύστερα του μιλούν για τον Θεό.

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς Οι επτά φράσεις του Χριστού στο Σταυρό


Θέλετε να µάθετε τη σηµασία εκείνων των επτά φράσεων τις οποίες είπε ο Κύριος πάνω στον σταυρό. Δεν είναι σαφείς;
Πρώτη φράση: «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. 23,34). Με αυτά τα λόγια ο Χριστός έδειξε το έλεός του απέναντι στους εκτελεστές Του, των οποίων η µοχθηρία δεν υποχώρησε ούτε όταν υπέφερε στον σταυρό. Το δεύτερο είναι ότι βροντοφώναξε από την κορυφή του βράχου του Γολγοθά µία αποδεδειγµένη αλλά ποτέ καλά συνειδητοποιηµένη αλήθεια, δηλαδή ότι αυτοί που πράττουν το κακό ποτέ δεν ξέρουν τι κάνουν. Σκοτώνοντας τον Δίκαιο στην πραγµατικότητα σκοτώνουν τον εαυτό τους και ταυτόχρονα δοξάζουν τον Δίκαιο. Καταπατώντας τον νόµο του Θεού δεν βλέπουν τη µυλόπετρα, η οποία αόρατα κατεβαίνει προς αυτούς για να τους συνθλίψει. Εµπαίζοντας τον Θεό δεν βλέπουν τα πρόσωπά τους να µεταµορφώνονται σε θηριώδη ρύγχη. Διαποτισµένοι από το κακό ποτέ δεν ξέρουν τι κάνουν.
fwnhmegalh2
Δεύτερη φράση: «Αµην λέγω σοι, σήµερον µετ’ εµού έση εν τω παραδείσω» (Λουκ. 23,43). Αυτός ο λόγος απευθύνεται στον µετανιωµένο ληστή στον σταυρό. Πολύ παρήγορος λόγος για τους αµαρτωλούς, οι οποίοι τουλάχιστον την τελευταία στιγµή µετανοούν. Το έλεος του Θεού είναι απερίγραπτα µεγάλο. Ο Κύριος εκπληρώνει την αποστολή Του ακόµα και στον σταυρό. Έως την τελευταία του πνοή ο Κύριος σώζει εκείνους που δείχνουν και την παραµικρή επιθυµία να σωθούν.
Τρίτη φράση: «Γύναι, ίδε ο υιός σου» (Ιωαν. 19,26). Έτσι είπε ο Κύριος στην Αγία Μητέρα Του που στεκόταν κάτω από τον σταυρό µέ την ψυχή σταυρωµένη. Και στον απόστολο Ιωάννη λέγει: «Ιδού η µήτηρ σου» (Ιωαν. 19,27). Αυτός ο λόγος δείχνει τη φροντίδα, που ο καθένας χρωστά στους γονείς του. Για δες, Εκείνος που έδωσε εντολή στους ανθρώπους: «Τίµα τον πατέρα σου και την µητέρα σου» (Εξ. 20,12) εκπληρώνει την εντολή Του την ύστατη στιγµή.
Τέταρτη φράση: «Θεέ µου, Θεέ µου, ινατί µέ εγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46). Αυτές οι λέξεις δείχνουν, τόσο την αδύναµη ανθρώπινη φύση, όσο και την προορατικότητα του Κυρίου. Ο άνθρωπος πάσχει, αλλά κάτω από τον ανθρώπινο πόνο υπάρχει ένα µυστήριο. Δες, µόνον αυτές οι λέξεις µπορούσαν να διαλύσουν την αίρεση, η οποία αργότερα τράνταζε την εκκλησία και η οποία λανθασµένα κήρυττε ότι η Θεία φύση υπέφερε στον σταυρό. Όµως, εν τω µεταξύ, ο αιώνιος Υιός του Θεού γι’ αυτό και ενσαρκώθηκε ως άνθρωπος, για να είναι ως άνθρωπος στο σώµα και την ψυχή, για να µπορέσει όταν έλθει η στιγµή να πάσχει για τους ανθρώπους και να πεθάνει για τους ανθρώπους. Γιατί αν η Θεία φύση του Χριστού έπασχε στον σταυρό, θα σήµαινε ότι η Θεία φύση του Χριστού θα πέθαινε. Και αυτό ούτε καν επιτρέπεται να διανοηθούµε. Εντρυφήστε όσο πιο πολύ µπορείτε σ’ αυτές τις µεγάλες και φοβερές λέξεις: «Θεέ µου, Θεέ µου, ινατί µέ εγκατέλιπες;».
Η πέµπτη φράση: «Διψώ» (Ιωαν 19,28). Το αίµα Του έρρεε. Γι’ αυτό και διψούσε. Ο ήλιος ήταν κατά τη δύση του, ήδη Του χτυπούσε το πρόσωπο και µαζί µέ τα άλλα βασανιστήρια καιγόταν πολύ. Φυσικό ήταν να διψά. Αλλά, Κύριε, διψούσες όντως για νερό ή για αγάπη; Μήπως διψούσες ως άνθρωπος ή ως Θεός, ή και το ένα και το άλλο; Ιδού ο Ρωµαίος λεγεωνάριος σου πρόσφερε ένα σπόγγο βρεγµένο στο ξύδι. Μια σταγόνα ελέους, την οποία δεν αισθάνθηκες από τους ανθρώπους για τρεις ολόκληρες ώρες κρεµασµένος στον σταυρό! Αυτός ο Ρωµαίος στρατιώτης απαλύνει κάπως την αµαρτία του Πιλάτου -την αµαρτία της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας- απέναντί σου, έστω και µέ ξύδι. Γι’ αυτό θα αφανίσεις τη Ρωµαϊκή αυτοκρατορία, αλλά στη θέση της θα οικοδοµήσεις νέα.
Η έκτη φράση: «Πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεµαι το πνεύµά µου» (Λουκ. 23,46). Που σηµαίνει ότι ο Υιός παραδίδει το πνεύµα Του στα χέρια του Πατρός Του. Για να γίνει γνωστό, ότι από τον Πατέρα ήρθε και όχι αυτεξουσίως, όπως Τον κατηγορούσαν οι Εβραίοι. Αλλά ακόµα οι λέξεις αυτές ελέχθησαν για να τις ακούσουν οι βουδιστές, οι πυθαγόρειοι, οι αποκρυφιστές, και όλοι εκείνοι οι φιλόσοφοι, οι οποίοι φλυαρούσαν περί µετοίκισης της ψυχής των νεκρών ανθρώπων σε άλλους ανθρώπους, ή ζώα, ή φυτά, ή αστέρια, ή µεταλλικά στοιχεία. Πετάξετε όλες αυτές τις φαντασίες και δείτε που κατευθύνεται το πνεύµα του νεκρού Δικαίου: «Πάτερ, εις χείράς σου παρατίθεµαι το πνεύµά µου»!
Η έβδοµη φράση: «Τετέλεσται» (Ιωαν.19,30). Αυτό δεν σηµαίνει ότι τελειώνει η ζωή. Όχι! Αλλά ότι τελειώνει η αποστολή η επικεντρωµένη στη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Τελείωσε, και επισφραγίσθηκε µέ το αίµα και τον επίγειο θάνατο, το θείο έργο του µοναδικού αληθινού Μεσσία των ανθρώπων. Τελείωσαν τα βασανιστήρια, αλλά η ζωή µόλις αρχίζει. Τελείωσε η τραγωδία αλλά όχι και το δράµα. Στη σειρά έπεται, το µεγαλειώδες αξίωµα: νίκη πάνω στον θάνατο, ανάσταση, δόξα.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δρόμος χωρίς Θεό δεν αντέχεται…», Ιεραποστολικές επιστολές Α΄, εκδ, Εν πλω,  σ. 72-75)

Σάββατο 8 Απριλίου 2017

Σταύρωση – Ο μυστικός κόσμος της εικόνας

Την τρίτη Κυριακή της Σαρακοστής έχουν περάσει τρεις εβδομάδες από την αρχή της και μένουν τρεις εβδομάδες μέχρι την αρχή της εβδομάδας των Παθών του Κυρίου μας, της Μεγάλης Εβδομάδας. Αυτή την Κυριακή λοιπόν η Εκκλησία την έχει ορίσει για να προσκυνούν οι πιστοί τον Σταυρό του Χριστού μας, προκειμένου να τους δώσει την πνευματική δύναμη για να περάσουν και τις υπόλοιπες εβδομάδες. Έτσι, στους ορθόδοξους ναούς θα προσκυνήσουμε όλοι τον Τίμιο Σταυρό, που πάνω του άφησε την επίγεια ζωή του ο Υιός του Θεού.
21_Trodio_Stayrosi_1
Η εικόνα της Σταύρωσης, η οποία είναι κατ΄ εξοχή εικόνα της Μεγάλης Παρασκευής, είναι και τώρα επίκαιρη. Στην εικόνα αυτή κρύβεται ένας μυστικός κόσμος. Ας τον μάθουμε, παρατηρώντας τα πρόσωπα και τα άλλα στοιχεία που εικονίζονται. Ας παρατηρήσουμε πρώτα ότι η σκηνή της Σταύρωσης είναι έξω από τα τείχη της πόλης, τα οποία φαίνονται πίσω. Έτσι κι εμείς πρέπει να βγούμε έξω από τα τείχη του εγωισμού μας, έξω από τον εαυτό μας, και να πλησιάσουμε τους άλλους μέσα από τον Χριστό.
Stayrosi_1Στο κέντρο κυριαρχεί η μορφή του Κυρίου μας. Βρίσκεται καθηλωμένος στον Σταυρό, αλλά δεν είναι ζωντανός. Δεν εικονίζεται όμως και νεκρός. Ο αγιογράφος τον ζωγραφίζει σαν να κοιμάται. Τα χέρια και τα πόδια του δεν κρέμονται σαν νεκρά – τα χέρια του, καρφωμένα στο ξύλο, είναι απλωμένα κι αγκαλιάζουν όλον τον κόσμο.
Stayrosi_2Από το πλευρό του, το οποίο πριν από λίγο τρύπησε με τη λόγχη ένας στρατιώτης έτρεξε αίμα και νερό, απόδειξη ότι πέθανε στ΄ αλήθεια. Συγχρόνως όμως τα δύο αυτά στοιχεία συμβολίζουν τα δύο κύρια μυστήρια, το βάπτισμα (νερό) και τη Θεία Ευχαριστία (αίμα).
Stayrosi_4Αν και νεκρός πάνω στον Σταυρό, είναι νικητής στον Άδη. Το κρανίο που υπάρχει κάτω από τον Σταυρό, δέχεται το ζωοποιό και σωτήριο αίμα του Κυρίου. Συμβολίζει τον Αδάμ, ως εκπρόσωπο όλου του ανθρώπινου γένους.
Stayrosi_3Η νίκη του Κυρίου πάνω στον θάνατο φαίνεται και από την επιγραφή που βάζει ο αγιογράφος πάνω στον Σταυρό. Η συντομογραφία σημαίνει «Ο Βασιλεύς της Δόξης», αν και γνωρίζουμε ότι η επιγραφή που είχε τοποθετηθεί έγραφε: «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων». Σε παλιότερες αγιογραφίες βλέπουμε την επιγραφή ΙΝΒΙ.
Stayrosi_5Γύρω από τον Σταυρό εικονίζονται κάποια πρόσωπα. Είναι αυτά που αναφέρονται στα Ευαγγέλια. Κάτω, περιστοιχισμένη από γυναίκες που την αγκαλιάζουν, βρίσκεται η Παναγία. Το πρόσωπό της είναι θλιμμένο και πονεμένο, αλλά δεν θρηνεί γοερά. Οι γυναίκες, μαθήτριες του Κυρίου αντιμετωπίζουν τον πόνο, όλες μαζί, ενωμένες, ως Εκκλησία.
Stayrosi_6Απέναντι από την Παναγιά μας βρίσκεται ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, ο μοναδικός από τους μαθητές του που ήταν παρών στη Σταύρωση, ο Ιωάννης, ο γιος του Ζεβεδαίου. Σ΄ αυτόν απευθυνόμενος πριν από λίγο ο Κύριος ανέθεσε τη φροντίδα της Μητέρας Του και στη Μητέρα Του είπε ότι ο Ιωάννης θα είναι γιος της.
Stayrosi_7Πίσω από τον Ιωάννη διακρίνεται ένας Ρωμαίος στρατιωτικός. Είναι αυτός που ομολογεί ότι Αυτός που σταυρώθηκε είναι Υιός του Θεού. Είναι ο άγιος Λογγίνος, ο εκατόνταρχος, ο οποίος αργότερα μαρτύρησε για τον Χριστό.
Αυτά τα στοιχεία, λοιπόν, ας έχουμε υπόψη μας, προκειμένου την Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης αλλά και τη Μεγάλη Παρασκευή, μετά από τέσσερις εβδομάδες περίπου, να γνωρίζουμε τους συμβολισμούς της εικόνας που προσκυνούμε.

Κυριακή 2 Απριλίου 2017

Mια άλλη ανάγνωση της Έγερσης του ΛαζάρουΔρ. Πέτρος Παναγιωτόπουλος, Υπεύθυνος Περιεχομένου Πεμπτουσίας


Είναι γνωστά τα μηνύματα που στέλνει στους πιστούς η σημερινή εορτή. Ο Κύριος ανιστά εκ νεκρών το φίλο του Λάζαρο που είχε πεθάνει τέσσερις μέρες πριν. Μεγάλο θαύμα, το οποίο δίκαια προκάλεσε την απορία και το θαυμασμό των κατοίκων της Ιουδαίας, αλλά και το φθόνο των θρησκευτικών αρχόντων – οι οποίοι από τότε έβαλαν σε λειτουργία τα άνομα σχέδιά τους για την εξόντωση του Ιησού.
TRADITIONS-REMEMBERING-ST.-LAZARUS_UP
Ο Ιησούς είχε κάνει ήδη πολλά θαύματα. Ποικίλες θεραπείες, πολλαπλασιασμό άρτων και ιχθύων, ακόμα και αναστάσεις νεκρών. Αυτό όμως υπερέβαινε κάθε προηγούμενο. Νεκρός «τεταρταίος», ο οποίος «ήδη όζει», κατά τα λεγόμενα της αδερφής του, δεν είχε ακουστεί ποτέ να ανασταίνεται. Φανερώνεται, λοιπόν, έτσι η θεία δύναμη του Διδασκάλου, προτυπώνεται το υπέρλογο γεγονός της δικής του Ανάστασης, που θα ακολουθήσει μετά από λίγες μέρες, και προϊδεάζονται οι μαθητές Του και ο λαός γι’ αυτό. Ταυτόχρονα, δίνεται η δυνατότητα στις αδερφές του Λαζάρου να αναγνωρίσουν την κυριότητα του Χριστού στη ζωή και το θάνατο, εκδηλώνοντας τη μεγάλη πίστη τους: «Πού ήσουν Κύριε; Αν ήσουν εσύ εδώ, δε θα συνέβαινε αυτό!»
Έρχονται πολλοί όμως κατόπιν, και με διάφορες αφετηρίες θέλουν να υποβαθμίσουν ή να σχετικοποιήσουν το γεγονός. «Αυτό ήταν ένα γεγονός που χαροποίησε την οικογένειά του… Εμάς τι μας ενδιαφέρει;», ή «Και τι έγινε που αναστήθηκε ο Λάζαρος; Αφού αργότερα ξαναπέθανε…», είτε: «Γιατί ο Χριστός να τον ξαναφέρει στη ζωή; Αφού ήταν δίκαιος και θα πήγαινε στον Παράδεισο…», είναι οι συχνότερες αιτιάσεις όσων θέλουν να «διυλίσουν τον κώνωπα» και να προτάξουν την ορθολογιστική μιζέρια έναντι της ευφροσύνης της ημέρας.
Παραβλέποντας τον μάλλον ατομοκεντρικό και γενικότερα αντιεκκλησιαστικό χαρακτήρα του πρώτου είδους από το σχετικισμό αυτόν και προσπερνώντας την (προφανή) ένταξη του γεγονότος της Εγέρσεως του Λαζάρου στο ευρύτερο σχέδιο της Θείας Οικονομίας (έχοντας ήδη κάνει ορισμένες νύξεις πιο πάνω), αξίζει ίσως να σταθούμε λίγο περισσότερο στο σημερινό γεγονός, με αφορμή αυτά τα ερωτήματα. Αφήνοντας κατά μέρος τη σχολαστική πλευρά τους, βλέπουμε ουσιαστικά ότι η απάντησή τους ισοδυναμεί με τον πυρήνα της εκκλησιαστικής θεώρησης για το θάνατο.
Μπορεί, δηλαδή, να ακούμε κατά καιρούς πολλά λόγια (συνήθως από άμβωνος) για τη «χριστιανική» αντιμετώπιση του θανάτου, για τον «ηρωισμό» που περικλείει, για την περιφρόνηση που τού αξίζει, κ.ο.κ., αυτό καθεαυτό όμως το γεγονός δεν παύει να είναι κάτι το συγκλονιστικό και οδυνηρό. «Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον», λέει ο άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ακούμε στη Νεκρώσιμη Ακολουθία, και βλέπουμε τον Ιησού σήμερα να κλαίει για την απώλεια του αγαπημένου του φίλου. Στις αδερφές του δε, δεν λέει διάφορα «ψυχωφέλιμα» ή «πνευματικά» λόγια παρηγοριάς, αλλά ξαναφέρνει στη ζωή τον άνθρωπό τους.
Και σ’ εμάς τι λέει; Ίσως να λέει ακόμα περισσότερα, αρκεί να μπορέσουμε να τα ακούσουμε. Εξάλλου, «μέγα και βαθύ» το μυστήριο του θανάτου. Ίσως, πάλι, η απάντηση η δική μας να περιμένει μια εβδομάδα να έρθει, με την οριστική Του νίκη, επί της φθοράς. Αρκεί και πάλι να μπορέσουμε να τη δούμε

Τοιχογραφίες με θέμα την Ανάσταση του Λαζάρου (Περίπου με χρονολογική σειρά)



Εικόνα

Η Ανάσταση του Λαζάρου, τοιχογραφία από τον Ιερό Nαό της Παναγίας της Aσίνου στην Kύπρο (1105-1106).

Πηγή: www.xanthi.ilsp.gr

Re: Η Ανάσταση του Λαζάρου


Εικόνα

Η Ανάσταση του Λαζάρου. Τοιχογραφία του 1280 μ.χ. Eκκλησία της Παναγίας του Μουτουλλά - Λευκωσία.

Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Re: Η Ανάσταση του Λαζάρου


Εικόνα

Η Ανάσταση του Λαζάρου, από το δωδεκαέορτο του Θεοφάνη του Κρητός της Μονής Σταυρονικήτα Αγίου Όρους (1545-1546).

Re: Η Ανάσταση του Λαζάρου


Εικόνα

Η Έγερσις του Λαζάρου, Θεοφάνη του Κρητός (γύρω στο 1546).

Re: Η Ανάσταση του Λαζάρου


Εικόνα

Ανάσταση του Λαζάρου, Τοιχογραφία, Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά,
Μετέωρα

Re: Η Ανάσταση του Λαζάρου


Εικόνα

Ανάσταση του Λαζάρου, Τοιχογραφία, Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου,
Έμπαρος

Re: Η Ανάσταση του Λαζάρου


Εικόνα

Η έγερση του δικαίου Λαζάρου. 16ος αι. Ι.Ναός Ευαγγελισμού, Βερατίου Αλβανίας.
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ και ελέησόν με.

Re: Η Ανάσταση του Λαζάρου


Εικόνα

Ανάσταση του Λαζάρου, Βυζαντινή τοιχογραφία άγνωστης προέλευσης.
Η Ανάσταση του Λαζάρου


Εικόνα

Η Ανάσταση του Λαζάρου, Βυζαντινή τοιχογραφία με επιδράσεις από την ιταλική ζωγραφική του 15ου-16ου αιώνα, από τον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής στη Γερόσκηπο της Κύπρου.

Πηγή: vatopaidi.wordpress.com

Re: Η Ανάσταση του Λαζάρου


Εικόνα

Η Ανάσταση του Λαζάρου, σύγχρονη τοιχογραφία από τον Ιερό Ναό Παναγίας Αλεξιώτισσας, Πάτρας.

Πηγή: panagiaalexiotissa.blogspot.com

Η ΕΓΕΡΣΙΣ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ




Βραχόβουνα περικλείουν στενὰ τὴν σκηνήν, καὶ ὁ Κύριος μὲ τοὺς Μαθητάς Του,
ἔχει τὴν παντοδύναμον δεξιὰν Αὐτοῦ ἐκτεταμένην καὶ εὐλογοῦσαν,
μὲ μίαν κίνησιν προστακτικήν, ὧν Κύριος καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου.
Καὶ εὶς τὰ ἄχραντα πόδια Του κοίτονται γονατισμένες οἱ ἀδελφὲς
τοῦ Λαζάρου, Μάρθα καὶ Μαρία, θρηνοῦσαι καὶ ὁδυρόμεναι
καὶ κατασπαζόμεναι αὐτά μὲ θρῆνον καὶ κλαυθμὸν πολύν.
Εἰς δὲ τὸ ἀντικρυνὸν μέρος, ὁ Λάζαρος προβάλει μέσα ἀπὸ τάφον λαξευμένον
εἰς τὸν βράχον, σαβανομένος μὲ κειρίας (λωρίδας), ὅπως περιγράφεται
εἰς τὸ Ἅγιον Εὐαγγέλιον, χλωμὸς καὶ μὲ ὄψιν τεταλαιπωρημένην,
σὲ ἀνδρικὴν ἡλικίαν, μὲ ἀρὺ μαῦρον γένειον.
Ἕνας νεαρὸς μετακινεῖ τὴν βαρειὰν ταφόπλακα καὶ ἄλλος λύνει
τὸν ἀναστημένον νεκρὸν ἀπὸ τὰς κειρίας, κατὰ τὸ τοῦ Κυρίου πρόσταγμα.
Ἀνάμεσα εἰς τὰ βραχοβούνια, φαίνονται τὰ τείχη τοῦ κάστρου τῆς Βηθανίας,
καὶ πλῆθος Ἐβραίων ὁποὺ ἐβγαίνουν ἀπὸ τὴν καστρόπορταν,
βλέποντες καὶ θαυμάζοντες, καὶ κάποιοι ἀπ' αὐτοὺς φράζοντες μὲ τὸ ροῦχον
τὲς μύτες των διὰ τὴν δυσωδίαν τοῦ νεκροῦ, ὁποὺ ἦτο τετραήμερος.
Ὁ Χριστὸς στέκεται μὲ τὴν ἁπλὴν αὐθεντίαν καὶ μεγαλοπρέπειαν τῆς θεϊκῆς ἐξουσίας.
Τὸ βλέμμα Του, ἀτάραχον καὶ ἀστραφτερόν, ἐβγαίνει μὲ δύναμιν.



Ἡ πανσθενουργὸς δεξιά Του ὁμοιάζει νὰ δίδη ζωὴν μὲν εἰς τὸν Λάζαρον,
θανάσιμον δὲ κτύπημα εἰς τὸν θάνατον,
κατὰ τὸ Ἀπολυτίκιον τῆς Ἑορτῆς ὅπου λέγει·


"Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν, πρὸ τοῦ Σοῦ Πάθους πιστούμενος,
ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός·
ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ Παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες,
Σοὶ τῷ Νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις,
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου."

Μὲ τὴν ἀριστερὰ κρατᾶ σφικτὰ τὸ εἰλητάριον μὲ τὸ Εὐαγγέλιόν Του.
Ὡστόσο, τὸ ὅλον σχῆμα τοῦ Κυρίου ἀποπνέει σεμνότητα καὶ ἡ ὄψις Του
εἶναι τεθλιμμένη, διότι, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον,
"ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν." (Ἰω. ια΄, 33)
Οἱ βράχοι εἶναι ὑψηλοὶ ὡσὰν ἀνατριχιασμένοι καὶ βαρεῖς ὡσὰν πένθιμοι,
ἀλλὰ συνάμα χαρμόσυνοι, κατὰ τὴν ὑπόθεσιν.
Τὸ δὲ φαράγγι στενὸν καὶ ἀπότομον, διὰ νὰ μεταδίδη
εὶς τὸν θεώμενον τὴν Εἰκόνα τὸν φόβον ὅπου ἔνοιωσαν οἱ πέτρες
κρουσμένες ἀπὸ τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου, ὅπου ἐκράυγασε·

"Λάζαρε, δεῦρο ἔξω"



+++

Η Έγερσις του Λαζάρου


    ...
    Διδασκαλίαι καθ’ οδόν
    Η εορτή των Εγκαινίων
    Πέραν του Ιορδάνου
    Η Έγερσις του Λαζάρου
    Ιεριχώ και Βηθανία
    Η Βαϊοφόρος
    Δευτέρα της εβδομάδος των παθών — Ημέρα Παραβολών
    ...

Μήνυμα προς τον Ιησούν — Δύο ημερών βραδύτης — «Άγωμεν και ημείς ίνα αποθάνωμεν μετ' αυτού» — Η προϋπάντησις της Μάρθας — «Εγώ ειμι η Ανάστασις και η Ζωή» — Αγωνία της Μαρίας — Βαθεία συγκίνησις του Ιησού — Σκηνή παρά τον τάφον — «Λάζαρε, δεύρο έξω» — Η σιωπή των τριών Ευαγγελιστών — Το συμβούλιον του Καϊάφα — «Συμφέρει ίνα απολέσθαι»

«Έχω τας κλεις του άδου και του θανάτου». (Αποκάλ Α'. 18).

Αύται αι αποχαιριτιστήριοι ομιλίαι και διδασκαλίαι ίσως ανήκουσιν εις τας δύο ημέρας, τας μετά το μήνυμα το οποίον ο Ιησούς, ενώ ήτο ακόμη εν Βηθανία τη πέραν του Ιορδάνου, έλαβεν από την άλλην Βηθανίαν, όπου συχνά είχεν εύρη φιλοξενίαν. Το μήνυμα τούτο ήτο, «Κύριε, ον φιλείς ασθενεί». Ο Λάζαρος ήτο ο μόνος στενός φίλος τον οποίον είχεν ο Ιησούς έξω του κύκλου των Αποστόλων Του, και το επήγον άγγελμα ήτο προφανώς πρόσκλησις όπως έλθη Εκείνος ενώπιόν του οποίου, εφ' όσον γνωρίζομεν, δεν συνέβη επιθανάτιος σκηνή.

Αλλ' ο Ιησούς δεν ήλθεν. Ηρκέσθη μόνον, ενώ απησχολείτο εις σπουδαία έργα, να πέμψη το μήνυμα ότι «αύτη η ασθένεια δεν ήτο προς θάνατον, αλλά προς δόξαν Θεού», και έμεινε δύο ημέρας περισσότερον όπου ευρίσκετο. Εις το τέλος των δύο τούτων ημερών είπε προς τους μαθητάς Του:

«Άγωμεν εις την Ιουδαίαν και πάλιν». Οι μαθηταί υπέμνησαν Αυτώ, πως τελευταίον οι Ιουδαίοι εκεί είχον ζητήσει να τον λιθοβολήσωσι, και τον ηρώτησαν πώς θα ερριψοκινδύνευε να υπάγη πάλιν εκεί· αλλ' Αυτός απήντησεν ότι κατά τας δώδεκα ώρας της ημερησίας εργασίας Του ηδύνατο να περιπατή εν ασφαλεία, διότι το φως του έργου Του, το οποίον ήτο το θέλημα του Ουρανίου Πατρός Του, θα τον εφύλαττεν από παντός κινδύνου. Και είτα τους είπεν ότι, «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται, και πορεύομαι ίνα εξυπνίσω αυτόν». Τρεις εξ αυτών τουλάχιστον έπρεπε να ενθυμώνται πως, μίαν άλλην φοράν, είχεν ονομάσει ύπνον τον θάνατον· αλλ' ή εσιώπων ούτοι, άλλων λαλούντων, ή ήσαν λίαν βραδείς τη καρδία και δεν το ανελογίζοντο. Επειδή υπέθεσαν ότι ωμίλει περί συνήθους ύπνου, εδέησε να τους είπη καθαρά ότι ο Λάζαρος απέθανε, και έχαιρε δι' αυτούς, επειδή θα απήρχετο να τον επαναφέρη εις Την ζωήν. «Υπάγωμεν και ημείς, είπεν ο φιλόστοργος αλλά δύσθυμος Θωμάς, ίνα αποθάνωμεν μετ' αυτού»· ως εάν έλεγεν, είνε ανωφελές και επικίνδυνον το σχέδιον, αλλ' όμως ας υπάγωμεν.

Αναχωρήσας λίαν πρωί ο Ιησούς ευκόλως θα διήνυε την οδόν (περί τα είκοσι μίλια) προ της δύσεως του ηλίου. Αλλ' άμα φθάσας, εστάθη έξω του μικρού χωρίου. Η γειτνίασίς του προς τα Ιεροσόλυμα, οπόθεν απέχει ολιγώτερον των δύο μιλίων, και το εύπορον και η κοινωνική τάξις της οικογενείας, είχε προσελκύσει συρροήν γνωρίμων Ιουδαίων όπως συμπενθήσωσι και παρηγορήσωσι τας δύο αδελφάς· και ήτο ευχής έργον να ενεργώσι μετά προφυλάξεως ο Ιησούς και οι μαθηταί Του, παρακινδυνεύοντες εν μέσω τοιούτων αποφασιστικών εχθρών. Αλλ' ενώ η Μαρία, πιστή εις τας ερημικάς και θεωρητικάς διαθέσεις της, εκάθητο εν τη οικία αγνοούσα την προσέγγισιν του Κυρίου, η δραστηριωτέρα Μάρθα είχε λάβη είδησιν ότι ο Ιησούς έρχεται, και πάραυτα έτρεξεν εις προϋπάντησίν Του. (10)

Ο Λάζαρος είχε αποθάνη την αυτήν ημέραν ότε ο Ιησούς είχε λάβη το άγγελμα περί της ασθενείας του· δύο ημέραι είχον παρέλθη ενώ ηργοπόρει εις την Πέραν του Ιορδάνου, η τετάρτη κατηναλώθη εις την οδοιπορίαν. Η Μάρθα δεν ηδύνατο να εννοήση την θλιβεράν ταύτην βραδύτητα. «Κύριε, είπε, με τόνον παραπόνου, εάν ήσο εδώ, δεν θα απέθνησκεν ο αδελφός μου. Αλλ' όμως και τώρα...» φαίνεται να τρέφη αμυδράν ελπίδα ότι δυνατόν να επέλθη ανακούφισίς τις εις την στέρησίν των. Αι ολίγαι λέξεις αίτινες ακολουθούσιν είνε λέξεις τα μάλιστα αξιομνημόνευτοι· είνε δήλωσις του Ιησού ήτις επήνεγκε παραμυθίαν όχι εις την Μάρθαν μόνον, αλλ' εις εκατοντάδας μυριάδων έκτοτε, και θα εξακολουθή να παρηγορή τον κόσμον μέχρι συντελείας:

«Μη φοβού, αναστήσεται ο αδελφός σου».

Η Μάρθα δεν είχεν ονειροπολήσει ότι ο Λάζαρος θ’ αφυπνίζετο τώρα από τον ύπνον του θανάτου, και ηδυνήθη μόνον ν' απαντήση, «Οίδα ότι αναστήσεται εν τη αναστάσει, εν τη εσχάτη ημέρα».

Ο Ιησούς είπεν αυτή:

«Εγώ ειμι η Ανάστασις και η Ζωή· ο πιστεύων εις Εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται· και ο ζων και πιστεύων εις Εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα&. Πιστεύεις τούτο;»

Δεν ήτο διά πνεύμα οποίον το της Μάρθας να διακρίνη τας εναλλασσούσας σκέψεις περί σωματικού και πνευματικού θανάτου, αίτινες ήσαν ηνωμέναι εν τη βαθεία ταύτη εκφράσει· αλλά χωρίς να σταθή και να εμβαθύνη, η πιστή αγάπη της έδωκε την απάντησιν: «Ναι, Κύριε, πιστεύω ότι Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο ερχόμενος εις τον κόσμον».

Αφού εξέφερε την μεγάλην ταύτην ομολογίαν, απήλθε προς αναζήτησιν της αδελφής της, περί ης είχεν ερωτήσει ο Ιησούς, και ης η καρδία και η διάνοια, καθώς εφαίνετο η Μάρθα αυθορμήτως αισθανομένη, ήσαν ευαρμοστότερα όπως περιλάβωσι τοιαύτας υψηλάς αληθείας. Εύρε την Μαρίαν εν τη οικία, και η τε μυστικότης μεθ' ης έδωκε την είδησιν της παρουσίας του Ιησού, και η σπουδή και σιγή μεθ' ης η Μαρία ηγέρθη να υπάγη προς συνάντησιν του Κυρίου δεικνύουσιν ότι ανάγκη ήτο προφυλάξεων, και ότι η επίσκεψις του Χριστού δεν ήτο όλως άνευ κινδύνου. Οι Ιουδαίοι οίτινες την παρηγόρουν, και τους οποίους αιφνιδίως ούτω κατέλιπεν αύτη, ηγέρθησαν να την ακολουθήσωσιν εις το μνήμα, όπου ενόμισαν ότι μετέβαινε διά να κλαύση· αλλά τάχιστα είδον το αληθές αντικείμενον του κινήματός της. Έξω του χωρίου εύρον τον Ιησούν περιεστοιχισμένον υπό των φίλων Του, και είδον την Μαρίαν να τρέχη προς Αυτόν, και να πίπτη εις τους πόδας Του, εκφέρουσα το αυτό αγωνιώδες παράπονον όπερ και η αδελφή της. «Κύριε, ει ης ώδε, ουκ αν μου απέθανεν ο αδελφός». Η μεγαλειτέρα σφοδρότης της συγκινήσεως της ωμίλει εις τας ολιγωτέρας λέξεις της και εις την σφοδροτέραν αγωνίαν της, και δεν ηδύνατο πλέον τι να προσθέση. Δυνατόν η στοργή της να ήτο βαθυτέρα ή ώστε να επιτρέψη όπως φανή τόσον εύελπις όσον η αδελφή της· δυνατόν μετά ταπεινοτέρου σεβασμού και ευλαβείας να άφηνε τα πάντα εις τον Κύριόν της.

Η όψις όλης αυτής της αγάπης και της λύπης, το οικτρόν θέαμα της ανθρωπίνης στερήσεως, η εσχάτη ματαιότης εν τοιαύτη στιγμή της ανθρωπίνης παραμυθίας, το άφατον παράπονον, «ω, διατί να μη είσαι εδώ να σώσης τον φίλον σου από το κέντρον του θανάτου και ημάς από το πικρότερον κέντρον του χωρισμού;» Όλα ταύτα έθιξαν την τρυφεράν συμπάθειαν του Ιησού εις βαθείαν συγκίνησιν. Στιβαρά προσπάθεια όπως κρατήση της συγκινήσεώς του εχρειάσθη (τούτο φαίνεται να σημαίνη το «Ενεβριμήσατο τω πνεύματι», το οποίον κατά γράμμα ερμηνεύεται «ηγανάκτησε τω πνεύματι», κατ' άλλους επί τη απιστία των παρεστώτων), ερρίγησε δε όλος ο Ιησούς («ετάραξεν εαυτόν»), πριν δυνηθή να εύρη λέξεις να ομιλήση, και τότε εδυνήθη μόνον να ερωτήση: «Πού τεθείκατε αυτόν; Λέγουσιν Αυτώ, «Κύριε, έρχου και ίδε»· Τότε εδάκρυσεν ο Ιησούς. Τα δάκρυά Του δεν έμειναν απαρατήρητα, και ενώ τινες των Ιουδαίων έλεγον «Ίδε πώς αυτόν εφίλει», άλλοι εν αμφιβολία ηρώτων, «Δεν ηδύνατο ούτος ο ανοίξας τους οφθαλμούς του τυφλού να σώση και τον φίλον Του από του θανάτου;» Δεν είχον ακούσει πως εις έν απώτερον χωρίον της Γαλιλαίας είχεν εγείρει τον νεκρόν· αλλ' εγνώριζον ότι εν Ιερουσαλήμ είχεν ανοίξει τους οφθαλμούς του εκ γενετής τυφλού, και τούτο εφαίνετο αυτοίς όχι ολιγώτερον καταπλήσσον θαύμα. Αλλ' ο Ιησούς εγνώριζε και ήκουε τα σχόλιά των, και πάλιν η όλη σκηνή, το γνησίως αλγεινόν ταύτης, αι μισθωτοί θρηνωδοί, τα μη κοπάζοντα μίση, όλα συγκεντρωμένα πέριξ του απαισίου έργου του θανάτου, επήλθον τόσον ισχυρώς εις το πνεύμα Του, ώστε, καίτοι εγίνωσκεν ότι έβαινε διά ν' αναστήση τον νεκρόν, «πάλιν εμβριμώμενος εν Εαυτώ» και ταραττόμενος έφθασεν εις το μνημείον. Ήτο δε, ως πολλά εκ των Ιουδαϊκών, είδος άντρου σκεπασμένου με πέτραν εις την είσοδον.

Το χωρίον, η Βηθανία, καλείται σήμερον Ελαζαριέ, κατά παραφθοράν του ονόματος του Λαζάρου, και εις παντοτεινήν ανάμνησιν του θαύματος. Δεικνύεται δε και έν σπήλαιον ως το μνημείον του Λαζάρου.

Ο Ιησούς διέταξε ν' αφαιρέσωσι τον λίθον από το στόμιον του μνημείου. Τότε επενέβη η Μάρθα. «Κύριε, τεταρταίος εστι, και ήδη όζει». Επισήμως ο Ιησούς υπέμνησε την ιδίαν υπόσχεσίν Του, και αφηρέθη ο λίθος από του μνήματος. Εκείνος έστη παρά την θύραν του μνημείου, και οι άλλοι έστησαν ολίγον απωτέρω, τους οφθαλμούς έχοντες προσηλωμένους επί το σκοτεινόν και σιγηλόν κοίλωμα. Ρίγος έπεσεν επί πάντας αυτούς καθώς ο Ιησούς ύψωσε τους οφθαλμούς, και ευχαρίστησε τω Θεώ επί τη επικειμένη κυρώσει της δεήσεώς Του. Και τότε, υψώσας εις τους καθαρωτάτους τόνους την φωνήν εκείνην της φοβεράς εξουσίας, και εκφέρων, ως σύνηθες παρ' αυτώ εις τοιαύτην ευκαιρίαν, τας συντομωτάτας φράσεις, έκραξε:

«Λάζαρε, δεύρο έξω!»

Οι λόγοι ούτοι διεπέρασαν και πάλιν διά φοβερού παλμού την χώραν του ανεξερευνήτου σκότους, το οποίον μας χωρίζει από τον κόσμον τον μέλλοντα· και μόλις τους είχεν εκφέρει, όταν, ως φάσμα ζων, άπιστον θέαμα, πιστόν άκουσμα, γεγονός παράδοξον και καταπληκτικόν, εξήλθε μία μορφή, λευκή, σπαργανωμένη, κειρίαις δεδεμένη, φέρουσα το σουδάριον περί την κεφαλήν, δεσμία τας χείρας και τους πόδας, πλην όχι πελιδνή, όχι φρικώδης· η μορφή ενός νέου με το υγιές αίμα κυκλοφορούν εις τας φλέβας, προωρισμένου να ζήση τριάκοντα έτη εισέτι, διά να είνε ζων μαρτύριον της παντοδυναμίας Εκείνου όστις μετά μίαν εβδομάδα έμελλε να σταυρωθή υπό των απίστων.

Ας επίσχωμεν μικρόν εδώ διά ν' απαντήσωμεν εις το φυσικόν άλλως ερώτημα περί της σιωπής των Συνοπτιστών ως προς το μέγα τούτο θαύμα.

Διά να πραγματευθή το υποκείμενον εις το πλήρες έπρεπε να γράψη μακράν πραγματείαν περί της συστάσεως και κατασκευής των Ευαγγελίων, και πάλιν οι πολέμιοι δεν θα έπαυον να προβάλλωσι νέας εκάστοτε ενστάσεις κατά της γνησιότητος και της αξιοπιστίας των. Τα Ευαγγέλια είνε, εξ αυτής της φύσεως των, ωμολογημένως αποσπασματικά, και δύναται ως βέβαιον να θεωρηθή ότι τα τρία πρώτα ηρανίσθησαν κατά το πλείστον εκ κυκλοφορούσης προφορικής παραδόσεως, ή εβασίσθησαν επί ενός ή δύο αρχικών εγγράφων. Οι Συνοπτισταί σχεδόν περιορίζονται εις το εν τη Γαλιλαία, ο δε Ιωάννης εις το εν τη Ιουδαία κήρυγμα, καίτοι οι πρώτοι διαρρήδην μνημονεύουσι και προϋποθέτουσι εν Ιερουσαλήμ κήρυγμα, και ο Ιωάννης το εν Γαλιλαία. Ουδέ είς εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών επαγγέλλεται ότι θα δώση πλήρη και λεπτομερή έκθεσιν, ή και κατάλογον, των παραβολών, ομιλιών, και θαυμάτων του Ιησού· ουδέ ήτο αντικείμενον τινός εξ αυτών το να γράψη πλήρη αφήγησιν των τριών και ημίσεως ετών του δημοσίου βίου Του. Έκαστος τούτων αναφέρει τα συμβάντα όσα ήρχοντο εντός του ιδίου σχεδίου του, και ήσαν άριστα γνωστά εις αυτόν ή εξ αυτοψίας, ή εκ μεμονωμένων γραπτών εκθέσεων, ή εκ στοματικής παραδόσεως· και έκαστος αυτών λέγει αρκετά ώστε να δείξη ότι Εκείνος ήτο ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του Ζώντος, ο Σωτήρ του κόσμου. Λοιπόν, αφού η έγερσις του Λαζάρου δεν θα εφαίνετο εις αυτούς μεγαλειτέρα εξάσκησις θαυματουργού δυνάμεως ή άλλαι τας οποίας διηγήθησαν (αφού, ως ελέχθη, δεν είχεν εφευρεθή τότε σημειόμετρον προς εξέλεγξιν του σχετικού μεγέθους των θαυμάτων), και αφού το θαύμα τούτο συνέβη εν τη Ιουδαία, δεν φαίνεται το παράπαν πλέον ανεξήγητον διότι παρέλιπον τούτο, ή όσον θα εφαίνετο διότι παρέλιπον το θαύμα της Κολυμβήθρας Βηθεσδά, ή την διάνοιξιν των οφθαλμών του τυφλού γεννηθέντος. Αλλά περιπλέον τούτου, ανευρίσκομεν παρά τοις Συνοπτισταίς ιδιάζουσαν σιωπήν περί της οικογενείας της εν Βηθανία. Η οικία εν ή λαμβάνουσι προέχουσαν θέσιν καλείται «η οικία Σίμωνος του Λεπρού». Η Μαρία καλείται απλώς γυνή τις υπό του Ματθαίου και του Μάρκου, και ο Λουκάς αρκείται ονομάζων την Βηθανίαν κώμην τινά, καίτοι εγνώριζεν, ως αλλαχού του κειμένου του φαίνεται, το όνομα. Υπάρχουσιν άρα ισχυροί λόγοι όπως εικάσωμεν ότι, όταν εφάνη η πρώτη σύνοψις του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, και όταν συνελέχθησαν τα υπομνήματα ων εγένετο χρήσις υπό των δύο άλλων Συνοπτιστών, δυνατόν να υπήρχον ιδιαίτεροι λόγοι όπως μη αναγραφή έν θαύμα το οποίον θα εφερεν εις επικίνδυνον περιφάνειαν ένα άνθρωπον όστις ήτο ακόμη ζων, αλλά τον οποίον οι Ιουδαίοι είχον ζητήσει να θανατώσουν (ως διηγείται ο Ιωάννης) ως μάρτυρα της θαυματουργού δυνάμεως του Χριστού. Και αν δε ο κίνδυνος ούτος είχε παρέλθη, αλγεινόν θα ήτο εις την φιλήσυχον οικογένειαν της Βηθανίας το να γείνη η εστία ανευλαβούς περιεργίας, και να εξετάζηται περί των κρυπτών εκείνων πραγμάτων τα οποία ουδείς ποτε είχεν αποκαλύψει. Κάτι φαίνεται άρα ότι εσφράγισε τα χείλη των Ευαγγελιστών εκείνων, το δε πρόσκομμα τούτο είχεν εκλίπη πλέον όταν το Ευαγγέλιον του Ιωάννου είδε το φως.

«Ει Μωσέως και των Προφητών ουκ ήκουσαν — τοιαύτη ήτο η απάντησις του Αβραάμ προς τον Πλούσιον εν τη παραβολή — ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή (και ούτος προσέτι Λάζαρος!) πεισθήσονται». Και ούτω συνέβη. Υπήρξαν πολλοί μάρτυρες του θαύματος τούτου οίτινες επίστευσαν όταν το είδαν, αλλ' υπήρξαν άλλοι οίτινες έσπευσαν μόνον να φέρωσιν οργίλην και ταραχώδη την είδησιν τούτου προς το Συνέδριον εις Ιερουσαλήμ.

Το Συνέδριον συνήλθεν εν πνεύματι μίσους και αμηχανίας. «Τι ποιούμεν, ότι ο Άνθρωπος ούτος πολλά σημεία ποιεί;» Δεν ηδύνατο ν' αρνηθώσι το θαύμα· δεν ήθελον να πιστεύσωσιν εις Εκείνον όστις το έπραξεν. Εφοβούντο μόνον την αύξουσαν επιρροήν Του, και εσυμπέραινον ότι θα την μετεχειρίζετο διά να γείνη βασιλεύς, και θα επροκάλει την Ρωμαϊκήν επέμβασιν, και την εκμηδένισίν των ως έθνους. «Και ελεύσονται οι Ρωμαίοι και αρούσιν ημών την πόλιν και το έθνος». Και καθώς μάτην ελύσσων εις βουλάς ανισχύρους, ο Ιωσήφ ο Καϊάφας ηγέρθη ν' απευθύνη αυτοίς τον λόγον. Ούτος είχε λάβη την αστικήν αρχιερατείαν από τας χείρας των Ρωμαίων, και συνεμερίζετο την εξουσίαν και τας τιμάς μετά του Άννα ή Χανάν του πενθερού του, από τον οποίον οι Ρωμαίοι είχον αφαιρέσει την αρχιερατείαν, αλλά τον οποίον οι αυστηρότεροι Ιουδαίοι εθεώρουν ως τον αληθή αρχιερέα. Ο Καϊάφας εντοσούτω ήτο κατ' εκείνον τον χρόνον ονόματι και κατ' επίφασιν μέγας αρχιερεύς. Ως τοιούτος υπετίθετο ότι είχε το χάρισμα εκείνο της προφητείας, το οποίον ακόμη επιστεύετο ότι εσώζετο αμυδρόν εις τους απογόνους του Ααρών. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει «αρχιερεύς του ενιαυτού εκείνου», επειδή ούτω είχε καταντήσει η αρχιερατεία εις τας ημέρας εκείνας, ο δε Καϊάφας την είχε λάβη διά δωροδοκίας από τους Ρωμαίους. Ηγέρθη και είπεν ότι συμφέρει να θυσιασθή είς υπέρ του λαού, ένοχος ή αθώος, αδιάφορον, οι δε Φαρισαίοι και οι πρεσβύτεροι εδέχθησαν αδιστάκτως την φωνήν εκείνην της ασυνειδήτου προφητείας. Και δεχθέντες αυτήν, επλήρουν μέχρι στεφάνης την κύλικα της ιδίας ανομίας των, και εγίνοντο ένοχοι του εγκλήματος, το οποίον επέσυρε κατά των κεφαλών των αυτήν την καταστροφήν την οποίαν εζήτουν ν' αποσοβήσωσιν. Ήτο η λατρεία εκείνη του Μολώχ με τας ανθρωποθυσίας της, το πάλαι με τας προφητοκτονίας και νυν με την θεοκτονίαν, — ήτις, ως εις τας ημέρας του Μανασσή, τους κατεδίκαζεν εις άλλην και τρομερωτέραν καταστροφήν. Υπήρξάν τινες εντούτοις οίτινες δεν ευρέθησαν εις το Όρος εκείνο της Κακής Βουλής (το όνομα τούτο δίδεται μέχρι της σήμερον εν Ιεροσολύμοις εις την θέσιν όπου, κατά την παράδοσιν, ήτο η οικία του Καϊάφα), ή και αν ήσαν παρόντες δεν συγκατένευσαν εις την ψυχήν αυτών· αλλ' από της ημέρας εκείνης η μυστική έγκρισις εξεδόθη ότι ο Ιησούς έπρεπε να θανατωθή. Από τούδε έζη μόνον με αμοιβήν επικηρυγμένην επί της κεφαλής Του.

Και η έγκρισις αύτη, όσον μυστική και αν ήτο αρχήθεν, εν ακαρεί εγένετο γνωστή. Ο Ιησούς εγνώριζε ταύτην. Και κατά τας τελευταίας ημέρας της επιγείου παρουσίας Του, μέχρις ου έλθη το Πάσχα, εν ώ προυτίθετο να θυσιάση την ζωήν Του, απεσύρθη εν κρυπτώ εις μικράν αφανή πόλιν εγγύς της ερήμου, καλουμένην Εφραΐμ. Εκεί, ασφαλής από όλας τας μηχανορραφίας των εχθρών Του, διήγαγε τας τελευταίας ημέρας Του μετά των μαθητών Του, διδάσκων αυτούς το μέγα έργον του πνευματικού θερισμού και της ψυχοσωτηρίου αλιείας την οποίαν έμελλον να εξασκήσωσιν εν μέσω των εθνών. Ουδείς ή ολίγοι εκτός της πιστής ταύτης χορείας εγνώριζον την κρύπτην Του· διότι οι Φαρισαίοι, όταν ευρέθησαν ανίκανοι να κρύψωσι τα σχέδιά των, εδημοσίευσαν διαταγήν ότι πας όστις εγνώριζε πού ήτο Εκείνος, ώφειλε να το αποκαλύψη, ότι ηδύναντο να Τον συλλάβωσιν εν ανάγκη διά της βίας και εκτελέσωσι την ληφθείσαν απόφασιν. Πλην μέχρι τούδε το δέλεαρ δεν έσχεν αποτέλεσμα. Είνε δε αμφίβολον αν η τιμωρία η μελετωμένη κατά του Ιησού δεν εσκοπείτο να εκτελεσθή κατά τρόπον μυστικώτερον και συνοπτικώτερον, φέροντα μάλλον την όψιν βιαίας δολοφονίας παρά δικαστικής εκτελέσεως.